Τριάντα χρόνια μετά το 1989, είναι γεγονός ότι αρκετές από τις τότε διακηρύξεις για το πώς οι πάλαι ποτέ σοσιαλιστικές χώρες θα έμπαιναν σε μια εποχή που θα χαρακτηριζόταν από την πλήρη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών διαψεύστηκαν.

Η κατάρρευση καθεστώτων που είχαν ως επαγγελία την κοινωνική ισότητα και πρόοδο και πραγματικότητα ένα συνδυασμό ανάμεσα στην κρατική εγγύηση κοινωνικών παροχών (αλλά όχι καταναλωτικών δυνατοτήτων) και τον αυταρχισμό, δεν οδήγησε αυτόματα στη διαμόρφωση μιας ανθούσας «κοινωνίας των πολιτών», παρά την τεράστια ανάπτυξη των ΜΚΟ, ούτε στο πλήρες ξεδίπλωμα δημοκρατικών θεσμών.

Μαζική διαφθορά, προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ, αυξημένος ρόλος των οικονομικών ολιγαρχών και εκτεταμένες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη έγιναν συχνά ο νέος «κανόνας του παιχνιδιού», με την είσοδο αρκετών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μην αντιστρέφει αυτά τα προβλήματα.

Κατά μία παράδοξη διαλεκτική, επιμένοντας στην πλήρη απονομιμοποίηση της αριστερής ιδεολογίας αναιρούσαν ένα βασικό παράγοντα διαμόρφωσης και εμπέδωσης των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη, δηλαδή την ύπαρξη μεγάλων ιδεολογικών και αξιακών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων.

Κράτη που κατεξοχήν συγκεφαλαίωσαν στην ίδια την επίσημη ιδεολογία τους το «Τέλος των Ιδεολογιών» (με την εξαίρεση της επιμονής σε παραλλαγές του εθνικισμού) και που θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να έχουν ως «συγκριτικό πλεονέκτημα» για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων την αποδιάρθρωση των συλλογικών διεκδικητικών πρακτικών, δεν μπορούσαν παρά να παράγουν στο τέλος μια ιδιότυπη «αποξένωση» των πολιτών από την επίσημη πολιτική.

Αδύναμες να μπορέσουν να τηρήσουν τις υποσχέσεις ραγδαίας ανόδου του βιοτικού επιπέδου, κάτι που φαίνεται και στη διατήρηση υψηλών ποσοστών μετανάστευσης προς πιο αναπτυγμένες χώρες, ολοένα και περισσότερο επένδυαν και στην εξατομίκευση και την απάθεια των πολιτών, ιδίως ως προς διεκδικήσεις που συγκρούονταν με τις κεντρικές επιλογές τους.

Η πολιτική κρίση και η άνοδος ενός κωμικού

Πέντε χρόνια μετά τις διαδηλώσεις στο Μαϊντάν, που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσαν την απαρχή μιας νέας πορείας της χώρας αλλά στην πραγματικότητα όρισαν μια περίοδο που σφραγίστηκε από την κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία, με επίκεντρο τις ανατολικές επαρχίες που διεκδικούν την απόσχιση και την επιστροφή της Κριμαίας στην Ρωσία, αλλά και το βάθεμα της κοινωνικής κρίσης, η Ουκρανία παραμένει μια χώρα συγκριτικά φτωχή και με σημαντικά προβλήματα.

Ο πρόσφατος πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών έλαβε χώρα σε μια χώρα που ούτως ή άλλως είχε σοβαρά θεσμικά προβλήματα: από τον έλεγχο των ΜΜΕ και της πολιτικής σκηνής από αντίπαλους επιχειρηματικούς ομίλους μέχρι ένα εγχείρημα «αποκομμουνιστικοποίησης» που στην πραγματικότητα ποινικοποιούσε πολιτικές ιδεολογίες και απόψεις που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να διακινούνται ελεύθερα.

Σε αυτό το τοπίο και μέσα σε εκλογική μάχη που σφραγιζόταν από την διαμάχη ανάμεσα στο νυν πρόεδρο Ποροσένκο, έναν επίσης μεγιστάνα της σοκολάτας, και την Γιούλια Τιμοσένκο, πρώην πρωθυπουργό – και στα μάτια των αρκετών ουκρανών ψηφοφόρων υπεύθυνη για αρκετά προβλήματα της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς – την έκπληξη έκανε ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ένας τηλεοπτικός κωμικός πολύ δημοφιλής για μία σατιρική τηλεοπτική εκπομπή στην οποία παίζει το ρόλο ενός δασκάλου από μια αγροτική περιοχή που κατέληξε να βρεθεί πρόεδρος της Ουκρανίας ύστερα από μια εκστρατεία κατά της διαφθοράς.

Είναι προφανές ότι η πρωτιά που πέτυχε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών (ο δεύτερος γύρος είναι προγραμματισμένος για τις 21 Απριλίου και ο Ζελένσκι είναι πια το φαβορί απέναντι στον Ποροσένκο) αποτυπώνει την δυσαρέσκεια των πολιτών και την «απομάγευσή» τους από το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό. Σε αυτό το φόντο επέλεξαν να διαλέξουν έναν «αντι-υποψήφιο», αυτόν που οι άλλοι οι συνυποψήφιοί του αποκαλούσαν απαξιωτικά κλόουν.

Βέβαια, την ίδια στιγμή υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Ζελένσκι στην πραγματικότητα είναι και αυτός μέρος του προβλήματος. Ο ρωσόφωνος κωμικός, που είχε τα καλύτερα αποτελέσματα στην νοτιοανατολική Ουκρανία, την περιοχή που κυρίως έχει πληγεί από τη συνεχιζόμενη σύγκρουση με την Ρωσία, δεν ήταν κι αυτός χωρίς υποστήριξη σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία.

Η εκπομπή του μεταδίδεται από το τηλεοπτικό κανάλι 1+1 που ανήκει στον ολιγάρχη Ιχόρ Κολομόισκι, που υποστηρίζει τον Ζελένσκι, και ο οποίος έχει κατηγορηθεί για την κακοδιαχείριση της τράπεζας Privatbank, ενώ οι αντίπαλοι του έθεσαν ερωτήματα για την με έδρα την Κύπρο εταιρεία παραγωγής του, κατηγορώντας τον ότι εξακολουθεί να έχει συναλλαγές με τη Ρωσία.

Σλοβακία: μια αντίπαλος της διαφθοράς στην προεδρία

Οι προεδρικές εκλογές στη Σλοβακία ήταν επίσης μια έκπληξη. Η Ζουζάνα Καπούτοβα εξελέγη στο δεύτερο γύρο πρόεδρος της κεντροευρωπαϊκής χώρας έχοντας απέναντί της τον Μάρος Σέφτσοβιτς, τον μέχρι πρότινος Επίτροπο Ενέργειας της ΕΕ υποστηριζόμενο από το κυβερνών σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Smer-SD.

Το κλειδί εδώ ήταν η ενδημική στη Σλοβακία διαφθορά που ήρθε εκρηκτικά στο προσκήνιο με τη δολοφονία πριν από ένα χρόνο του δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ και της μνηστής του Μαρτίνα Κουσνίροβα. Ο Κουσνιακ ήταν ένα δυναμικός ρεπόρτερ που εκτός όλων των άλλων είχε ερευνήσει τον τρόπο που κονδύλια της ΕΕ μεταφέρονταν παράνομα σε ιταλούς που είχαν σχέση με την ιταλική Ντραγκέτα, το αντίστοιχο της μαφίας στην Καλαβρία.

Η δολοφονία προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα λαϊκών αντιδράσεων και διαδηλώσεων που οδήγησαν και στην παραίτηση του Ρόμπερτ Φίτσο – που στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους «πόρνες, ηλίθιους και φίδια» – και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον Πέτερ Πελεγκρίνι.

Η Καπούτοβα έγινε κυρίως γνωστή ως δικηγόρος που αγωνιζόταν για περιβαλλοντικά ζητήματα και είχα μάλιστα βραβευτεί για αυτή της τη δράση. Κεντρική αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας της ήταν ακριβώς ο αγώνας κατά της διαφθοράς και έτσι μπόρεσε να μετατρέψει τη φαινομενική αδυναμία της (την έλλειψη πολιτικής πείρας) σε πλεονέκτημα σε ένα εκλογικό σώμα που είχε κουραστεί με την ενδημική διαφθορά.

Παρότι ο θεσμός του προέδρου δεν έχει μεγάλες αρμοδιότητες, είναι προφανές ότι η εκλογή της Καπούτοβα σηματοδοτεί την αντίδραση σε ένα κλίμα πολιτικής κρίσης.

Αναζητώντας τη δημοκρατία (και την πολιτική)

Και τα δύο παραδείγματα, παρά τις διαφορές τους, καταδεικνύουν ένα πρόβλημα, που δεν αφορά μόνο τις «μετακομμουνιστικές» χώρες.

Στο σύνολο της Ευρώπης οι πολίτες αισθάνονται ολοένα και πιο αποστασιοποιημένοι από πολιτικούς και κόμματα που δεν εμπνέουν (ούτε και ζητούν άλλωστε) κάποια ενεργό συμμετοχή, που αντιμετωπίζουν τους πολίτες απλώς ψηφοφόρους και που δείχνουν πολύ πιο διατεθειμένα να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ισχυρών του πλούτου, συχνά με συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι».

Στην απουσία (ή τη στρατηγική κρίση) κομμάτων ή πολιτικών ρευμάτων που να μπορούν να εκφράσουν πραγματική μια δημοκρατική και προοδευτική εναλλακτική τοποθέτηση που να απαντά στις αγωνίες των πολιτών, δεν είναι τυχαίο ότι αυξάνεται η απήχηση είτε της λαϊκιστικής ακροδεξιάς είτε των κάθε λογής παραλλαγών «αντιπολιτικών υποψηφίων».