Ενας νέος άνθρωπος, τα έφερε η ζωή να είναι άστεγος. Να μην έχει ένα σπιτικό να μείνει, και προφανώς μια δουλειά για να ζήσει. Αποφάσισε λοιπόν, να στήσει μια μικρή γωνίτσα σε μια διάβαση πεζών στη Λεωφόρο Συγγρού. Έφτιαξε το κρεβατάκι, βρήκε ό,τι πραγματάκια του είναι χρήσιμα, του δίνουν ό,τι μπορούν και οι περαστικοί και περνά τις δύσκολες ημέρες και νύχτες, μέχρι να βρει κάτι καλύτερο.

Ενα νέο παιδί, καμιά σημασία δεν έχει από ποια χώρα είναι. Να έχει να φάει λίγο και να κάνει ένα μπάνιο ζήτησε.

Του έδωσε κάποιος ή του απέμεινε από την προηγούμενη ζωή του, ένα ποδήλατο. Για να μπορεί να μετακινείται, να το παίρνει να κάνει καμιά βόλτα και να ξεχνιέται.

Το είχε τα βράδια δίπλα, εκεί στη διάβαση των πεζών και το φύλαγε σαν κόρη οφθαλμών. Θα μπορούσε να φανταστεί πως θα υπήρχε άνθρωπος να του το κλέψει;

Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι βρέθηκε κάποιος να πάει στη διάβαση, στο πρόχειρο «σπιτάκι» αυτού του παιδιού και να του κλέψει το ποδήλατο;

Και τι άλλο θα του κλέψει άραγε; Τα χαρτόκουτα που έχει για κρεβάτι; Την κουβέρτα για να σκεπάζεται τις κρύες νύχτες;

Η α(πα)νθρωπιά σε όλο της το μεγαλείο…