Τα αποτελέσματα των επαφών του Ερντογάν στις Βρυξέλλες δεν ήταν αυτά που ήλπιζε. Ας μην ξεχνάμε ότι πήγε διεκδικώντας ένα μεγάλο πακέτο μέτρων που δεν περιοριζόταν μόνο στην αύξηση της χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, αλλά στην επέκταση της τελωνειακής ένωσης και την αντιμετώπιση πάγιων αιτημάτων όπως η χαλάρωση του καθεστώτος βίζας για τους τούρκους πολίτες που θέλουν να επισκεφτούν την ΕΕ.

Σε όλα αυτά προστίθεται και το μεγαλύτερο άγχος του Ερντογάν που είναι να καταφέρει να έχει ευρωπαϊκή στήριξη στην πολιτική του γύρω από την Ιντλίμπ. Και αυτό γιατί μπορεί να εξασφάλισε ένα κρίσιμο χρονικό και πολιτικό περιθώριο μέσα από τη συμφωνία με τον Πούτιν στη Μόσχα, που ανέκοψε προσωρινή τις κινήσεις των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων και απέτρεψε την ακόμη μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή, όμως η Τουρκία θα ήθελε να εξασφαλίσει στήριξη στις δικές της θέσεις υπέρ μιας πιο μόνιμης παρουσίας στη Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι η Τουρκία όταν αναφέρεται στην προσφυγική κρίση στη Συρία δεν αναφέρεται απλώς στην αντιμετώπιση τυχόν επιπλέον προσφυγικών ροών αλλά και στο αίτημά της για διατήρηση μιας «ζώνης ασφαλείας» και για μετεγκατάσταση προσφύγων με όρους να τροποποιούν την σύνθεση των περιοχών που ήταν υπό κουρδικό έλεγχο.

Ο Ερντογάν γύρισε στην Άγκυρα χωρίς απτές δεσμεύσεις πάνω σε όλα αυτά πέραν μιας γενικής κατανόησης και αναγνώρισης των τουρκικών ανησυχιών.

Τα όρια της συμφωνίας του 2016

Το βασικό επιχείρημα της τουρκικής πλευράς παραμένει το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έχει τηρήσει το δικό της μέρος της συμφωνίας του 2016, την ώρα που η Τουρκία υποστηρίζει ότι ανέκοψε τις μετακινήσεις μεγάλων αριθμών προσφύγων προς την Ευρώπη.

Η αλήθεια είναι ότι η ΕΕ πέραν της χρηματοδότησης που έδωσε δεν προχώρησε άλλα ζητήματα όπως αυτά που αφορούν τις βίζες και την τελωνειακή ένωση.

Αυτά, όμως, είχαν να κάνουν και με την πάγια επιφύλαξη αρκετών ευρωπαϊκών χωρών για οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει σε άνοιγμα εκ νέου της επί της ουσίας παγωμένης εδώ και πολλά χρόνια «ενταξιακής διαδικασίας».

Είχαν, επίσης, να κάνουν με την εικόνα ελλιπούς σεβασμού στο κράτος δικαίου και τις δημοκρατικές αρχές που απέπνεε η Τουρκία ως αποτέλεσμα της «βοναπαρτιστικής στροφής» που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.

Μάλιστα, ακόμη και η χρηματοδότηση καθόλου δεδομένη δεν είναι για το μέλλον. Πέραν της διαφωνίας που υπάρχει για το εάν τα χρήματα πρέπει να πηγαίνουν στην τουρκική κυβέρνηση (όπως επιθυμεί ο Ερντογάν) ή σε ΜΚΟ, υπάρχει και το ζήτημα ότι ο ειδικός φορέας της ΕΕ που διαχειρίστηκε τα κονδύλια για τους πρόσφυγες στην Τουρκία, το EU Facility for Refugees in Turkey, δεν προβλέπεται να έχει κάποια κονδύλια στον επόμενο προϋπολογισμό. Αυτό θα διακύβευε τη χρηματοδότηση κρίσιμων προγραμμάτων για τους σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία.

Η Τουρκία αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της στάσης της

Παρότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αποφύγει τις πολύ σκληρές δηλώσεις καταδίκης της Τουρκίας, είναι σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία διαχειρίζεται αυτά που θεωρεί μέσα πίεσης, π.χ. την ανακοίνωση ότι ανοίξει τα σύνορά της, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα όχι ιδιαίτερα θετικό.

Είναι προφανές ότι η εικόνα μιας χώρας που σχεδόν ευθέως εκβιάζει δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει μια θετική υποδοχή, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε και την κλιμάκωση επιθετικών πρωτοβουλιών σε άλλα μέτωπα, όπως π.χ. την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων κρατών μελών στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Το ίδιο ισχύει και για τον ολοένα και πιο ενεργό ρόλο που διεκδικεί σε ανοιχτά μέτωπα όπως αυτό της Λιβύης, όπου η εμπλοκή της δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως μιας δύναμης «σταθερότητας».

Τα υπαρκτά διαπραγματευτικά χαρτιά της Τουρκίας

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να εκτιμήσουμε ότι η Τουρκία συναντά «κλειστές πόρτες». Αντίθετα, διαθέτει και αυτή ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά.

Το πρώτο είναι ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θέλουν να παραμείνει σε ισχύ η «Κοινή Δήλωση» ΕΕ – Τουρκίας, τουλάχιστον ως προς τη βασική διάσταση της αποτροπής μεγάλων μετακινήσεων προσφύγων προς την Ευρώπη. Μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα κρίσης, ανασφάλειας και ανόδου ακροδεξιών φωνών, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θέλουν να αποφύγουν το ενδεχόμενο μιας νέας προσφυγικής κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο θα προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν μια παράταση της συμφωνίας. Η Τουρκία το ξέρει και θα προσπαθήσει να αποσπάσει τις περισσότερες παραχωρήσεις.

Το δεύτερο είναι ότι αρκετές ευρωπαϊκές χώρες που θέλουν να έχουν και ένα ρόλο γεωπολιτικό θέλουν να διατηρούν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει δείξει με σαφήνεια ότι στην προσπάθειά της να αναλάβει χαρακτήρα μεσολαβητή σε ανοιχτές κρίσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κρίση στη Λιβύη, θέλει να ακολουθήσει μια «ισορροπημένη» πολιτική απέναντι στην Τουρκία.

Το τρίτο και ίσως σημαντικότερο είναι ότι η Τουρκία γνωρίζει ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες θεωρούν σημαντικό να μην χαθεί η Τουρκία από το «δυτικό στρατόπεδο», όπως και εάν ορίζεται αυτό, και να μην παγιωθεί η στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία. Το γεγονός ότι η ρωσοτουρκική συνεργασία, όσο εκτεταμένη και εάν είναι, δεν παύει να είναι μια λύση ανάγκης για την Τουρκία για την αποτροπή των χειρότερων στη Συρία, είναι κάτι που εξηγεί τις διαρκείς δυτικές προσπάθειες επαναπροσέγγισης με την Άγκυρα.