Η πρώτη φάση της πανδημίας του κοροναϊού ολοκληρώνεται με την άρση της καραντίνας. Ξεκίνησε με τα χειροκροτήματα από τα μπαλκόνια και τα λόγια για ήρωες με λευκές και πράσινες μπλούζες.

Λίγες ώρες πριν αρθεί η καραντίνα η κυβέρνηση, σύμφωνα με τον Βασίλη Κικίλια αναλαμβάνει συγκεκριμένες δεσμεύσεις:

Οι δεσμεύσεις για προσλήψεις και μονιμοποιήσεις

Μονιμοποίηση μονιμοποιηθούν στο ΕΣΥ όλων των επικουρικών (σ.σ. συμβασιούχων) νοσηλευτών που υπολογίζονται περίπου 2.000 σήμερα. Ενώ βρίσκονται στο τελικό στάδιο πρόσληψης 942 μόνιμοι ιατροί.

Οι παραπάνω προσλήψεις συμπεριλαμβάνονται στις συνολικές προσλήψεις που εγκρίθηκαν το διάστημα της πρώτης φάσης της πανδημίας και σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας ξεπέρασαν τις 4000 σε ιατρικό, νοσηλευτικό κλπ προσωπικό.

Ο στόχος για 12 κλίνες ΜΕΘ ανά 100000 πολίτες

Στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα που είναι οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στόχος του υπουργείου Υγείας είναι οι 1200 κλίνες.

Σύμφωνα με το Βασίλη Κικίλια, η στρατηγική της κυβέρνησης είναι «να φτάσουμε για πρώτη φορά, ως χώρα, στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 12 κρεβάτια ΜΕΘ για 100.000 πολίτες».

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 1017 κλίνες που αναλογούν σε 840 στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, 145 στις ιδιωτικές κλινικές και 32 στα στρατιωτικά νοσοκομεία.

Από αυτές οι 352 είναι κλίνες κοροναϊού COVID-19, εκ των οποίων οι 349 είναι στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και 67 είναι Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) ΟΙ οποίες αναβαθμίστηκαν σε ΜΕΘ, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο κ. Κικίλιας σε συνέντευξή του στην Καθημερινή.

Δεσμεύτηκε δε για άμεση κατασκευή νέων ΜΕΘ και λειτουργική αναμόρφωση ήδη υπαρχουσών, σε μια σειρά από νοσοκομεία, όπως σε ΚΑΤ, «Ευαγγελισμό», «Σωτηρία», «Παπανικολάου» και στα Πανεπιστημιακά Πατρών, Ηρακλείου και Λάρισας.

Από τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας ο συνολικός αριθμός ΜΕΘ έχει περίπου διπλασιαστεί, καθώς στην αρχή της πανδημίας αριθμούσαν 565 κλίνες.

Από τους αριθμούς που δίνει η κυβέρνηση εμφανίζεται το ΕΣΥ να είναι ενισχυμένο.

Οι πραγματικές ανάγκες του ΕΣΥ

Ωστόσο διαφορετική είναι η εικόνα για την αντιστοιχία αυτών των αριθμών στην πράξη και στο πόσο πραγματικά θωρακισμένο είναι το ΕΣΥ μπροστά σε ένα νέο κύμα πανδημίας.

Σύμφωνα με την ΟΕΝΓΕ πριν την πανδημία οι κενές οργανικές θέσεις σε γιατρούς ήταν 6500, σε νοσηλευτές περίπου 30000 και ο απαιτούμενος αριθμός κλινών ΜΕΘ και ΜΑΦ ανερχόταν σε 3500 συνολικά.

Αυτό σημαίνει ότι παρά τα βήματα στα οποία προχώρησε η κυβέρνηση και για τα οποία δεσμεύεται υπολείπονται αυτών των οποίων ζητάνε οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ προκειμένου να θεωρηθεί επαρκώς το δημόσιο σύστημα υγείας θωρακισμένο, ιδιαίτερα δε μπροστά σε ένα δεύτερο κύμα πανδημίας.

Περικοπές ως 400 ευρώ στις εφημερίες

Μάλιστα σε υπόμνημά της προς την ηγεσία του υπουργείου Υγείας στις 28 Απριλίου, η ΟΕΝΓΕ μιλάει για ελλείψεις που εξαναγκάζουν τους γιατρούς να πραγματοποιούν εξαντλητικό αριθμό εφημεριών «τις οποίες μάλιστα τις πληρώνονται με καθυστέρηση αλλά και περικοπές που φτάνουν τα 300 έως 400 ευρώ το μήνα λόγω της υπέρβασης του πλαφόν».

Τραγικές ελλείψεις

Ταυτόχρονα γίνεται λόγος για «τραγικές ελλείψεις ακόμα και σε βασικές ειδικότητες» στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.

Σύμφωνα με το υπόμνημα της ΟΕΝΓΕ υπάρχουν ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα που «φτάνουν για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος».

Στο Θριάσιο Νοσοκομείο, που είναι νοσοκομείο αναφοράς, ένας και μόνο πνευμονολόγος σε ενεργή εφημερία έχει στην ευθύνη του 55-65 ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύονται διασπαρμένοι σε τρεις ορόφους και πέντε κλινικές.

Στον Ερυθρό Σταυρό μόνο τους δύο τελευταίους μήνες (Μάρτιο – Απρίλιο) υπάρχει υπέρβαση του πλαφόν των εφημεριών κατά 27%.

Τα κρεβάτια ΜΕΘ που αναπτύχθηκαν, στελεχώθηκαν με επικουρικό προσωπικό, δηλαδή εργαζόμενους με ημερομηνία λήξης και με μετακινήσεις από άλλα τμήματα και κλινικές.

Μεταξύ πολλών άλλων επισημαίνεται ότι «ακόμα και κατά τη διάρκεια της επιδημίας συνεχίζονται οι απολύσεις επικουρικών γιατρών και άλλων εργαζομένων ενώ η επιδημία αξιοποιείται για την συνέχιση της παραμονής αλλά και την επιστροφή εργολαβικών εταιρειών στις δημόσιες μονάδες υγείας αντί για την μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων με ελαστικές εργασιακές σχέσεις (επικουρικοί, μέσω ΟΑΕΔ και ΕΟΔΥ, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου).

Υπάρχουν ακόμα ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας, ιδιαίτερα σε μάσκες υψηλής προστατευτικής ικανότητας (FFP2, FFP3).

Υπάρχουν καταγγελίες συναδέλφων, πανελλαδικά, για μάσκες, που τους διανέμονται, χωρίς να τηρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές.

Ήδη έχουν ήδη νοσήσει περισσότεροι από εκατό υγειονομικοί ενώ τουλάχιστον τετρακόσιοι πενήντα έχουν τεθεί σε καραντίνα.

Στις περισσότερες δημόσιες μονάδες υγείας δεν υπάρχουν γιατροί εργασίας και τεχνικοί ασφαλείας και οι Επιτροπές Λοιμώξεων είναι υποστελεχωμένες και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις σημερινές αυξημένες ανάγκες».

Κίνδυνος θνησιμότητας λόγω υποθεραπείας άλλων ασθενειών

Η ΟΕΝΓΕ από την πλευρά της επισημαίνει και κάτι ακόμα το οποίο είχε αναδείξει και με την ανοιχτή επιστολή που είχε αποστείλει στον πρωθυπουργό.

Όπως αναφέρει με την επιστολή της προς το Υπουργείο Υγείας «είναι ορατός ο κίνδυνος της αυξημένης νοσηρότητας και θνησιμότητας λόγω της υποθεραπείας ασθενών που αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα υγείας.

Η αναστολή της τακτικής λειτουργίας των νοσοκομείων, οδήγησε σε παροπλισμό δεκάδες τμήματα που δε σχετίζονται άμεσα με τη διάγνωση και νοσηλεία ασθενών με COVID-19.

Εκατοντάδες προγραμματισμένα χειρουργεία αναβλήθηκαν, παρατηρούνται καθυστερήσεις θεραπείας σε καρκινοπαθείς.

Το σύνθημα «μένουμε σπίτι» χωρίς την αναγκαία στήριξη έχει ήδη οδηγήσει σε καθυστερημένη διάγνωση ακόμα και οξέων καρδιαγγειακών συμβάντων.

Αδιανόητο

Είναι αδιανόητο το δημόσιο σύστημα υγείας να μη μπορεί να συνδυάσει τον έλεγχο και τη νοσηλεία των ασθενών από τον κοροναϊό με την περίθαλψη ασθενών που έχουν άλλες παθήσεις.

Για μια ακόμη φορά αναδεικνύουμε το πρόβλημα των ασθενών με ήπια συμπτώματα που αναρρώνουν κατ’ οίκον χωρίς καμία ιατρική παρακολούθηση και αξιολόγηση. Αλλά και των ασθενών με χρόνια νοσήματα που έμειναν χωρίς ιατρική παρακολούθηση με συνέπειες για την υγεία τους.

Είναι άμεση ανάγκη να ανοίξουν σχεδιασμένα τμήματα, κλινικές, εργαστήρια και χειρουργεία των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί, ξεκινώντας από τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας που δεν είναι κέντρα αναφοράς για COVID-19.

Προϋπόθεση για να λειτουργήσουν με ασφάλεια είναι να επιστρέψει όλο το προσωπικό που έχει μετακινηθεί και να προσληφθεί όλο το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό για τη λειτουργία των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας.

Η διενέργεια test

Ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα που θέτουν οι νοσοκομειακοί γιατροί για την επαναλειτουργία με ασφάλεια των κλινικών είναι η διενέργεια test σε όλους τους ασθενείς ανεξάρτητα από την αιτία εισαγωγής τους στο νοσοκομείο, καθώς και σε όλο το υγειονομικό προσωπικό, προκειμένου να αποφευχθεί η ενδονοσοκομειακή διασπορά.

Εξίσου σοβαρό είναι το ζήτημα της εκτεταμένης ανίχνευσης, ιχνηλάτησης και απομόνωσης των κρουσμάτων μέσω της διενέργειας μαζικών test, όπως άλλωστε συστήνει ο ΠΟΥ, κάτι για το οποίο επιμένουμε από την πρώτη στιγμή.

«Ιεραρχούμε το προσωπικό όλων ανεξαιρέτως των μονάδων υγείας και πρόνοιας, των φιλοξενούμενων σε δομές (χρονίως πασχόντων, προσφύγων-μεταναστών, προνοιακές, γηροκομεία, κλπ.) σε εργασιακούς χώρους όπου υπάρχει συνωστισμός, στις ευπαθείς ομάδες» υπογραμμίζει η ΟΕΝΓΕ.

Η λιτότητα αποδυνάμωσε το ΕΣΥ

Αξίζει να σημειωθεί ότι η προ ημερών έκθεση της Διεθνούς Αμνησίας για την κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας υιοθετούσε εν πολλοίς τα όσα υποστηρίζουν οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ για την υποβάθμιση και την υποστελέχωσή του.

Η πανδημία του κοροναϊού, που πλήττει και την Ελλάδα, αποκαλύπτει πώς η μακροχρόνια ύφεση και τα μέτρα λιτότητας αποδυνάμωσαν το σύστημα υγείας της χώρας, ήταν το συμπέρασμα της Διεθνούς Αμνηστίας.

Ανάνηψη τώρα

Στην έκθεση με τίτλο «Ανάνηψη Τώρα: Το ελληνικό σύστημα υγείας μετά από μια δεκαετία λιτότητας» αποτυπώνεται το πώς οι σοβαρές περικοπές από το 2010 και μετά έχουν καταστήσει ανέφικτη για πολλούς ανθρώπους την πρόσβαση και την οικονομική δυνατότητα για υγειονομική περίθαλψη.

Υπ’ αυτό το πρίσμα οι όποιες δεσμεύσεις της κυβέρνησης δείχνουν πως τα όποια βήματα γίνονται είναι ακόμα ανεπαρκή και τελικά η συγκράτηση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν οφείλεται στην αποτελεσματικότητα του ΕΣΥ αλλά κατά κύριο λόγο στην καραντίνα και την κοινωνική αποστασιοποίηση που δεν δημιούργησε σκηνές Λομβαρδίας στο υποστελεχωμένο και υποβαθμισμένο από τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές λιτότητας σύστημα υγείας.

Το ερωτηματικό που παραμένει είναι αν τελικά τα μαθήματα έχουν αφομοιωθεί πλήρως από την κυβέρνηση για να μην γίνουν παθήματα για την κοινωνία σε ενδεχόμενη έξαρση ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας.