Το 2002, μετά από μια επίθεση της Χαμάς στην Ιερουσαλήμ, ο τότε Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν είχε χαρακτηρίσει τη Χαμάς ως «τη πιο φονική τρομοκρατική ομάδα που έχουμε αντιμετωπίσει». Δύο δεκαετίες μετά, ένας άλλος πρωθυπουργός, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, θα υποσχόταν να την αφανίσει από προσώπου γης, ύστερα από την αστραπιαία επίθεση της, στις 7 Οκτωβρίου 2023.

Ωστόσο, κανένας από τους δύο πολιτικούς και διαπρεπείς στρατιωτικούς του Ισραήλ δεν ανέφερε ότι η πιο φονική μηχανή που βρίσκεται δίπλα τους, είναι στη πραγματικότητα δημιούργημα των ίδιων των κέντρων εξουσίας του Τελ Αβίβ.

Σύμφωνα με αρκετούς νυν και πρώην αξιωματούχους των ΗΠΑ, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το Τελ Αβίβ παρείχε άμεση και έμμεση οικονομική βοήθεια στη Χαμάς για πολλά χρόνια.

Γιατί όμως να κάνουν κάτι τέτοιο οι επιδέξιοι Ισραηλινοί;

Το Ισραήλ «βοήθησε άμεσα τη Χαμάς ώστε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ)», είχε δηλώσει ο γνωστός αναλυτής στο Κέντρο Στρατηγικών Μελετών ο Άντονι Χ. Κόρντεσμαν, το 2002.

Η υποστήριξη του Ισραήλ στη Χαμάς «ήταν μια άμεση προσπάθεια να διχάσει και να μειώσει την υποστήριξη για μια ισχυρή, κοσμική ΟΑΠ χρησιμοποιώντας μια ανταγωνιστική θρησκευτική εναλλακτική», είχε συμπληρώσει ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος της CIA.

O πρώην Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρ μιλάει στη Κνεσέτ τον Αύγουστο του 2006.

Κάνοντας την αρχή

Σύμφωνα με έγγραφα του Ινστιτούτου Αντιτρομοκρατίας που εδρεύει στο Ισραήλ που έφερε στη δημοσιότητα το 2002 το United Press International, η Χαμάς αναπτύχθηκε από «πυρήνες» της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που ιδρύθηκε στην Αίγυπτο το 1928. Τα ισλαμικά κινήματα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη ήταν «αδύναμα και αδρανοποιημένα» μέχρι και μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 στον οποίο το Ισραήλ κατατρόπωσε τους Άραβες.

Μετά το 1967, μεγάλο μέρος της επιτυχίας της Χαμάς/Μουσουλμανικής Αδελφότητας οφειλόταν στις δραστηριότητές τους μεταξύ των προσφύγων της Λωρίδας της Γάζας. Ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχίας των ισλαμικών κινημάτων ήταν μια εντυπωσιακή κοινωνική, θρησκευτική, εκπαιδευτική και πολιτιστική υποδομή, που ονομαζόταν Da’wah, που λειτούργησε για να ανακουφίσει τη δυσκολία μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων προσφύγων, περιορισμένων σε στρατόπεδα, και πολλών που ζούσαν περιθωριοποιημένοι.

Μείνετε μακριά από τον Γιασίν

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, με επικεφαλής στη Γάζα τον διαβόητο Σεΐχη Άχμεντ Γιασίν, περνούσε ανενόχλητη τα μηνύματά της. Εκτός από την ίδρυση διαφόρων φιλανθρωπικών προγραμμάτων, ο Σεΐχης Γιασίν συγκέντρωνε χρήματα για να ανατυπώσει τα γραπτά του Σαγίντ Κουτμπ, ενός Αιγύπτιου μέλους της Αδελφότητας που, πριν από την εκτέλεσή του από τον Πρόεδρο Νάσερ, ενώ υποστήριζε την παγκόσμια τζιχάντ.

Ο Ισραηλινός καθηγητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών Μίντλμπερι στο Μοντερέι Avner Cohen, ο οποίος εργαζόταν τότε για το τμήμα θρησκευτικών υποθέσεων της ισραηλινής κυβέρνησης στη Γάζα, είχε πει στη Wall Street Journal το 2009 ότι άκουγε ανησυχητικές αναφορές στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για τον Γιασίν από παραδοσιακούς ισλαμιστές κληρικούς. Προειδοποίησαν ότι ο σεΐχης δεν είχε επίσημη ισλαμική εκπαίδευση και τελικά ενδιαφερόταν περισσότερο για την πολιτική παρά για τη πίστη. «Είπαν: «Μείνετε μακριά από τον Γιασίν. Είναι μεγάλος κίνδυνος», θυμάται ο Cohen.

«Οι Ισραηλινοί είναι σαν έναν τύπο που βάζει φωτιά στα μαλλιά του και μετά προσπαθεί να τα σβήσει χτυπώντας τα με ένα σφυρί».

Παρ΄όλα αυτά το Τελ Αβίβ, έκανε το αντίθετο: Τον ενίσχυε δημιουργώντας ένα ευρύ δίκτυο σχολείων, κλινικών, βιβλιοθηκών και νηπιαγωγείων. Ο Γιασίν δημιούργησε την ισλαμιστική ομάδα Mujama al-Islamiya, η οποία -σύμφωνα με έγγραφα του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Αντιτρομοκρατία (ICT)- που επικαλείται το United Press International αναγνωρίστηκε επίσημα από το Ισραήλ ως φιλανθρωπικό ίδρυμα και στη συνέχεια, το 1979, ως ένωση οποία διεύρυνε τη βάση των υποστηρικτών και των υποστηρικτών της με θρησκευτική προπαγάνδα και κοινωνική εργασία.

Το Ισραήλ, μάλιστα, ενέκρινε επίσης την ίδρυση του Ισλαμικού Πανεπιστημίου της Γάζας, το οποίο τώρα θεωρεί εστία τρομοκρατών. «Η κοινωνική επιρροή μετατράπηκε σε πολιτική επιρροή», πρώτα στη Λωρίδα της Γάζας και μετά στη Δυτική Όχθη, είχε επισημάνει Αμερικανός αξιωματούχος, διατηρώντας την ανωνυμία του.

Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, τα κεφάλαια για το κίνημα προήλθαν από τα πετρελαιοπαραγωγικά κράτη και άμεσα και έμμεσα από το Ισραήλ. Γιατί όμως να το κάνουν αυτό;

Επειδή η ΟΠΑ ήταν κοσμική και αριστερή, προωθώντας τον παλαιστινιακό εθνικισμό, οι Ισραηλινοί ενίσχυαν τη Χαμάς που ήθελε κάτι πιο ουτοπικό, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου κράτους υπό την κυριαρχία του Ισλάμ, σαν το Ιράν του Χομεϊνί.

Ο κυβερνήτης στη Γάζα στα τέλη του 1979, Ισραηλινός στρατηγός Yitzhak Segev, δεν είχε αυταπάτες για τις μακροπρόθεσμες προθέσεις του Σεΐχη Γιασίν ή τους κινδύνους του πολιτικού Ισλάμ. Ως πρώην στρατιωτικός ακόλουθος του Ισραήλ στο Ιράν, είχε παρακολουθήσει την ισλαμική θέρμη να ανατρέπει τον Σάχη. Ωστόσο, στη Γάζα, λέει ο ίδιος ο Segev, «ο κύριος εχθρός μας ήταν η Φατάχ» και ο κληρικός «ήταν ακόμα 100% ειρηνικός» απέναντι στο Ισραήλ. Μέχρι τότε οι Ισραηλινοί δεν ανησυχούσαν για τον εν λόγω κληρικό.

Ο Segev λέει ότι είχε τακτική επαφή με τον Σεΐχη Γιασίν, εν μέρει για να τον παρακολουθεί, πηγαίνοντας στο τζαμί του συναντώντας καμια 13 φορές! Ήταν παράνομο εκείνη την εποχή για τους Ισραηλινούς να συναντούν οποιονδήποτε από την Παλαιστινιακή Αρχή. «Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα μαζί του», λέει. «Στην πραγματικότητα, ο κληρικός και το Ισραήλ είχαν έναν κοινό εχθρό: κοσμικούς Παλαιστίνιους ακτιβιστές» ανέφερε η Wall Street Journal το 2009.

Μιλώντας ανώνυμα ένας Αμερικανός αξιωματούχος των υπηρεσιών πληροφοριών το 2002 είχε πει πως όχι μόνο χρηματοδοτούνταν η Χαμάς ως «αντίβαρο» στην OAΠ, αλλά η ισραηλινή βοήθεια είχε έναν άλλο σκοπό: «Να βοηθήσει στον εντοπισμό και τη διοχέτευση προς Ισραηλινούς πράκτορες μέλη της Χαμάς που ήταν επικίνδυνοι τρομοκράτες». Πράγματι, όπως ανέφερε και το CNN το 2010, σύμφωνα με τον πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία Τσαρλς Φρίμαν, η ισραηλινή αντικατασκοπεία και υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας Σιν Μπετ δημιούργησε εν γνώσει της τη Χαμάς: «Το Ισραήλ ξεκίνησε τη Χαμάς. Ήταν ένα έργο της Σιν Μπετ, που είχε την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν για να περιορίσει την OAΠ».

Επιπλέον, διεισδύοντας στη Χαμάς, οι Ισραηλινοί πληροφοριοδότες μπορούσαν μόνο να ακούσουν συζητήσεις για την πολιτική και να εντοπίσουν μέλη της Χαμάς που «ήταν επικίνδυνοι σκληροπυρηνικοί», είπε ο αξιωματούχος.

«Νομίζω ότι κάναμε λάθος»

Όταν έγινε σαφές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ότι οι ισλαμιστές της Γάζας, δηλαδή η Χαμάς, είχαν μεταλλαχθεί από μια θρησκευτική ομάδα σε μια μαχητική δύναμη που στόχευε στο Ισραήλ -ιδιαίτερα αφού στράφηκαν σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας το 1994- το Ισραήλ ενεργοποιήθηκε, αλλά ήταν αργά. Κάθε στρατιωτική επίθεση αύξανε την απήχηση της Χαμάς στους απλούς Παλαιστίνιους.

Καθώς η Χαμάς δημιούργησε ένα πολύ ολοκληρωμένο σύστημα αντικατασκοπείας, πολλοί συνεργάτες του Ισραήλ εξαφανίστηκαν και πυροβολήθηκαν.

Ο αρχηγός της Χαμάς και πρωθυπουργός της Παλαιστινιακής Αρχής Ισμαήλ Χανίγια το 2006.

Η Χαμάς τελικά κατατρόπωσε τους κοσμικούς αντιπάλους της, ιδίως τη Φατάχ, στις εκλογές του 2006 που υποστηρίχθηκαν από τον κύριο σύμμαχο του Ισραήλ, τις ΗΠΑ. Στη Γάζα, το Ισραήλ κυνήγησε μέλη της Φατάχ και άλλων κοσμικών φατριών της ΟΑΠ, αλλά απέσυρε τους σκληρούς περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στους ισλαμιστές ακτιβιστές.

«Όταν κοιτάζω πίσω την αλληλουχία των γεγονότων νομίζω ότι κάναμε λάθος», έχει δηλώσει ήδη από το 2009 στη The Wall Street Journal ο David Hacham, πρώην σύμβουλος στις μυστικές υπηρεσίες του Ισραηλινού Στρατού. «Αλλά εκείνη τη στιγμή κανείς δεν σκέφτηκε τα πιθανά αποτελέσματα».

Οι βίαιες τρομοκρατικές ενέργειες έγιναν το κεντρικό δόγμα και η Χαμάς, σε αντίθεση με την ΟΑΠ, ήταν απρόθυμη να συμβιβαστεί με οποιονδήποτε τρόπο με το Ισραήλ, αρνούμενη να συναινέσει στην ίδια την ύπαρξή του.

Αλλά ακόμη και τότε, κάποιοι στο Ισραήλ είδαν κάποια οφέλη στην προσπάθειά τους να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη Χαμάς: «Η σκέψη από μέρους ορισμένων από το δεξιό ισραηλινό κατεστημένο ήταν ότι η Χαμάς και οι άλλοι, εάν αποκτούσαν τον έλεγχο, θα αρνούνταν να έχουν οποιοδήποτε μέρος της ειρηνευτικής διαδικασίας και θα τορπιλίσουν οποιεσδήποτε συμφωνίες τέθηκαν σε ισχύ», είπε ένας κυβερνητικός αξιωματούχος των ΗΠΑ που ζήτησε να μην κατονομαστεί. «Το Ισραήλ θα εξακολουθούσε να είναι η μόνη δημοκρατία στην περιοχή με την οποία θα μιλούσαν οι ΗΠΑ», είπε.

«Οι Ισραηλινοί είναι οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού τους»

Ο Αμερικανός αντιπρόσωπος στη Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Ρον Πολ σε ομιλία του στο Κογκρέσο κατήγγειλε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την βοήθεια που προσέφερε το Ισραήλ στη Χαμάς, το 2006.

«Αν κοιτάξετε την ιστορία, θα ανακαλύψετε ότι η Χαμάς ενθαρρύνθηκε και ξεκίνησε πραγματικά από το Ισραήλ, επειδή ήθελε η Χαμάς να αντιμετωπίσει τον Γιάσερ Αραφάτ. Λέτε, ναι, αυτό ήταν καλύτερο και εξυπηρετούσε τον σκοπό του, αλλά δεν θέλαμε να το κάνει η Χαμάς. Τότε, εμείς, όπως λένε οι Αμερικανοί, έχουμε ένα τόσο καλό σύστημα, θα το επιβάλουμε στον κόσμο, θα εισβάλουμε στο Ιράκ και θα διδάξουμε στους ανθρώπους πώς να είναι Δημοκρατικοί. Θέλουμε ελεύθερες εκλογές, επομένως ενθαρρύνουμε τους Παλαιστίνιους να έχουν ελεύθερες εκλογές, το κάνουν, και εκλέγουν τη Χαμάς. Έτσι, πρώτα, έμμεσα και άμεσα μέσω του Ισραήλ, βοηθούμε στην ίδρυση της Χαμάς, [και] μετά πρέπει να τους σκοτώσουμε»!


«Το κακό με τόσες πολλές ισραηλινές επιχειρήσεις είναι ότι προσπαθούν να είναι πολύ σέξι», είχε πει πριν πολλά χρόνια ο πρώην αξιωματούχος της CIA Βίνσεντ Καννεστράρο, ασκώντας κριτικής στις ισραηλινές επιχειρήσεις ενίσχυσης της Χαμάς.

Σύμφωνα με τον πρώην αξιωματούχο της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Λάρι Τζόνσον, «οι Ισραηλινοί είναι οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού τους όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας».

«Οι Ισραηλινοί είναι σαν έναν τύπο που βάζει φωτιά στα μαλλιά του και μετά προσπαθεί να τα σβήσει χτυπώντας τα με ένα σφυρί».

«Κάνουν περισσότερα για να υποκινήσουν και να στηρίξουν την τρομοκρατία παρά να την περιορίσουν», είπε.

Η βοήθεια προς τη Χαμάς μπορεί να φαινόταν έξυπνη, «αλλά δεν σχεδιάστηκε σχεδόν για να βοηθήσει στην εξομάλυνση των νερών», είπε. «Μια τέτοια επιχείρηση δίνει βάρος στην παρατήρηση του προέδρου Τζορτζ Μπους ότι υπάρχει κρίση στην εκπαίδευση».

Μήπως και η Χεζμπολάχ είναι ισραηλινό δημιούργημα;

Ακόμα όμως και η Χεζμπολάχ, ίσως να μην υπήρχε, εάν δεν το φρόντιζαν και αυτό με τον τρόπο τους οι Ισραηλινοί. Μετά την πετυχημένη Επιχείρηση Λιτάνι του 1978 ο Ισραηλινός υπουργός, Ezer Weizman, διέταξε έναν ανελέητο βομβαρδισμό της περιοχής για να εκδιώξει τον άμαχο πληθυσμό. Ακόμα και οι Αμερικανοί ήταν αντίθετοι και διαμαρτυρήθηκαν.

Οι Ισραηλινοί είπαν ότι ήθελαν να δημιουργηθεί μια ζώνη ελεύθερων πυρών όπου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οποιοσδήποτε κυκλοφορούσε τότε ήταν Παλαιστίνιος αντάρτης, οπότε δικαιολογημένα θα μπορούσαν να ρίχνουν αδιάκριτα τα ισραηλινά πολεμικά αεροπλάνα ή το πυροβολικό. Ως αποτέλεσμα, για τα επόμενα χρόνια οι άμαχοι υπέφεραν κυριολεκτικά και έτσι κατέφυγαν στη Βηρυτό.

Στη Βηρυτό, «ο ραγδαία αυξανόμενος πληθυσμός τους, γιοι όσων κυνηγήθηκαν από τα σπίτια του νότου, έγινε η βάση μιας νέας ριζοσπαστικής οργάνωσης που γεννήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Εμπνευσμένη από την ιρανική επανάσταση του 1979, πήρε τελικά το όνομα Χεζμπολάχ ή Κόμμα του Θεού» ανέφερε ρεπορτάζ της Washington Post.

«Όταν μπήκαμε στον Λίβανο, δεν υπήρχε η Χεζμπολάχ. Μας δέχτηκαν με ρύζι που μοσχοβολούσε και λουλούδια από τους Σιίτες στο νότο», είχε πει κάποτε ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Ehud Barak. «Ήταν η παρουσία μας εκεί που δημιούργησε τη Χεζμπολάχ», όπως κατέγραψε το Time.

Με πληροφορίες από NBCnews, Time, Washington Post, United Press International, The Wall Street Journal, CNN