Σε προηγούμενες αναλύσεις μου προσπάθησα να αναδείξω το φαινόμενο της κρίσης της πολιτικής στις δύο βασικές εκφάνσεις του: τον πολιτικό επαγγελματισμό και κυρίως την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής. Επανέρχομαι σήμερα στο δεύτερο και συμπληρώνω: η ιδιωτικοποίηση διαδικασιών, χώρων και συμπεριφορών που στη Δημοκρατία έχουν από τη φύση τους λειτουργικό χαρακτήρα και δημόσια υπόσταση επιφέρει αποδυνάμωση της Δημοκρατίας και κοινωνικό εκφυλισμό.
Οι πάντες —εργαζόμενοι, εργοδότες, πανεπιστημιακοί, έμποροι, βιομήχανοι κ.ά.— «βολευόμαστε» με τη μόνιμη και καθολική αναγωγή της βαθιάς κρίσης της πολιτικής στην αποκλειστική ευθύνη των πολιτικών κομμάτων, των πολιτικών, της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης. Ως ένα σημείο δικαίως. Όμως, ως ένα σημείο.
Αναφέρομαι σήμερα σ’ έναν άλλον, υπό ανάπτυξη ευρισκόμενο, παράγοντα τραγικού εκφυλισμού της δημόσιας ζωής, έναν παράγοντα κατ’ εξοχήν εκφραστικό της επικίνδυνης ιδιωτικοποίησης ενός μεγάλου δημοκρατικού, άρα και δημόσιου, λειτουργήματος όπως είναι η δημοσιογραφία. Ως δημοσιογραφία δεν εννοώ βέβαια ούτε το σύνολό της ούτε την κατά κανόνα μορφή της, αλλά μια συγκεκριμένη και ευτυχώς περιορισμένη παρέκβασή της. Πρόκειται για το φαινόμενο που χαρακτηρίζω με τη λέξη «χυδαιογράφημα». Για να δούμε λοιπόν ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του χυδαιογραφήματος, ποιος είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του χυδαιογράφου, γιατί πρέπει να διακρίνεται αυστηρά από τον δημοσιογράφο και ποιον στόχο υπηρετεί το χυδαιογράφημα.
1. Όταν αναφέρομαι στον —ελληνικό ή ξένο— Τύπο, αναφέρομαι στα σοβαρά, καθημερινά ή εβδομαδιαία ή μηνιαία, έντυπα. Όχι στα επ’ αμοιβή κιτρινίζοντα, δηλαδή όχι στον υπόκοσμο. Ξέρω βέβαια ότι η έννοια του «σοβαρού» είναι προβληματική, μια που δεν προσδιορίζεται μόνο από την κυκλοφορία του εντύπου. Είναι προβληματική η έννοια αλλά είναι και αναγκαία. Υπάρχει πια μια κοινή γνώμη που ευαισθητοποιείται στο θέμα αυτό.
2. Ο Τύπος λοιπόν έχει αναπτύξει ορισμένες «στήλες» ή «τακτικές συνεργασίες», επώνυμες ή και (συχνά) ανώνυμες (η «αγορά» όμως συνήθως ξέρει τον συντάκτη), που έχουν αποκτήσει —όχι όλες— ένα αναγνωστικό κοινό. Ο χαρακτήρας τέτοιων κειμένων εκφράζεται με κάποιο «ενοχλητικό κουτσομπολιό», με κάτι από το «πολιτικό παρασκήνιο», με κάτι πιο προσωπικό, με μια κρίση πιο τσουχτερή κ.ο.κ. Ως εδώ θαυμάσια. Τέτοια δημοσιογραφία και θεμιτή είναι και η βαθιά κρίση της πολιτικής την καθιστά χρήσιμη για τον αναγνώστη συμπλήρωση πληροφόρησης.
3. Όμως οι στήλες αυτές δεν προσφέρονται, σε όποιους και από όσους προσφέρονται, ως ιδιωτικό εργαλείο για να βγάζουν κάποιοι τα προσωπικά τους απωθημένα ή για να «εκδικηθούν» όσους θεωρούν υπευθύνους για τη μη δικαίωσή τους στη ζωή, ιδιωτικοποιώντας και προσωποποιώντας ανεπίτρεπτα ένα κατ’ εξοχήν δημοκρατικό βήμα με δημόσια πολιτική ευθύνη. Ανέλεγκτοι, βαριά υβριστικοί υπαινιγμοί, που τραυματίζουν τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αναφορά σε ανύπαρκτα γεγονότα ή στην προσωπική οικογενειακή ζωή, στην υγεία, στην εικαζόμενη διάρκεια ζωής, σε ανύπαρκτες και υπαρκτές προσωπικές σχέσεις, σε εικασίες ενοχής κατηγορουμένων προτού αρχίσει καν μια δίκη, με μια άρρωστη φαντασία ψυχιατρικού καμιά φορά ενδιαφέροντος.
4. Προφανής στόχος του χυδαιογραφήματος είναι η διαπόμπευση κάποιου που η τυχόν σωστή απόδοση τού τι πράγματι κάνει θα του προσέδιδε ένα κύρος ιδιαίτερα ανεπιθύμητο στον χυδαιογράφο. Αυτό είναι το χυδαιογράφημα. Και κάτι ακόμη: το χυδαιογράφημα δεν διατυπώνεται πάντοτε —ούτε καν συνήθως— με χυδαίους όρους. Όμως η χυδαιότητα του νοήματος είναι αποτελεσματικότερη της χυδαιότητας των όρων.
5. Το θέμα αρνούμαι να το υποβιβάσω σε νομικό θέμα προστασίας της τιμής όσων δεν έχουν τρόπο άμυνας. (Διότι συνήθως εναντίον αυτών ακριβώς στρέφεται ο «γενναίος», δηλαδή συνήθως θρασύδειλος, χυδαιογράφος.) Η Δημοκρατία δεν προστατεύεται από ποινικούς νόμους και τρομονόμους. Η Δημοκρατία προστατεύεται μόνο από τους ίδιους τους παράγοντες (θεσμούς, ανθρώπους, ομάδες) που την στηρίζουν.
6. Το «καλό» χυδαιογράφημα προϋποθέτει και τον «κατάλληλο» χυδαιογράφο. Η δουλειά αυτή χρειάζεται προσόντα. Κυρίως: επαρκή εμπάθεια, αυξημένη ικανότητα διαστροφής πραγμάτων ή λόγου, κάποιο έμφυτο ταλέντο στον έμμεσο αλλά αποτελεσματικό εκβιασμό, διανοητική ανεπάρκεια να αντιληφθούν τα καίρια και ουσιαστικά ζητήματα και κάποια αγραμματοσύνη ώστε να μην τρομάζει τον χυδαιογράφο η εικόνα του «επιτεύγματός» του. Εξαιρετικά χρήσιμη ιδιότητα είναι επίσης και εκείνη του πικραμένου ανθρώπου, είτε διότι «μόνο ως εκεί έφτασε» είτε γιατί ήδη στο σχολείο η τάξη τον έκανε πέρα είτε γιατί έχει προβλήματα σε άλλες πολύ ανθρώπινες λειτουργίες. Είναι ο τύπος που από μικρός ηδονίζεται όταν έχει την αίσθηση ότι προκαλεί σε κάποιον πόνο. Θυμάστε κάτι τύπους στο σχολείο με διαταραγμένη εφηβεία που τσιμπούσαν ή έριχναν πέτρες και μετά εξαφανίζονταν; Ο χυδαιογράφος συνήθως δεν έχει ίδιον κύρος ούτε στο σινάφι του. Έχει όσο κύρος τού δίνει το έντυπο στο οποίο εργάζεται. Μόλις απομακρυνθεί, συνήθως γίνεται ένα μηδενικό.
7. Το χυδαιογράφημα έχει τα αντίστοιχά του στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Το θέμα είναι όμως πιο ειδικό. Οι βασικές σκέψεις όμως που σημειώνονται εδώ θα μπορούσαν να είναι βάση αντίστοιχου προβληματισμού και για την ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Και εδώ βέβαια δεν αναφέρομαι στον σχετικό υπόκοσμο αλλά στα σοβαρά κανάλια.
8. Θα μου πείτε: Η αγορά απορροφάει το χυδαιογράφημα. Η ένσταση είναι κατ’ αρχήν σωστή. Διατυπώνω όμως δύο παρατηρήσεις:
α) Αυξάνονται οι αηδιασμένοι αναγνώστες που νιώθουν ότι γίνονται «σκεύος ηδονής» του κάθε κομπλεξικού που επιχειρεί να θεωρηθεί «επικίνδυνος» για να αποκτήσει την αναγνώριση της «αγοράς» που μια ζωή στερήθηκε.
β) Οι εφημερίδες-θεσμοί, τα περιοδικά-θεσμοί κ.λπ. δεν είναι μόνο καθρέφτες της αγοράς· είναι και διαμορφωτές. Το έχουν σε κρίσιμες στιγμές αποδείξει. Είναι σε θέση να χτυπήσουν την αγορά του χυδαιογραφήματος.
Η υπεράσπιση του πολιτικού λόγου —εδώ του δημοσιογραφικού λόγου— είναι κρίσιμο θέμα και πάντως όχι νομικό. Προτείνω να εισαχθεί η διάκριση δημοσιογράφου και χυδαιογράφου. Το δικαιούνται οι δημοσιογράφοι στη μέγιστη πλειονότητά τους. Το δικαιούνται όμως κυρίως οι αναγνώστες που από δικαιούχοι μιας έντιμης πληροφόρησής τους καταντούν σκεύη ηδονής τους.
*Άρθρο του Δημήτρη Τσάτσου, που έφερε τον τίτλο «Το χυδαιογράφημα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 26 Μαρτίου 1995.
Ο Δημήτρης Θ. Τσάτσος, που έφυγε από τη ζωή στις 24 Απριλίου 2010, σε ηλικία 77 ετών, υπήρξε διαπρεπής συνταγματολόγος, διεθνώς αναγνωρισμένος και τιμημένος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτειολογίας σε ελληνικά και γερμανικά πανεπιστήμια.
Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1974, γενικός εισηγητής όλης της αντιπολίτευσης για το Σύνταγμα του 1975 και ευρωβουλευτής επί μία δεκαετία (1994-2004).
Όπως έχει γραφτεί, ο Τσάτσος αναζητούσε διαρκώς την ιδανική σύνθεση και ισορροπία ανάμεσα στα δύο ευγενή πάθη του: την αγάπη του για την ιδεατή Πολιτεία και την πίστη του στην αξία και στη δύναμη της πολιτικής. Η ιδέα της Πολιτείας τον ενέπνεε και η πολιτική τον προκαλούσε ακατάπαυστα.
Εμπνευσμένος δάσκαλος και συγγραφέας, ο Τσάτσος επιδόθηκε σε μια βαθυστόχαστη συγγραφή (στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα) μελετών και συγγραμμάτων που αφορούσαν το Σύνταγμα, την έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας, την Πολιτεία και τα κόμματα, καθώς και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.