Πριν από 21 χρόνια, στις 24 Απριλίου 2004, ημέρα Σάββατο, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι κλήθηκαν να λάβουν μια απόφαση μείζονος σημασίας για τη Μεγαλόνησο: να εγκρίνουν ή να απορρίψουν μέσω δημοψηφίσματος το περίφημο Σχέδιο Ανάν.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.4.2004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ελληνοκυπριακή κοινότητα, με την ισχυρή παρότρυνση τού τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τάσσου Παπαδόπουλου (το σχετικό διάγγελμά του είχε προβληθεί σε παλαιότερο άρθρο μας, αφιερωμένο στον εκλιπόντα πολιτικό), είχε απορρίψει την προταθείσα λύση, και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία, που άγγιξε το 76% (αντιθέτως, οι Τουρκοκύπριοι, στα Κατεχόμενα, είχαν ταχθεί υπέρ του Σχεδίου με ένα ποσοστό της τάξεως του 65%).

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε δημοσιευτεί την επομένη του δημοψηφίσματος, την Κυριακή 25 Απριλίου 2004, είχε φιλοξενηθεί ένα άρθρο γνώμης του κοινωνιολόγου και συγγραφέα Νίκου Μουζέλη αναφορικά με όσα τεκταίνονταν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα και στην Κύπρο (τίτλος του, «Από το μακεδονικό φιάσκο στο κυπριακό αδιέξοδο»).


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.4.2004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Μουζέλης (τότε καθηγητής της London School of Economics, νυν ομότιμος καθηγητής της ίδιας Σχολής), όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τα κατωτέρω αποσπάσματα, είχε προβεί στη σύνταξη του κειμένου του προ της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, με τους όλους συλλογισμούς του όμως να εκκινούν από την ορθή όπως αποδείχθηκε παραδοχή ότι οι Ελληνοκύπριοι θα προέβαιναν στην απόρριψη του Σχεδίου:


Στα ευνομούμενα δημοκρατικά καθεστώτα οι πολιτικές ελίτ έχουν δύο βασικές λειτουργίες/καθήκοντα. Το πρώτο είναι η ουσιαστική αντιπροσώπευση των πολιτών στο κοινοβούλιο αντιπροσώπευση που ενέχει διαδικασίες όπως η άρθρωση συλλογικών συμφερόντων, η μετάφρασή τους σε συγκεκριμένες πολιτικές, η διαμόρφωση και ψήφιση των σχετικών νομοσχεδίων κτλ. Το δεύτερο δημοκρατικό καθήκον έχει να κάνει με τη σωστή πληροφόρηση και ενεργό διαμόρφωση της κοινής γνώμης ως προς τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν με γνώμονα το γενικό συμφέρον της χώρας.

Είναι όταν έχουμε μια ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο λειτουργιών, της «αντιπροσωπευτικής» και της «διαφωτιστικής/παιδευτικής», που οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας λειτουργούν σωστά. Όταν αυτού του είδους η ισορροπία διαταράσσεται, τότε οδηγούμαστε σε διαφόρων ειδών δημοκρατικά ελλείμματα. Πιο συγκεκριμένα, όταν η αντιπροσωπευτική λειτουργία ατονεί, τότε έχουμε την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης από αντιλαϊκές πολιτικές ηγεσίες. Έχουμε, δηλαδή, το είδος του ολιγαρχικού αυταρχισμού που βλέπουμε για παράδειγμα στον «παλαιοκομματικό» ελληνικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα ή στον αντικομμουνιστικό κοινοβουλευτισμό της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου. Όταν, από την άλλη μεριά, η «παιδευτική/διαφωτιστική» λειτουργία ατονεί, τότε περνάμε από τον ολιγαρχικό στον λαϊκιστικό αυταρχισμό. Περνάμε σε μια κατάσταση όπου οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντισταθούν σε λαϊκιστικές πιέσεις από κάτω ακόμη και όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ενδοτικότητά τους σε τέτοιου είδους πιέσεις θα οδηγήσει σε λύσεις που υποσκάπτουν το γενικό συμφέρον της χώρας.

[…]


Ο Νίκος Μουζέλης

Περνώντας στη σημερινή κατάσταση (σ.σ. ο Μουζέλης έχει κάνει προηγουμένως λόγο για την αποτυχία του πολιτικού κόσμου της πατρίδας μας στο Μακεδονικό), και στην Ελλάδα και στην Κύπρο παρατηρούμε παρόμοια φαινόμενα παραπληροφόρησης και λαϊκιστικής συμπεριφοράς μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου. Μιας μερίδας που, αντί να προσπαθεί να διαφωτίσει και να διαμορφώσει την κοινή γνώμη, γίνεται απλά έρμαιό της. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε αυτούς τους πολιτικούς οι οποίοι ειλικρινά πιστεύουν πως το Σχέδιο Ανάν δεν προωθεί τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου και εξαρχής το απέρριψαν.

Αναφέρομαι σε όλους αυτούς οι οποίοι πιστεύουν ότι το Σχέδιο Ανάν προσφέρει μια ικανοποιητική λύση, αλλά δεν τολμούν να το ομολογήσουν ευθέως «σεβόμενοι την κοινή γνώμη» και το «λαϊκό αίσθημα». Αναφέρομαι σε αυτούς που βλέπουν ξεκάθαρα ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν θα οδηγήσει, όπως και η απόρριψη της πρότασης Πινέιρο στο Μακεδονικό, σε χειρότερες για τα ελληνικά και τα ελληνοκυπριακά εθνικά συμφέροντα λύσεις, αλλά δεν τολμούν για μικροκομματικούς λόγους να το πουν ξεκάθαρα.

Στον ελλαδικό χώρο το κυβερνών κόμμα (σ.σ. η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή) παίζει σαφώς αυτόν τον στρουθοκαμηλικό ρόλο παραμελώντας το δημοκρατικό του καθήκον που απαιτεί να είναι διαμορφωτής και όχι παθητικό ανδρείκελο τής κακώς πληροφορημένης κοινής γνώμης και των δημοσκοπήσεων. Και αυτή η απίστευτη ολιγωρία συγκαλύπτεται με το σκεπτικό ότι «ο κυπριακός λαός αποφασίζει και εμείς απλώς ακολουθούμε». Το ότι το Σχέδιο Ανάν δεν αφορά μόνο το μισό εκατομμύριο των Ελληνοκυπρίων αλλά και τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων (σε θέματα που κυμαίνονται από τις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία και την ΕΕ ως το ύψος των στρατιωτικών δαπανών) αποσιωπάται. […] Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως, ως πρωθυπουργός της χώρας, ο κ. Καραμανλής είχε το καθήκον να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και διαλλακτικός ως προς τον τρόπο έκφρασης τού «Ναι». Αλλά ως κόμμα η ΝΔ γιατί δεν έπαιξε πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης;

Και δυστυχώς η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην Κύπρο, αφού το μεγαλύτερο κόμμα της ελληνοκυπριακής πολιτείας ακολουθεί παρόμοιες λαϊκιστικές στρατηγικές. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ κατάφερε όντως να τετραγωνίσει τον κύκλο υποστηρίζοντας συγχρόνως το «Ναι» και το «Όχι». Αφού το «Ναι» πάει ενάντια στην κοινή γνώμη (δηλαδή, δεν συμφέρει κομματικά), με έναν τελείως ταχυδακτυλουργικό τρόπο το «Ναι» μετατρέπεται σε «Όχι» με τη ρηξικέλευθη πρόταση αναβολής του δημοψηφίσματος. Το ότι το ΑΚΕΛ ήξερε εκ των υστέρων πως μια τέτοια πρόταση δεν θα ήταν αποδεκτή από την τουρκική πλευρά και άρα από τον Γραμματέα του ΟΗΕ δεν έχει σημασία, αφού ο σκοπός είναι μια ερμαφρόδιτη πολιτική που δεν θα οδηγήσει στην απώλεια ψήφων. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.

[…]

Τέλος, δυο λόγια για τη στρατηγική του ελληνοκύπριου προέδρου που διαφέρει σημαντικά από τις στρατηγικές του ΑΚΕΛ και της ΝΔ. Αντίθετα με τις τελευταίες, εδώ δεν έχουμε αποδοχή αλλά εξαρχής απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, χωρίς όμως την ανοιχτή παραδοχή της απόρριψης. Έτσι περνάμε από την πολιτική δειλία στην πολιτική κουτοπονηρία. Πράγματι ο σκληροπυρηνικός πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είχε από την αρχή καμία πρόθεση να αποδεχθεί το σχέδιο του ΟΗΕ. Συμφώνησε όμως στις διαδικασίες που προτάθηκαν στη Νέα Υόρκη ελπίζοντας ότι το σχέδιο θα ναυαγήσει λόγω της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς. Όταν αυτό δεν συνέβη, αναγκάστηκε να αναλάβει την αποδόμηση του σχεδίου στη βάση μιας ψευδοαντικειμενικής ανάλυσης των μειονεκτημάτων του. Το ότι η ΕΕ επείσθη να συναινέσει στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας επειδή είχε τη διαβεβαίωση της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής πλευράς ότι θα γινόταν σοβαρή προσπάθεια επανένωσης της Κύπρου πριν από την ένταξη (πράγμα το οποίο ο κύπριος πρόεδρος φρόντισε να μη συμβεί) δεν απασχολεί ποσώς τον κ. Παπαδόπουλο που κατόρθωσε να ξεγελάσει τους «κουτόφραγκους».

[…]


Μερικά συμπεράσματα

(α) Ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα και στην Κύπρο για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους επέλεξαν να είναι έρμαια παρά διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

(β) Αυτή η παθητική, λαϊκιστική, βαθιά αντιδημοκρατική στάση συνδέεται άμεσα με τη συστηματική παραπληροφόρηση των πολιτών και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Συνδέεται επίσης με την καλλιέργεια ενός παρανοϊκού εθνικισμού που μας οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές πολιτικές.

(γ) Η σχεδόν βέβαιη απόρριψη του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου δεν θα είναι το τέλος του κόσμου. Θα έχει όμως αποτελέσματα παρόμοια με αυτά που είχαμε με την απόρριψη της πρότασης Πινέιρο στο Μακεδονικό: η επιδίωξη μιας μαξιμαλιστικής/εξωπραγματικής στρατηγικής θα οδηγήσει στο μέλλον σε λύσεις πολύ χειρότερες από τη λύση Ανάν, δηλαδή σε λύσεις λιγότερο συμβατές με τα εθνικά συμφέροντα και της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων.

(δ) Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα οδηγηθούμε σε μια μεγαλύτερη αυτογνωσία. Ως συνήθως, η ευθύνη για την επιδείνωση της κατάστασης θα μετατεθεί από μέσα προς τα έξω. Αν τα πράγματα χειροτερεύσουν, δεν θα φταίμε εμείς. Θα φταίνε οι αδιάλλακτοι Τούρκοι, οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές, οι αδιάφοροι Ευρωπαίοι. Έτσι οι μεν πολιτικοί θα εξακολουθήσουν με οδηγό τις δημοσκοπήσεις την μπακάλικη μικροπολιτική τους, ενώ οι επαγγελματίες πατριδοκάπηλοι θα προχωρήσουν αγέρωχα σε νέους αγώνες εθνικιστικής μισαλλοδοξίας.