Η βία, ο ρατσισμός και η απολυταρχία απασχόλησαν σε μεγάλο βαθμό τους σκηνοθέτες τo 2014. Παραστάσεις με μεταμοντέρνο ύφος και ωμή τακτική προβολής δυσάρεστων καταστάσεων ανέβηκαν στο σανίδι. Ιστορίες τόσο γνωστές και τόσο άγνωστες, που ανήκουν στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν, έθιξαν ζητήματα που για πολλούς βρίσκονται σε χειμερία νάρκη. «Άρωμα» Ισλάμ, ο πόνος […]
Η βία, ο ρατσισμός και η απολυταρχία απασχόλησαν σε μεγάλο βαθμό τους σκηνοθέτες τo 2014. Παραστάσεις με μεταμοντέρνο ύφος και ωμή τακτική προβολής δυσάρεστων καταστάσεων ανέβηκαν στο σανίδι. Ιστορίες τόσο γνωστές και τόσο άγνωστες, που ανήκουν στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν, έθιξαν ζητήματα που για πολλούς βρίσκονται σε χειμερία νάρκη.
«Άρωμα» Ισλάμ, ο πόνος της βίας, η ομοφυλοφιλία, ο ρομαντισμός, αλλά και το ρετρό πρωταγωνίστησαν χωρίς συστολή.
Συνταρακτικές σκηνές και εντυπωσιακά εφέ έβλεπε κανείς στα «Ερείπια» της Σάρα Κέιν , που ανέβηκαν στο θέατρο Πορεία με τη Λένα Παπαληγούρα και τον Ακύλλα Καραζήση. Eίναι ένα έργο που μπορεί να σοκάρει, βάζει, όμως, στον θεατή στο τρυπάκι του αναλογισμού. Τον καλεί να εξετάσει το σκεπτικό της ασύστολης βίας, του ακραίου και του ανελέητου, ενώ θέτει στο ταμπλό του σαρκασμού τις ρατσιστικές αντιδράσεις.
Τα «Ερείπια» αναδεικνύοντας την πολλαπλότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, την αποσάθρωση της κοινωνίας και την αμαύρωση των αξιών ανοίγουν την «πόρτα» του προβληματισμού και καλούν τον θεατή να συμμετάσχει σε ένα «ταξίδι» εσωτερικών διεργασιών.
Η βία των γυναικών μέσα από τον «Μουνή» της Λένας Κιτσοπούλου και σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη «μιλά» έξω από τα δόντια. Πρόκειται για μια παράσταση – «κραυγή» για τη βία που έχουν υποστεί και υφίστανται γυναίκες της ελληνικής επαρχίας.
Παίζεται ακόμα στο Θεάτρο Νέου Κόσμου, καθώς σημείωσε μεγάλη επιτυχία την περσινή σεζόν. Η ζωή στην ελληνική επαρχία, η καταπίεση που «κυνηγά» τα παιδιά, οι παράλογες προκαταλήψεις και η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στη σκιά μιας αυστηρά πατριαρχικής κοινωνίας, ξεγυμνώνονται στην παράσταση.
Η αφήγηση συνορεύει με το κήρυγμα, σε ένα έργο που έρχεται να θυμίσει πως η βία φέρνει βία.
Εκτός από τη βία και ο φόβος της απολυταρχίας ανέβηκε στο σανίδι , προειδοποιώντας και ενημερώνοντας με έναν τρόπο το κοινό. Ένα πλέγμα συμβόλων, ένα συνονθύλευμα ιδεών και ένα ιδιαίτερο «ταξίδι» στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση αναδύθηκαν στο εμβληματικό έργο, «Ρινόκερος» (1959), του θεμελιωτή του θεάτρου του παραλόγου, Ευγένιου Ιονέσκο, στο θέατρο Θησείον.
Με πρωτότυπο τρόπο σκηνοθέτησε την παράσταση ο Θωμάς Μοσχόπουλος, με την ένταση και τον προβληματισμό να μην αφήνου ήσυχο τον θεατή.
Το έργο αντικατοπτρίζει μια «πνιγμένη» από το σύστημα Γαλλία λίγο πριν παρασυρθεί από τη δίνη της απειλητικής αλλαγής. Η αλλαγή ακούει στο όνομα ρινόκερος, που στο έργο λειτουργεί συμβολικά ως το τέλος της ανθρωπιάς, το «παιδί» του ναζισμού και της αναρχίας, το έκτρωμα του συστήματος, το «άντρο» της ανούσιας αμφισβήτησης και της ιδεολογικής σήψης, το «φρούριο» των χαμένων συναισθημάτων και ο τιμητής του ρατσισμού.
Η βία και η υποτίμηση των γυναικών απασχόλησαν τον θεατρικό κόσμο. Απασχόλησαν, όμως, και οι αντιλήψεις που επικρατούν σε ισλαμικές χώρες. Χαρακτηριστικά, η παράσταση, «ΙRAQ – 9 τόποι επιθυμίας», της πολυβραβευμένης συγγραφέως Heather Raffo που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο «Vault», ανέσυρε νοερά το κλασσικό ερώτημα – αίνιγμα. Εάν, δηλαδή, είναι κατάρα το να γεννηθείς γυναίκα σε ισλαμική χώρα.
Ιστορίες ερωτικές, τραγικές, βιώματα από τον Πόλεμο του Κόλπου (1990 – 1991), αλλά και εμπειρίες από τον Πόλεμο του Ιράκ (2003) ξεδιπλώθηκαν με ωμό ρεαλισμό σε μια σκοτεινή αίθουσα με ένα πάγκο από φθαρμένα παπούτσια στη μέση.
Ταλαιπωρημένες υπάρξεις, προδομένες γυναίκες, ξεριζωμένες ψυχές απευθύνθηκαν με μια εξαιρετική αμεσότητα στο κοινό, και εξέθεσαν με συγκινητικό ύφος τα βάσανά τους. Ευφυείς μονόλογοι με αποχρώσεις άλλοτε σπαραγμού και άλλοτε χιούμορ καλούσαν τον θεατή να διερωτηθεί και να μπει για λίγο στο «πετσί» του δράματος.
Στον αντίποδα του ρατσισμού και της βίας, το ονειρόδραμα του Ζαν Ζιροντού, Νεράιδα, σκηνοθέτησε την καλοκαιρινή περίοδο του 2014 η Φρόσω Λύτρα παρουσιάζοντάς τη στη Λίμνη της Βουλιαγμένης.
Η ιστορία μετέφερε το κοινό μακριά από το σήμερα. Θύμιζε την εποχή των ιπποτών, των ανέμελων συνειδήσεων και των παράφορων ερώτων. Δημιουργούσε, ακόμη, έναν αξιοζήλευτο, για τους ανθρώπους, φανταστικό κόσμο όπου η γενναιοδωρία ψυχής είναι ο κεντρικός άξονας.
Η υπόθεση μπορεί να είναι φαινομενικά απλή, όπως συμβαίνει με πολλά έργα του Ζιροντού, κρύβει όμως και βαθιά νοήματα. Εκτός από τον εντυπωσιακό χώρο που ηρεμούσε και βοηθούσε στο να «αποδράσει» κανείς από προβληματισμούς, οι στολές είχαν κάτι το εξωτικό, αλλά και ερωτικό. Ήταν σαν να της έχει δανειστεί κανείς από νεραϊδένια γκαρνταρόμπα.
Ξέφρενο πάρτι κόντρα στα ταμπού η «Priscilla» και για αυτό ξεχώρισε. Επειδή χωρίς συστολές παρουσίασε τον κόσμο των ομοφυλοφίλων, αλλά και τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι.
Ανέβηκε στο θέατρο Badminton σε σκηνοθεσία Φωκά Ευαγγελινού, και πρόκειται για ένα «ταξίδι» αυτογνωσίας, ένα αντιρατσιστικό «σκούντημα», που λειτουργεί ως αλάτι στις ανοιχτές συντηρητικές πληγές. Εισάγει, ταυτόχρονα, το θεατή στους κόλπους που πλέουν οι ομοφυλόφιλοι, το ρατσισμό, την βία και την αποδοκιμασία, με τα οποία έχουν έρθει και συχνά έρχονται αντιμέτωποι.
«Από μικρή, όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω, εγώ απαντούσα Σοφία Βέμπο», είπε η μεγάλη ντίβα του ελληνικού τραγουδιού, Μαρινέλλα, και «συνάντησε» τη Βέμπο. Μαύρες ομπρέλες άνοιξαν, ο χορός έδωσε το «παρών» και η Σοφία Βέμπο «αναστήθηκε» για τρεις ώρες στο θέατρο Badminton σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια.
Η ζωή, η λαμπρή μουσική πορεία, το ζενίθ και το ναδίρ της αείμνηστης Σοφίας Βέμπο καρέ – καρέ μέσα από τη φωνή και την ερμηνεία της Μαρινέλλας.
Πειστικά, ζωντανά, με κέφι, μουσική και χορό ξεκίνησε το «μακρινό» ταξίδι όχι μόνο στη ζωή της Βέμπο, αλλά και στην μετέωρη Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή, στα συντρίμμια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, την αστάθεια του εμφυλίου, τα μετέπειτα «αγκάθια», την άνοδο και την πτώση της χούντας, τη νίκη της δημοκρατίας. Η επιτυχημένη αυτή εναλλαγή αγάπης – πολέμου, γέλιου – συγκίνησης, η ποικιλία των συναισθημάτων και τραγουδιών «πρωταγωνίστησαν» με άκρα φυσικότητα στη σκηνή.
Εκτός από το ρετρό, το θέατρο έκανε ένα ακόμη βήμα. Εισήλθε στα χωράφια του παραδοσιακού ελληνικού με το γνήσιο «πανηγύρι» – παράσταση «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη Κορομηλά, που ανέβηκε στο Παλλάς.
Η παρουσία του Γιώργου Μαργαρίτη ήταν ένα από τα ατού της παράστασης, καθώς τα τραγούδια του ενίσχυαν τον αυθεντικό, απλό και άμεσο χαρακτήρα της.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια κατάφερε να «αποτυπώσει» την κοσμοθεωρία της Ελλάδας του 1894. Δυνατά «χαρτιά» ήταν οι ερμηνείες και η μουσική. Οι ηθοποιοί με πειστικότητα και με διαλόγους, άλλοτε κωμικούς και άλλοτε βαθιά συναισθηματικούς, κρατούσαν αλώβητο το ενδιαφέρον του θεατή παρά τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
τα σκηνικά και τα κοστούμια απεικόνιζαν με επιτυχία την εποχή μέσα στην οποία εκτυλίσσεται το έργο, ενώ η μουσική ανέσυρε κάτι το βαθιά ελληνικό αλλά και το ανατολίτικο χάρη στη σύμπραξη πνευστών – κρουστών. Η παράσταση ανέδειξε έναν αυθεντικό και γλυκά οπισθοδρομικό κόσμο.
Το συγκινησιακό στοιχείο δίνει το «παρών» και στην παράσταση της Μιμής Ντενίση, «Σμύρνη μου αγαπημένη», στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».
Οι διάλογοι ενέχουν κόκκους σπιρτάδας, και οι ερωτικές ιστορίες που ξετυλίγονται είναι τόσο χαριτωμένες που σπάζουν λίγο το βαρύ κομμάτι της ιστορίας. Οι ερμηνείες είναι αξιόλογες, και τα σκηνικά σε συνδυασμό με τα κοστούμια, τις φωτογραφίες και τις μουσικές, είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Μεταφέρουν το θεατή στο κλίμα της εποχής και συμβάλλουν στην ευκολότερη κατανόηση.
Η ιστορία δεν πέφτει στην «παγίδα» της αγκαθωτής περιπλοκής, αλλά συνάμα δεν προσφέρει και στον θεατή πληροφορίες που ίσως να μη γνωρίζει.
Για πρώτη φορά, η ζωή του Νίκου Ξυλούρη ανεβαίνει στο θεατρικό σανίδι από τη Stages Network και τα Αθηναϊκά Θέατρα, με το έργο Ο Αρχάγγελος της Κρήτης. Έως τις 31 Ιανουαρίου στο θέατρο ΗΒΗ.
Σύνταξη
WIDGET ΡΟΗΣ ΕΙΔΗΣΕΩΝΗ ροή ειδήσεων του in.gr στο site σας