Οι περιγραφές τους στους αστυνομικούς συγκλονίζουν για την στιγμή που ο Άλκης πέφτει νεκρός από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα.

«Γύρισα και τον είδα πεσμένο στο πεζοδρόμιο και τέσσερα άτομα από πάνω του να τον χτυπάνε. Άκουσα τον Άλκη να ουρλιάζει ‘βοήθεια, δεν μπορώ. Πονάω’».

Μέσα σε αυτήν την φράση της κατάθεσης εσωκλείεται όλη η αγριότητα και η βαναυσότητα με την οποία το τάγμα εφόδου επιτέθηκε, μαχαίρωσε και δολοφόνησε εν ψυχρώ τον 19χρονο Άλκη.

«Μας είχαν περικυκλώσει»

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μια ομάδα κουκουλοφόρων με μαχαίρια, ρόπαλα και ένα δρεπάνι στο χέρι πλησίασε την ανυποψίαστη παρέα του Άλκη που καθόταν αμέριμνη στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας.

«Ο πρώτος της ομάδας κρατούσε στα χέρια του ένα δρεπάνι. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν από πίσω του. Είδα ένα άλλο άτομο που κρατούσε στα χέρια του ένα μαχαίρι με ίσια λάμα μήκους περίπου 15 εκατοστών και ένα ακόμη άτομο που κρατούσε ένα ξύλινο ρόπαλο καφέ ανοικτού χρώματος μήκους περίπου 50 εκατοστών.

»Ήρθαν μπροστά μας τρία άτομα. Ο πρώτος μας ρώτησε ‘τι ομάδα είστε’. Ταυτόχρονα από την αντίθετη πλευρά, ήρθαν άλλα τέσσερα άτομα και ουσιαστικά μας περικύκλωσαν. Απ’ ό,τι θυμάμαι, εγώ απάντησα ότι είμαστε Άρης και την ίδια στιγμή τα άτομα αυτά άρχισαν να μας χτυπάνε».

Ακολουθούν σκηνές απόλυτου χάους, με τον 19χρονο να προσπαθεί με το κράνος της μηχανής του αλλά και στη συνέχεια με τα χέρια του ν’ αποφύγει τα αλλεπάλληλα χτυπήματα.

«Έβαλα τα χέρια μου για να προστατευτώ κι αυτός με το μαχαίρι άρχισε να με καρφώνει στα πόδια. Συγκεκριμένα με κάρφωσέ τρεις φορές στο αριστερό μου πόδι. Ταυτόχρονα με χτυπούσε με μπουνιές στο κεφάλι και ένα δεύτερο άτομο».

Είναι η στιγμή που ακούει τον Άλκη να σφαδάζει από τον πόνο, εκλιπαρώντας να μην τον χτυπούν άλλο.

«Εκείνη την ώρα άκουσα τον Άλκη να ουρλιάζει ‘βοήθεια δεν μπορώ πονάω’. Γύρισα και τον είδα πεσμένο στο πεζοδρόμιο και τέσσερα άτομα από πάνω του να τον χτυπάνε. Εγώ προσπάθησα να πηδήξω από τα σκαλιά για να σώσω τον Άλκη από τα χτυπήματα, αλλά με κράτησαν τρία άτομα και εκεί έφαγα και μια ροπαλιά στο κεφάλι και κόντεψα να λιποθυμήσω. Τότε με κάρφωσέ και πάλι αυτός με το μαχαίρι στο δεξί μου πόδι αυτήν τη φορά».

«Άντε πάμε πάμε»

Μέσα σε τρία λεπτά οι δράστες ολοκλήρωσαν το έργο τους. Αμέσως τράπηκαν σε φυγή.

«Κάποιοι ήταν ακόμα μέσα στα δύο αυτοκίνητα και φώναζαν ‘άντε πάμε πάμε’. Δευτερόλεπτα μετά μπήκαν τρία με τέσσερα άτομα στα αυτοκίνητα και έφυγαν».

Ο Άλκης έμεινε να ψυχορραγεί στο πεζοδρόμιο. Η αναπνοή του σταμάτησε λίγο πριν φτάσει το ασθενοφόρο.

«Προσπάθησα να σηκώσω τον Άλκη. Κατάφερε για λίγο να σταθεί στα πόδια του και προσπάθησα να του μιλήσω αλλά δεν επικοινωνούσε. Έτρεχε πάρα πολύ αίμα από το πόδι του. Είχα γεμίσει και εγώ αίματα παντού, έτρεχε αίμα από το κεφάλι μου, από τα πόδια μου και είχα πάνω μου το αίμα του Άλκη».

Ο δεύτερος τραυματίας της δολοφονικής επίθεσης περιγράφει στους αστυνομικούς το πώς δέχτηκε μια πισώπλατη μαχαιριά όταν επιχείρησε να διαφύγει.

«Εγώ έτρεξα προς την αντίθετη πλευρά από αυτήν που μας επιτέθηκαν. Όπως γύρισα την πλάτη μου, ένιωσα ένα χτύπημα στον αριστερό γλουτό. Εκείνη την στιγμή περίπου τέσσερα άτομα, χτυπούσαν ταυτόχρονα τον Άλκη και δύο χτυπούσαν τον κολλητό του. Νομίζω ότι ανάμεσα στους τέσσερις που χτυπούσαν τον Άλκη, είδα και αυτόν με το δρεπάνι.»

Αιμόφυρτος, κρυμμένος σε μια πιλοτή παρακολουθούσε τα ανελέητα χτυπήματα που δέχονταν οι δύο φίλοι του που εγκλωβίστηκαν στην ενέδρα θανάτου.

«Είδα μια μαύρη φόρμα δίπλα από κάτι κάδους και έκατσα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας όπου την έβαζα στο πόδι μου για να σταματήσω την αιμορραγία. Στη συνέχεια περπάτησα μέχρι που συνάντησα ένα ασθενοφόρο και το σταμάτησα για να τους πω τι έπαθα. Με μετέφεραν στο νοσοκομείο που με βάλανε στο χειρουργείο και μου κάνουνε ράμματα στον αριστερό γλουτό. Μέσα στο ασθενοφόρο έμαθα από την επίθεση που δέχτηκαν ότι ο Άλκης σκοτώθηκε».

Οι καταθέσεις των δύο νεαρών ξεκλείδωσαν πολλά κομμάτια της υπόθεσης με τις Αρχές να μην αποκλείουν οι δράστες της δολοφονικής επίθεσης να φτάνουν μέχρι και τους 15.