Για τον Παύλο, τη μνήμη, την αντίσταση
Ένα βιβλίο ανασυγκροτεί όσα ξέρουμε για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα
- Το σπίτι του Τραμπ θα επιβιώσει από τον τυφώνα Milton για έναν πολύ μοναδικό λόγο
- Τα δώρα του Ερντογάν στα Τίρανα: Τα καμικάζι drones και τα εγκαίνια στο μεγαλύτερο τζαμί των Βαλκανίων
- Αγαπηδάκη: Έχω ευρήματα στο στήθος - Θέλει παρακολούθηση για να μην εξελιχθεί σε κακοήθεια
- Αυτό είναι το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι όταν πλένουν το αυτοκίνητό τους
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν ένα σημείο καμπής. Δεν ήταν η πρώτη δολοφονία της Χρυσής Αυγής, ούτε η πρώτη απόδειξη ότι είναι μια εγκληματική δολοφονική οργάνωση. Ήταν, όμως, αυτή που υποχρέωσε το σύνολο του πολιτικού συστήματος να πάρουν θέση και να κινηθούν.
Ταυτόχρονα, η δολοφονία δεν έκανε μόνο απόλυτα σαφή τον εγκληματικό και βάναυσο χαρακτήρα της νεοναζιστικής οργάνωσης, αλλά και έφερε στο προσκήνιο, στο πλαίσιο της διερεύνησής της, όλο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η οργάνωση, πώς στρατολογούσε, πώς ήταν οργανωμένη παραστρατιωτικά αλλά και πώς είχε διεισδύσει στα σώματα ασφαλείας και ιδίως την αστυνομία σε βαθμό που να θεωρεί ότι θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε και μετά να έχει το ακαταδίωκτο.
Σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης ήδη από την αρχή είχε φανεί ότι η επίθεση ήταν σε μεγάλο βαθμό οργανωμένη και προμελετημένη, τμήμα μιας στρατηγικής για τον έλεγχο μιας περιοχής που στοχοποίησε έναν άνθρωπο, τον Παύλο Φύσσα που εκπροσωπούσε όλα αυτά που μισούσε η Χρυσή Αυγή: την αγωνιστικότητα, την αλληλεγγύη, την εντιμότητα, τη συλλογικότητα.
Η Χρυσή Αυγή αναπτύχθηκε και μαζικοποιήθηκε σε μια περίοδο βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Πρόβαλε ένα αφήγημα μίσους, παρουσιάζοντας τον κανιβαλισμό ως «αλληλεγγύη για Έλληνες μόνο». Πάτησε πάνω σε βαθιά ριζωμένα ρατσιστικά, εθνικιστικά, πατριαρχικά πρότυπα. Προσπάθησε να παρουσιαστεί ως «αντισυστημική» ενώ στην πραγματικότητα ο αυταρχισμός που εκπροσωπούσε, μαζί με το μίσος για τους μετανάστες, τους συνδικαλιστές και τους Αριστερούς, την έκανε πολύ πιο «συστημική» από όσο ήθελε να παραδεχτεί.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής, που σε μεγάλο βαθμό σφραγίστηκε από την εξαντλητική δουλειά που έκαναν οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, αποκάλυψε πλήθος πλευρές της δράσης της οργάνωσης, τον ανοιχτά νεοναζιστικό χαρακτήρα της, την παραστρατιωτική δομή οργάνωσης, την ιεραρχία που αποφάσιζε τα «χτυπήματα», συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα.
Ωστόσο, ακόμη και είναι ενδεικτικό μιας ορισμένης απήχησης ακροδεξιών αντιλήψεων και κατά συνέπεια της ιδιότυπης ασυλίας που απολάμβανε το γεγονός ότι η δίκη θα είναι μια μεγάλη μάχη και ότι η απόφαση θα εκδοθεί σε πείσμα μιας εισαγγελικής πρότασης απαλλακτικής για αρκετές κατηγορίες.
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η χώρα μας έχει τρία ακροδεξιά κόμματα να εκπροσωπούνται στη Βουλή, εκ των οποίων το ένα, οι Σπαρτιάτες ήταν πρακτικά ανύπαρκτο μέχρις ότου πήρε το «χρίσμα» από τον έγκλειστο Κασιδιάρη, δείχνει ότι κάθε άλλο παρά ξεμπερδέψαμε με το φασισμό στην ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως, φαίνεται πώς ζούμε μια επιστροφή της ακροδεξιάς, που ενισχύεται από το πώς κόμματα του «συνταγματικού τόξου» υιοθετούν θέσεις της π.χ. σε θέματα όπως το μεταναστευτικό.
Για όλους αυτούς τους λόγους έχει σημασία να επιστρέφουμε στην ιστορία της Χρυσής Αυγής και ειδικά στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Στοχοποιήθηκε ο Φύσσας γιατί εκπροσωπούσε όσα μισούσε η Χρυσή Αυγή: την αγωνιστικότητα, την αλληλεγγύη, την εντιμότητα, τη συλλογικότητα
Αυτό ακριβώς κάνει το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη, «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος, ιδιαίτερα σημαντικό.
Σε αυτό ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου, ανασυνθέτει τα γεγονότα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, τα πριν και τα μετά, αλλά και πλευρές της δίκης. Τα συνδυάζει με μια παράλληλη ιστορία, αυτή της στοχοποίησης και δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από το μετεμφυλιακό δεξιό παρακράτος, ουσιαστικά τους πολιτικούς προγόνους της Χρυσής Αυγής.
Η γραφή του Κοντιάδη είναι μυθιστορηματική σε εκείνο τον βαθμό που είναι αναγκαίος για να υπάρχει αφηγηματική συνοχή και να παρουσιάζονται ακριβώς τα γεγονότα. Από εκεί και πέρα το βιβλίο στηρίζεται σε στοιχεία από τη δικογραφία και τις καταθέσεις της δίκης της Χρυσής Αυγής, αλλά και αντίστοιχα της υπόθεσης Λαμπράκη.
Όμως, ο τρόπος που οργανώνει το υλικό αυτό ο Κοντιάδης το κάνει ένα ανατριχιαστικό αφήγημα και ταυτόχρονα μια ανατομία της εκδοχής φασισμού που εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη βία, αλλά και τη μικροπρέπεια απέναντι στο ενδεχόμενο καταδίκης.
Με αυτόν τον τρόπο είναι μια σημαντική συνεισφορά στη διατήρηση της μνήμης της βαναυσότητας που οδήγησε στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μια μνήμη περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία ιδίως τώρα που ο φασισμός σηκώνει κεφάλι ξανά.
Μνήμη που πρέπει να γίνει πράξη και ανάστημα ανάλογο.
Σαν κι αυτό που επέδειξε ο Παύλος Φύσσας εκείνο το βράδυ στο Κερατσίνι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις