Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, ο Τζέιμς Κουκ, γιος ενός αγρότη από το Γιόρκσαϊρ, είχε ήδη εξελιχθεί σε έναν από τους πιο επιδραστικούς ναυτικούς και χαρτογράφους της παγκόσμιας ιστορίας. Με δύο θρυλικές αποστολές πίσω του — περιπλέοντας τη Γη, χαρτογραφώντας τεράστια τμήματα της Ωκεανίας και φτάνοντας σε νότια γεωγραφικά πλάτη όπου κανείς Ευρωπαίος δεν είχε προηγουμένως φτάσει — ο Κουκ αναχωρεί το 1776 για το τρίτο και τελευταίο του ταξίδι.

Σε αυτό το σημείο ξεκινά και η αφήγηση του Χάμπτον Σάιντς στο The Wide Wide Sea (2024), μια εκ νέου ανάγνωση του ταξιδιού που θα οδηγούσε στον δραματικό θάνατο του καπετάνιου στις ακτές της Χαβάης.

Το Ναυαρχείο, οι στόχοι της αποστολής και η πορεία προς τον Βορρά

Το Βρετανικό Ναυαρχείο ανέθεσε στον Κουκ να αναζητήσει το θρυλικό Βορειοδυτικό Πέρασμα, τη θαλάσσια δίοδο που θεωρητικά συνέδεε Ατλαντικό και Ειρηνικό μέσω της Αρκτικής. Η αποστολή, στην οποία συμμετείχαν τα πλοία HMS Resolution και HMS Discovery, περιλάμβανε και έναν δευτερεύοντα ανθρωπολογικό στόχο: την επιστροφή ενός νεαρού Πολυνήσιου, μέλους του πληρώματος από προηγούμενη αποστολή, στην πατρίδα του.

Το ταξίδι οδήγησε τον Κουκ από την Τενερίφη και τους πολυνησιακούς παραδείσους μέχρι τα παγωμένα όρια της Αλάσκας, στη βορειότερη άκρη της αμερικανικής ηπείρου. Ο Σάιντς σημειώνει ότι ο καπετάνιος, αν και εξακολουθούσε να επιδεικνύει την αυστηρή πειθαρχία και τη ναυσιπλοϊκή ακρίβεια που τον έκαναν μοναδικό, εμφάνιζε σημάδια σωματικής και ψυχικής εξάντλησης· μαρτυρίες μιλούν για αυξημένη σκληρότητα και χρήση μαστιγίου — σπάνιο φαινόμενο στα προηγούμενα ταξίδια του.

Στην ίδια αποστολή συμμετείχαν και δύο μετέπειτα ιστορικές φυσιογνωμίες: ο Γουίλιαμ Μπλάι, μελλοντικός κυβερνήτης του Bounty, και ο νεαρός Τζορτζ Βανκούβερ.

Η κρίση στη Χαβάη και η βίαιη σύγκρουση

Το δραματικό αποκορύφωμα του ταξιδιού σημειώθηκε στη Χαβάη, όπου στις αρχές του 1779 οι σχέσεις μεταξύ του πληρώματος και των ντόπιων είχαν αρχίσει να διαβρώνονται. Η έννοια της ιδιοκτησίας στη χαβανέζικη κοινωνία διέφερε ουσιαστικά από την ευρωπαϊκή, και όταν μια βάρκα του Κουκ κλάπηκε, εκείνος αντέδρασε με τρόπο που ο Σάιντς θεωρεί εντελώς ασυνήθιστο για τον διπλωματικό του χαρακτήρα: σχεδίασε τη σύλληψη του βασιλιά Καλανιοπουού ως μέσο πίεσης.

Η απόπειρα απαγωγής εξελίχθηκε σε σύγκρουση. Στην προσπάθεια του πληρώματος να επιστρέψει στα πλοία, οι σωματοφύλακες του μονάρχη επιτέθηκαν. Ο Κουκ πυροβόλησε και σκότωσε έναν πολεμιστή, αλλά δέχθηκε ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι με ρόπαλο. Πέφτοντας στο νερό, δέχθηκε επανειλημμένες μαχαιριές με pahoa — ένα τοπικό στιλέτο στολισμένο με δόντια καρχαρία ή ρύγχος ξιφία. Η τελική κρούση, που συνέθλιψε το κρανίο του με πέτρα, θύμιζε έντονα τον θάνατο του Μαγγελάνου, λίγους αιώνες νωρίτερα.

Οι μύθοι γύρω από τον θάνατο: κανιβαλισμός ή ιεροτελεστία;

Από αυτό το σημείο γεννήθηκε η μεγάλη ιστορική παρεξήγηση: ότι οι Χαβανέζοι έφαγαν τον Κουκ. Η έρευνα του Σάιντς ανατρέπει οριστικά τον μύθο. Οι Χαβανέζοι δεν ήταν κανιβαλιστικός λαός — σε αντίθεση με τους Μαορί, οι οποίοι στο δεύτερο ταξίδι του Κουκ είχαν σκοτώσει και φάει δέκα άνδρες — και όσα τμήματα του σώματος του καπετάνιου επέστρεψαν στους Βρετανούς (ένα κομμάτι τριών κιλών από το πόδι, επιπλέον τμήματα των ποδιών χωρίς τα πέλματα, μέρος του κρανίου, τριχωτό και τα αλατισμένα χέρια του) δεν αποτελούσαν τρόπαια σφαγής, αλλά κατάλοιπα τελετουργικής μεταχείρισης.

Στη χαβανέζικη παράδοση, η πνευματική δύναμη του νεκρού ενυπήρχε στη σάρκα και έπρεπε να αποχωριστεί από τα οστά ως μέρος ιερού τελετουργικού.

Ο Κουκ αντιμετωπίστηκε ως πρόσωπο υψηλού κύρους – τα λείψανά του θεωρήθηκαν ιερά και όσα δεν επιστράφηκαν παρέμειναν ως κειμήλια στο νησί. Αμφίβολη παραμένει η ιστορία που αναφέρει ο Τόνι Χόροβιτς, ότι μέρος της κνήμης του χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή βέλους το οποίο βρίσκεται σε αυστραλιανό μουσείο· ο Σάιντς δεν κατάφερε να το επαληθεύσει.

Η σημερινή εικόνα του Κουκ και τα σύνθετα ηθικά ίχνη του

Μεγάλο μέρος της μελέτης του Σάιντς αφορά τη διαχρονική και σύγχρονη εικόνα του Κουκ. Σε πολλές περιοχές του Ειρηνικού, ο καπετάνιος θεωρείται σύμβολο της αποικιοκρατικής εισόδου και της αρχής της πολιτισμικής διάβρωσης — ο «Χριστόφορος Κολόμβος του Ειρηνικού».

Ωστόσο, ο Σάιντς υιοθετεί μια πιο ισορροπημένη κρίση: παρουσιάζει τον Κουκ ως έναν από τους μεγαλύτερους θαλασσοπόρους όλων των εποχών, αυτοδημιούργητο, λιτό, δίκαιο και με ασυνήθιστο σεβασμό προς τους πολιτισμούς που συναντούσε. Δεν επιχείρησε να προσηλυτίσει τους ντόπιους ούτε να επιβάλει ηθικούς κανόνες. Υπήρξε μάρτυρας ακόμη και ανθρώπινης θυσίας στη Χαβάη, όταν είδε έναν αρχηγό να τρώει το αριστερό μάτι ενός θύματος — εμπειρία που τον συγκλόνισε.

Ένας κινηματογραφικός θάνατος χωρίς κινηματογραφική ταινία

Η αφήγηση του Σάιντς δεν αποφεύγει τις αισθησιακές, ερωτικές και κοινωνικά σύνθετες πτυχές των ταξιδιών στον Ειρηνικό. Σε νησιά όπως η Ταϊτή, οι σχέσεις ανάμεσα σε ντόπιες γυναίκες και νεαρούς Ευρωπαίους ναύτες ήταν συχνά ανοιχτές, έντονες και εγκάρδιες, αλλά και φορείς σοβαρών συνεπειών: εξάπλωση αφροδίσιων νοσημάτων, παρεξηγήσεις και καταχρήσεις.

Για τον ίδιο τον Κουκ, ο Σάιντς θεωρεί ότι θα ήταν δύσκολο να γίνει συμπαθής στο σήμερα: υπερβολικά ακριβής, συγκρατημένος, χωρίς κοινωνική άνεση, σχεδόν ασκητικός· δεν ήξερε να κολυμπά, έτρωγε σχεδόν τα πάντα, λάτρευε την εργατικότητα και φοβόταν περισσότερο από καθετί την κλοπή του εξάντα του. Παρέμεινε αγνός παρά την ελευθεριότητα της Πολυνησίας, κάτι που ο συγγραφέας υπαινίσσεται ως πιθανή αιτία της σκυθρωπότητάς του στα τελευταία χρόνια.

Το παράδοξο που υπογραμμίζει ο Σάιντς είναι πως, παρά τον επικό χαρακτήρα της ζωής και του θανάτου του — γεμάτο δράμα, εξερευνητικό πάθος, τραγικές συγκρούσεις και μύθους — η ιστορία του Τζέιμς Κουκ δεν έχει ακόμη γίνει μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή.

Και, τελικά, τι ειρωνεία, να ψηθεί κανείς ανήμερα της 14ης Φεβρουαρίου ως αποτέλεσμα του πάθους του για την εξερεύνηση, τον έρωτα για την δουλειά του – μια μέρα που χρόνια αργότερα οι ερωτευμένοι του δυτικού κόσμου ψήνουν κέικ σε σχήμα καρδιάς.

*Με πληροφορίες: El Pais English