Αιματολογική εξέταση εντοπίζει το κρυφό ενδο-κοιλιακό λίπος
Λονδίνο: Μια αιματολογική εξέταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση του κρυφού λίπους στην κοιλιακή χώρα, ακόμα και αν αυτό βρίσκεται πολύ βαθιά στην κοιλιά και το άτομο δείχνει αδύνατο.
Λονδίνο: Μια αιματολογική εξέταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση του κρυφού λίπους στην κοιλιακή χώρα, ακόμα και αν αυτό βρίσκεται πολύ βαθιά στην κοιλιά και το άτομο δείχνει αδύνατο.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του επιστημονικού εντύπου Cell Metabolism, ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου Beth Israel Deaconess με επικεφαλής την Δρ Μπάρμαρα Καχν ισχυρίζονται ότι μπορούν να δημιουργήσουν ένα διαγνωστικό τεστ για τον εντοπισμό ατόμων με κρυφό ενδοκοιλιακό λίπος, που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου και διαβήτη.
Για τα περισσότερα άτομα, μια απλή μέτρηση της μέσης τους μπορεί να δείξει αν είναι εντός φυσιολογικών πλαισίων. Αλλά ενώ οι ιατροί γνωρίζουν ότι η περίμετρος της μέσης γενικά συσχετίζεται με την κατάσταση της υγείας, ορισμένοι αναζητούν πιο εξειδικευμένα εργαλεία.
Η Δρ Καχν εξηγεί ότι ορισμένα άτομα που δείχνουν υγιή έχουν κρυμμένο λίπος που περιβάλλει τα όργανα της κοιλιακής χώρας. Αυτό συμβαίνει σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Ασιάτες. Το ενδο-κοιλιακό λίπος σχετίζεται άμεσα με μια στρατιά καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η υπολογιστική αξονική τομογραφία (CT) που χρησιμοποιεί τεχνολογία ακτινών Χ μπορεί να δώσει μια απεικόνιση του στομάχου αποκαλύπτοντας την ποσότητα και κατανομή του λίπους πέριξ των οργάνων.
Ωστόσο μια αιματολογική εξέταση θα μπορούσε να είναι κατάλληλη εναλλακτική λύση για την CT. Η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της συγκρότησαν μια ομάδα 196 εθελοντών και συνέκριναν τα επίπεδα μια αιματολογικής πρωτεΐνης.
Εξήντα έξι εθελοντές χαρακτηρίστηκαν αδύνατοι, δηλαδή με Δείκτη Μάζας Σώματος 25 ή λιγότερο. Οι υπόλοιποι 130 είχαν ΔΜΣ πάνω από 30, δηλαδή ήταν παχύσαρκοι.
Οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα αίματος και υπεβλήθησαν επίσης σε CT, ώστε να μπορέσουν οι επιστήμονες να υπολογίσουν πόσο λίπος είχε κάθε άτομο στην κοιλιακή χώρα και κάτω από το δέρμα.
Τα επίπεδα της συνδετικής πρωτεΐνης της ρετινόλης (Retinol Binding Protein) στο αίμα σχετίζονταν με την ποσότητα του κοιλιακού λίπους.
Τα παχύσαρκα άτομα, των οποίων το λίπος κατανέμονταν κυρίως στην κοιλιακή χώρα είχαν κατά μέσο όρο 75 mg συνδετικής πρωτεΐνης της ρετινόλης ανά χιλιοστό λίτρου αίματος. Αντίθετα τα παχύσαρκα άτομα με επικρατών υποδόριο λίπος είχαν σημαντικά λιγότερη, 50mg ανά χιλιοστό του λίτρου. Τα αδύνατα άτομα είχαν μόλις 25 mg συνδετικής πρωτεΐνης της ρετινόλης ανά χιλιοστό του λίτρου.
Η μελέτη δεν εντόπισε αδύνατα άτομα με επικίνδυνα επίπεδα κρυφού λίπους, αλλά οι ερευνητές πιστεύουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν ένα φθηνό και ακριβές τεστ με βάση τα επίπεδα της συνδετικής πρωτεΐνης της ρετινόλης.
Παλαιότερη μελέτη είχε δείξει ότι η συνδετική πρωτεΐνη της ρετινόλης σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο προ-διαβήτη. Η πρωτεΐνη είναι γνωστό ότι προσδένεται στη βιταμίνη Α, αλλά παραμένει άγνωστο πώς παίζει ρόλο στην παχυσαρκία και τον διαβήτη.