36

Η ανθρώπινη εξέλιξη οδηγείται στο τέλος της, υποστηρίζει ο διακεκριμένος Βρετανός βιολόγος Στιβ Τζόουνς, καθηγητής του Τμήματος Γενετικής, Εξέλιξης και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL).

Οι θέσεις του Τζόουνς δεν είναι γενικά αποδεκτές από τους εξελικτικούς βιολόγους, καθώς αρκετές προηγούμενες έρευνες είχαν αναγνωρίσει ενδείξεις προσαρμοστικών αλλαγών σε σύγχρονους ανθρώπινους πληθυσμούς.

Ο Τζόουνς έδωσε ομιλία στο Λονδίνο με τον προκλητικό τίτλο «Η ανθρώπινη εξέλιξη τελείωσε». Υποστήριξε ότι οι μηχανισμοί της εξέλιξης επιβραδύνονται για το ανθρώπινο είδος και ότι, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι άνθρωποι βρίσκονται τόσο κοντά στην ουτοπία, όσο είναι εφικτό.

Όπως αναφέρουν οι εφημερίδες Times και Independent την Τρίτη, ο Τζόουνς εξήγησε ότι στην εξέλιξη των ειδών υπάρχουν τρία συστατικά: η φυσική επιλογή, η μετάλλαξη και η τυχαία αλλαγή -και στα τρία όμως σημειώνεται επιβράδυνση.

Ο καθηγητής επισήμανε τόνισε ότι στην αρχαιότητα τα μισά παιδιά θα πέθαιναν μέχρι τα 20 τους χρόνια, ενώ σήμερα το 98% επιζεί. Το προσδόκιμο ζωής είναι πια τόσο καλό, που ακόμα και η εξαφάνιση των ατυχημάτων και των μολυσματικών ασθενειών απλώς θα αύξανε κατά μόλις δύο χρόνια το όριο ζωής. Συνεπώς, πρόσθεσε, η φυσική επιλογή δεν έχει πλέον τον θάνατο ως εύκαιρο εργαλείο της.

Παράλληλα επιβραδύνεται ο ρυθμός μεταλλάξεων. Αν και τα χημικά και η ραδιενεργή μόλυνση μπορούν να προκαλέσουν γενετικές μεταβολές, μια από τις σημαντικότερες αιτίες για τη μετάλλαξη ήταν ανέκαθεν η προχωρημένη ηλικία των ανδρών, διότι οι κυτταρικές διαιρέσεις στους άνδρες αυξάνονται με την ηλικία, γεγονός που αυξάνει και την πιθανότητα λάθους (άρα μετάλλαξης). Όμως σταδιακά η ηλικία αναπαραγωγής έχει μειωθεί και οι περισσότεροι άνδρες σήμερα δεν κάνουν παιδιά μετά τα 35 χρόνια τους (η μέση ηλικία για ένα πατέρα στη Δύση είναι τώρα 29 ετών), με συνέπεια, αφού μειώνονται οι ηλικιωμένοι πατέρες, να μειώνεται και ο ρυθμός των μεταλλάξεων.

Τέλος, ο βρετανός γενετιστής επεσήμανε ότι οι τυχαίες μεταβολές είναι επίσης λιγότερο πιθανές σε έναν κόσμο που έχει γίνει πια «χωνευτήρι» φυλών. Μέσω της τύχης μπορούν να αλλάξουν (δηλαδή να εξελιχθούν) κυρίως οι μικροί πληθυσμοί που είναι απομονωμένοι, καθώς διάφορα γονίδια χάνονται από τύχη. Όσο όμως ο πληθυσμός της Γης μεγαλώνει και οι φυλές διασυνδέονται και χάνουν την απομόνωσή τους μέσω της παγκοσμιοποίησης, τόσο η ευκαιρία για τυχαία αλλαγή μειώνεται και το γενετικό μας μέλλον γίνεται πιο «γκρίζο», σύμφωνα με τον καθηγητή.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ