Τις λεπτομέρειες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τη ζωή του ο 25χρονος Νίκος το μοιραίο βράδυ του Δεκαπεντάγουστου στο λόφο του Φιλοπάππου, περιγράφει στην κατάθεσή της η νεαρή φίλη του θύματος.

«Όπως καθόμασταν στα βράχια, πρώτο έπιασαν το Νίκο, ο οποίος ήταν πιο κοντά τους. Θυμάμαι ότι, πρώτα άκουσα ένα γυάλινο μπουκάλι να σπάει και όπως γύρισα να κοιτάξω πίσω μου, είδα τον «ψηλό» να πιάνει το Νίκο από την μπλούζα του, ενώ αυτός που είχε το μουστάκι, ο «μεσαίος» όπως τον λέω εγώ, κρατούσε ένα μικρό μαχαίρι στο ένα του χέρι και με το άλλο χέρι, έπαινε και αυτός τον Νίκο από τη μπλούζα» αναφέρει η νεαρή φίλη του Νίκου στην κατάθεσή της σύμφωνα με το cnn.gr.

Τότε, συνεχίζει στην κατάθεσή της,  «άκουσα τον «κοντό» να λέει στα Αγγλικά: «Κινητό και λεφτά». Ο Νίκος τους έλεγε να ηρεμήσουν και ότι δεν έχει τίποτα να τους δώσει. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο «κοντός» που σας είπα, ήρθε μπροστά μου και άρχισε να ψάχνει την τσάντα μου.

Έπιασε την τσάντα μου στα χέρια του και την έψαχνε. Νομίζω ότι ψάχνοντας την τσάντα μου, έπιασε με τα χέρια του όλα όσα είχε μέσα. Ο «κοντός» μου πήρε το πορτοφόλι μου, το οποίο περιείχε 60 ευρώ περίπου, το διαβατήριο μου και κάρτες ελληνικών και πορτογαλικών τραπεζών. Τότε κατάλαβα ότι ο «ψηλός» είχε αφήσει για λίγο το Νίκο και είχε έρθει πίσω μου.

Από εκεί, μου πήρε το κινητό μου, ένα παλιό ΝΟΚΙΑ, που είχα στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου. Αφού πήρε το κινητό μου, επέστρεψε στο Νίκο, ο οποίος είδα ότι είχε μόλις σηκωθεί όρθιος και τσακωνόταν με τον «μεσαίο», προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει το μαχαίρι του, έχοντας τον γκρεμό στην πλάτη του».

Τότε, υποστηρίζει η κοπέλα, «ξαναγύρισα το βλέμμα μου στην τσάντα μου, γιατί ο «κοντός» συνέχιζε να την ψάχνει, αφού δεν πίστευε ότι δεν είχα καλύτερο κινητό από αυτό που ήδη είχαν πάρει, λέγοντάς μου στα Αγγλικά: «Που είναι το άλλο κινητό σου» και «το άλλο, το άλλο κινητό». Εγώ του έλεγα στα Αγγλικά ότι δεν είχα άλλο κινητό, ενώ εκείνος συνέχιζε να ψάχνει».

Τότε, σημειώνει η νεαρή φίλη του θύματος, «γυρνώντας πίσω μου για δω τι συμβαίνει, είδα το Νίκο να πέφτει στο γκρεμό και αμέσως ο «μεσαίος» και ο «ψηλός», άρχισαν να τρέχουν για να φύγουν. Ο «κοντός» με το που είδε τους άλλους να τρέχουν, τους ακολούθησε και όλοι μαζί έφυγαν τρέχοντας αντίθετα το δρόμο που οδηγεί στο βράχο αυτό. Εγώ, αμέσως, πήγα στην κορυφή του γκρεμού και από εκεί κοίταζα προς τα κάτω, μήπως και δω το Νίκο. Ήταν πολύ σκοτεινά όμως και εγώ πολύ ταραγμένη και δεν μπορούσα να τον δω. Φώναζα: ‘’Νίκο, Νίκο’’, αλλά δεν μου απαντούσε…»