Ένα αποπνικτικό και μοιραίο καλοκαιρινό βράδυ, ο πολλά υποσχόμενος νέος συγγραφέας Τρέπλιεφ ανεβάζει το πρώτο του θεατρικό έργο στον κήπο του πατρικού εξοχικού, με σκοπό να εντυπωσιάσει, μέσα από έναν καινούργιο, επαναστατικό τρόπο έκφρασης, τους καλεσμένους της μητέρας του, αλλά και την ίδια, την διάσημη ντίβα του θεάτρου Αρκάντινα.

Πρωταγωνίστρια του έργου του η αγαπημένη του και επίδοξη ηθοποιός Νίνα. Το πρόωρο και άδοξο τέλος της παράστασης του νεαρού συγγραφέα θα φέρει απρόβλεπτες, κωμικές και τραγικές, συνέπειες για όλους τους παρευρισκόμενους, που θα σφραγίσουν τις ζωές τους για πάντα.

Για τον Γιάννη Χουβαρδά ο Γλάρος είναι το τρίτο έργο του Τσέχοφ που σκηνοθετεί, μετά τις Τρεις αδελφές (Θέατρο Αμόρε, 1994) και τον Θείο Βάνια (Εθνικό Θέατρο, 2010).

Σύμφωνα με τις πρώτες σκέψεις του, «Τα μεγάλα θέματα του έργου είναι η αλληλεξάρτηση ζωής και τέχνης, ο θάνατος των ψευδαισθήσεων και η κωμωδία της ανθρώπινης αποτυχίας»

Βασισμένος στην ιδέα, εμμονικά κεντρική στον Τσέχοφ, ότι όλα στη ζωή είναι θέατρο και όλα στο θέατρο είναι ζωή, ο σκηνοθέτης τοποθετεί την δράση του έργου μέσα στο ίδιο το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά: στην σκηνή του, στην αίθουσα και τα καθίσματα των θεατών, στους διαδρόμους του, στις εισόδους και τις εξόδους του, χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά τον εξοπλισμό του -τα φώτα του, την αυλαία του, τους μηχανισμούς του, και υπηρετώντας τη γραμμή της ακραίας αφαίρεσης που έχει ακολουθήσει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, στηριζόμενος κατά κύριο λόγο στους (υπέροχους) ηθοποιούς του.

Λίγες μέρες πριν ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το σπουδαίο αυτό έργο ζήτησα από την Άλκηστις Πουλοπούλου να μου μιλήσει για την μοιραία ηρωίδα Νίνα που υποδύεται.


Με ποιο τρόπο γίνεται αυτή η ιδιαίτερη παρουσίαση του έργο;

Ο Γλάρος μιλάει για την τέχνη και το θέατρο. Είμαστε συνέχεια μέσα και έξω από το έργο. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και ο ηθοποιός γίνεται ηθοποιός και θεατής. Παρατηρεί την ίδια του την τέχνη και τον εαυτό του να παίζει και να μην παίζει.

Στην αρχή ήταν λίγο μπερδευτικό όμως είναι σαν να έχεις συνείδηση, αυτό που συμβαίνει πραγματικά. Ο ηθοποιός μπαίνει μέσα στο ρόλο και ταυτόχρονα ξέρει ότι παίζει για κάποιον άλλο. Είσαι μέσα και έξω συνεχώς, αυτό θέλησε να το κάνουμε συνειδητά.

Είναι ένα κλικ γιατί τελικά συμβαίνει απλώς κάνουμε ότι δεν συμβαίνει. Θα μπορούσε ο θεατής να ταυτιστεί με τον άνθρωπο που ανεβαίνει στη σκηνή γιατί πολλοί ηθοποιοί είναι με το κοινό, κάθονται μαζί και μετά ανεβαίνουν. Θα μπορούσαν να είναι ένας από αυτούς.

Το έργο αυτό είναι πάντα επίκαιρο;

Ναι, ειδικά για τους καλλιτέχνες γιατί μιλάει για την τέχνη, τη ζωή, τον έρωτα. Είναι ένα έργο διαχρονικό και συγκινητικό και ειδικά για τους καλλιτέχνες και για τους ανθρώπους του θεάτρου. Γιατί μιλάει για αυτό το πράγμα.

Μιλάει ακόμα –όπως όλα τα έργα του Τσέχωφ- για την μοναξιά, για την ανθρώπινη μοναξιά, για το κυνήγι της αγάπης που δεν έχει ανταπόκριση. Είμαι ερωτευμένος με κάποιον και αυτός είναι με κάποιον άλλο και τελικά δεν συναντιόμαστε ποτέ. Το έργο τα γράφει πολύ απλά αλλά κάθε φορά που το ξαναδιαβάζεις εμβαθύνεις περισσότερο και βρίσκεις την πεμπτουσία του πράγματος.

Μίλησε μου για τη Νίνα

Η Νίνα είναι η γειτόνισσα αυτής της μποέμ οικογένειας που ανήκει η Αρκάντινα, η μεγάλη ντίβα του θεάτρου. Η Νίνα είναι ερωτευμένη με τον γιο της Αρκάντινα και μαζί ανεβάζουν αυτή την παράσταση που καταλήγει σε αποτυχία. Εκεί η Νίνα γνωρίζει τον Τριγκόριν, τον εραστή της Αρκάντινα και τον ερωτεύεται. Έτσι ξεκινάει και η καταστροφή της.

Η Νίνα έχει το σύνδρομο της μούσας. Και στον Τρέπλιεφ είναι μούσα και αυτός την κυνηγάει γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να γράψει αλλά και στον Τριγκόριν θέλει να γίνει. Εκείνος της το ξεκόβει αρκετά γιατί είναι βολεμένος με την Αρκάντινα και η Νίνα πέφτει από ένα σύννεφο, μένει έγκυος, χάνει το παιδί, την αποκληρώνει η οικογένειά της. Στο τέλος καταστρέφεται.

Καταστρέφεται από τον έρωτα;

Από το όνειρό της, από την προσδοκία. Όταν είσαι πολύ αθώος έχει κάτι πολύ έντονα στο μυαλό σου και το προβάλεις χωρίς να ζεις την πραγματικότητα. Όπως τα νέα παιδιά που γίνονται ξαφνικά αστέρια και δεν πατάνε στα πόδια τους. Ζεις ένα όνειρο και δεν είσαι προσγειωμένος και μπορεί να χαθείς πολύ εύκολα σε όλο αυτό.

Η Αρκάντινα πως αντιδράει;

Το έργο είναι ρομαντικό και πηγαίο και πολλά πράγματα μαζί. Είναι όλα μαζί. Αυτό κάνει τον κάθε ήρωα που συγκινητικό και η Αρκάντινα, όπως τη γράφει ο Τσέχωφ έχει τους δικούς της δαίμονες και πρέπει να παλέψει για αυτό.

Ο Τριγκόριν πάει και την ρωτάει αν μπορεί να φύγει. Ζητάει την άδειά της. Μια πράξη δειλίας αλλά έτσι είναι και στην πραγματικότητα. Η Αρκάντινα ζηλεύει εννοείται. Δεν υπάρχει κάτι πιο φυσιολόγο, δεν είναι θέμα κακίας. Είναι θέμα επιβίωσης.

Νατάσα Μαστοράκου


Στην παράσταση παίζουν:

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Αρκάντινα)
Νίκος Κουρής (Τρέπλιεφ)
Ακύλλας Καραζήσης (Τριγκόριν)
Νίκος Χατζόπουλος (Σόριν)
Δημήτρης Ήμελλος (Ντορν)
Άλκηστις Πουλοπούλου (Νίνα)
Δημήτρης Παπανικολάου (Μεντβεντένκο)
Άννα Καλαϊτζίδου (Μάσα)
Δημήτρης Μπίτος (Σαμράγιεφ)
Σύρμω Κεκέ (Πολίνα)

in.gr