36

Οι επιπτώσεις της αλιείας στα θαλάσσια οικοσυστήματα εκτείνονται μέχρι τον ωκεάνιο πυθμένα, όπου οι πληθυσμοί των ψαριών του βυθού έχουν μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, προειδοποιούν Καναδοί ερευνητές. Τα ψάρια του βένθους αναπτύσσονται αργά και αναπαράγονται σπάνια, γι αυτό και είναι πιο ευαίσθητα.

«Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι απαιτείται επείγουσα δράση για την αηφόρο διαχείριση των αλειυμάτων μεγάλου βάθους» γράφουν στο περιοδικό Nature.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Memorial στο Νιουφάουντλαντ του Καναδά ανέλυσαν δεδομένα για πέντε είδη ψαριών του βένθους στο Βορειο Ατλαντικό και διαπίστωσαν ότι το διάστημα 1978-1994 οι πληθυσμοί τους μειώθηκαν κατά 89 έως 98 τοις εκατό.

Ο βυθός καταστρέφεται συνήθως από συρόμενα δίχτυα που φτάνουν μέχρι τον πυθμένα και σέρνονται από αλιευτικά σκάφη σε μεγάλες αποστάσεις. Η μία πλευρά του διχτυού κινείται κοντά στην επιφάνεια, ενώ η άλλη είναι δεμένη σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, βάρους αρκετών τόνων, που σέρνεται στο βυθό και καταστρέφει οτιδήποτε βρεθεί στην πορεία της. Το πλαίσιο αφήνει πίσω του ένα τεράστιο σύννεφο λάσπης που διαταράσσει το περιβάλλον ακόμα περισσότερο.

Οι ερευνητές εξέτασαν δύο είδη γρεναδιέρου (ποντικουρόψαρου), έναν μπακαλιάρο του Ατλαντικού, ένα χέλι και ένα σαλάχι. Όλα έχουν μειωθεί τόσο πολύ ώστε μπορούν να συμπεριληφθούν στα είδη υπό εξαφάνιση, αναφέρει το Reuters.

«Η μείωση συνέβη σε κλίμακα χρόνου ίση, ή ελαφρώς μικρότερη, με μία και μοναδική γενιά των ειδών αυτών» σχολιάζει η Τζένιφερ Ντιβάιν, επικεφαλής της ομάδας.

Καθώς η τροφή είναι σπάνια στα μεγάλα βάθη, τα ψάρια της ζώνης αυτής συνηθως μεγαλώνουν πολύ αργά, φτάνουν αργότερα στη σεξουαλική ωρίμανση, ζουν πολύ και αναπαράγονται σπάνια. Τα ψάρια που μελετήθηκαν φτάνουν σε μήκος το ένα μέτρο και ζουν έως και 60 χρόνια.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι η παρακμή των ψαριών μεγάλου βάθους άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν τα αποθέματα στα ρηχά άρχισαν να εξαντλούνται και οι αλιείς άρχισαν να κατεβάζουν τα δίχτυα τους όλο και χαμηλότερα.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ