Πρώτη Σκηνή: Αμαρτωλή προσευχή

Μακρυγιάννης, Μακρυγιάνναινα, Γιατρός, Όθων, Ονειροκρίτρια, Βαπτιστής

Ο Μακρυγιάννης γονατιστός μπροστά σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι. Δείχνει αδύναμος, αλλά συγκεντρωμένος. Στην άκρη της σκηνής η Μακρυγιάνναινα συγυρίζει, ενώ παράλληλα παρακολουθεί με αγωνία τον άντρα της να αφήνεται στην πυρετική αμαρτωλή προσευχή του.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Άγιος ο Θεός, άγιος ισκυρός
άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς
Δόξα σε, Κύριε Χριστέ
σταυρέ σταυρωμένε, λαμπρέ
και αναστημένε
τρισυπόστατε Θεέ

Κύριε, άπλωσ’ το λαμπρό σου
και ευλογημένο χέρι
και βγάλε μας
από τον σκότον τον βαθύ
όπου είμαστε πεσμένοι και χαμένοι

Όσο ο Μακρυγιάννης βυθίζεται στον κατανυκτικό του μονόλογο, γύρω απ’ το κρεβάτι του εμφανίζονται και εξαφανίζονται δύο παράξενες φιγούρες, η κοκκινοφόρα Ονειροκρίτρια και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής.

Ευλόγα και συχώρεσε
όσοι αγωνίστηκαν και όσοι αγωνίζονται
αρχή και τέλος
θρησκευτικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς
περί της θρησκείας τους και πατρίδος
όποιας θρησκείας και αν είναι

Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί
έλεος ζητούμεν
να μας δώσεις σπλάχνα καθαρά
και καθαρά ψυχή, να δυνηθώμεν…

Ο Μακρυγιάννης κομπιάζει και πιάνει τη μέση του απ’ τον πόνο. Η Μακρυγιάνναινα κάνει να πλησιάσει, αλλά μετανιώνει. Βγάζει μόνο μια πνιχτή φωνή. Γυρνώντας προς την κουίντα, χειρονομεί σε κάποιον.

(Προσπαθεί να συνεχίσει, αλλά υποφέρει)
…να σε προσκυ… νήσουμεν
να σε δοξο… λογήσουμεν
μ’ εξ όλης της καρδίας

(Συνέρχεται κάπως και τώρα ακούγεται καθαρά)
Και εσείς, αθώα μου παιδάκια
και εσύ, Δημήτρη μου
όπου δεν μ’ έλεγες πατέρα
ο πατεράκης σου, εγώ, σε παρακαλώ
πάρε όλα σου τ’ αδέλφια
και προσκυνάτε
και δοξολογάτε και ευχαριστάτε τον Θεόν
τον γενικόν πατέρα, τον γενικόν αφέντη
και προστάτη του παντός

Η προσευχή του Μακρυγιάννη καταλήγει σε μια κραυγή πόνου που τον κάνει να διπλώσει στα δύο. Η Μακρυγιάνναινα τρέχει κοντά του.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΑΙΝΑ
Γιάννη, σταμάτα
σε παρακαλώ
Θα πέσω να φαρμακωθώ

Ο Μακρυγιάννης δεν την ακούει ή κάνει πως δεν την ακούει.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Και να σώσεις, Σωτήρ
και να σώσεις, Σωτήρη
και να σώσεις, Σωτήρα
την ματοκυλισμένη μας πατρί…

Η Μακρυγιάνναινα στέκει μπροστά του και τον εκλιπαρεί.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΑΙΝΑ
Σταμάτα πια για τον Θεό!
Φυλάξου γι’ Αυτόν, μα και για μας
τουλάχιστον για τα παιδιά

Ο Μακρυγιάννης στρέφει το βλέμμα του αγριεμένος προς το μέρος της. Υποφέρει τον πόνο, αλλά όχι την ασέβεια της γυναίκας του.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Τι κάνεις; Πώς τολμάς;
Πού ζυγώνεις και πού πας;
Ποια είσαι εσύ που σταματάς
την αμαρτωλή
και απλή και αγράμματη
προσευχή μου;

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΑΙΝΑ
(Μὲ θάρρος)
Ας γίνει ό,τι γίνει
Ας με κρίνει όποιος με κρίνει
Σε παρακαλώ, κάν’ το για μένα
κι ας με συγχωρήσει ο Θεός
Σώσου να σωθούμε!
Φωνάζω τον γιατρό

Η Μακρυγιάνναινα κάνει ένα νεύμα και ο Γιατρός, που στέκει στην άκρη της σκηνής, τους πλησιάζει. Ο Μακρυγιάννης διακόπτει την προσευχή του και γυρίζει αφρίζοντας προς το μέρος τους.

ΓΙΑΤΡΟΣ
Όλα χρειάζονται
Όλα βοηθάνε στην κατάλληλη στιγμή
Δεν επιθυμώ να σε ταράξω
μία μονάχα συνταγή

Ο Μακρυγιάννης τον αγνοεί. Σηκώνεται, ακουμπάει στο κρεβάτι για να στηριχθεί και απευθύνεται οργισμένος στη γυναίκα του.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Ποιον πράμα σε βάρυνα διά την προσευκή μου;
Αν νύσταζες, να πέσεις να κοιμηθείς
τι κακόν σου έκαμα, για να φαρμακωθείς;
Βάρησε την πόρτα σου κανείς
ημέρα ή την νύχτα;
Έμεινες νηστική, ξυπόλυτη, γυμνή;

Ο Γιατρός επεμβαίνει προσπαθώντας να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα.

ΓΙΑΤΡΟΣ
Στρατηγέ, άκουσέ με μια σταλιά
Δεν κρίνεται τώρα η πίστη σου
μα κρίνεται η ζωή σου
Τ’ άλλα έρχονται μετά

Ο Μακρυγιάννης κάνει μια αργή περιστροφή του κορμού του, σαν να οπλίζει, και στρέφεται επιθετικά προς τον Γιατρό.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Και εσύ κράτα τη βίζιτα και τη συνταγή
Εγώ κρατώ την πίστη μου, αυτό μόνο αρκεί
Ποιος γεννήθη
και όταν ήρθε η ώρα του δεν πέθανε;
Έκαμεν ο άνθρωπος Θεό
ή ο Θεός τον άνθρωπον;

Ο Γιατρός κάνει ένα νεύμα δυσφορίας προς τη Μακρυγιάνναινα, ενώ ο Μακρυγιάννης, πυρετικός, συνεχίζει απευθυνόμενος στη γυναίκα του.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Γιατρούς πλερώνομεν
και δεν μας γιατρεύουν
εις θάνατο μάς αποφασίζουν
Ο γιατρός που μας ανασταίνει και μας διατηρεί
δεν θέλει πλερωμή
Τώρα σου το συχωρώ, αλλά
άλλη φορά, παραμικρόν να ιδώ
ψωμί μαζί
δεν ματατρώμεν

Η Μακρυγιάνναινα και ο Γιατρός απομακρύνονται. Εκείνη γυρίζει και ρίχνει ένα πικρό βλέμμα στον άντρα της προτού αποχωρήσει απ’ τη σκηνή. Ο Μακρυγιάννης γονατίζει ξανά και προσπαθεί να συγκεντρωθεί για να συνεχίσει την προσευχή του.

[…]


*Όσα διαβάσατε ανωτέρω προέρχονται από το βιβλίο του ποιητή και συγγραφέα Αλέκου Λούντζη «Οράματα και θάματα στρατηγού Μακρυγιάννη» (εκδόσεις Κίχλη, 2019). Η εν λόγω έκδοση, που προλογίζει ο ιστορικός και κοινωνιολόγος Νίκος Θεοτοκάς, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το λιμπρέτο της όπερας «Οράματα και θάματα στρατηγού Μακρυγιάννη», που συνέγραψε ο Λούντζης επί τη βάσει του ομώνυμου έργου (σαφώς λιγότερο γνωστού από τα πολυδιαβασμένα «Απομνημονεύματα») του Μακρυγιάννη. Τα «Οράματα και θάματα», όπως τιτλοφορήθηκε το γραπτό αυτό του Μακρυγιάννη, εκδόθηκαν το 1983 από το ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Η όπερα «Οράματα και θάματα στρατηγού Μακρυγιάννη» (μουσική σύνθεση του Δημήτρη Μαραγκόπουλου) παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) τον Απρίλιο του 2019.

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (Ιωάννης Τριανταφύλλου ήταν το πραγματικό όνομα του φτωχόπαιδου που γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στη Ρούμελη), ο περίφημος στρατηγός Μακρυγιάννης, έφυγε από τη ζωή στις 27 Απριλίου 1864 συνεπεία γενικευμένης ατροφίας.