«Ό,τι πρόκειται να σας γράψω ακούγεται απίστευτο, αλλά είναι η αλήθεια».

Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε, σαν σήμερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1914, την επιστολή του προς τους γονείς του ο Γιόζεφ Βεντσλ, στρατιώτης του 16ου Βαυαρικού Εφεδρικού Συντάγματος Πεζικού.

Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες από τα Χριστούγεννα στο Δυτικό Μέτωπο, κι όμως όσα είχε ζήσει του φαίνονταν ήδη δύσκολο να χωρέσουν σε λέξεις.

Μια νύχτα που ανέτρεψε τον πόλεμο

Ανάμεσα στα χαρακώματα, στη νεκρή ζώνη που κανονικά ήταν απλησίαστη και θανατηφόρα, εχθροί στέκονταν πλάι πλάι.

Εκεί όπου για μήνες κυριαρχούσαν οι εκρήξεις, οι ριπές των πολυβόλων και οι κραυγές των τραυματιών, άνδρες με διαφορετικές στολές είχαν συγκεντρωθεί γύρω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τραγουδούσαν κάλαντα.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα όσο ζω», έγραφε ο Βεντσλ, γνωρίζοντας ότι περιέγραφε κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα του πολέμου.

Η αυθόρμητη εκεχειρία

Η νύχτα των Χριστουγέννων του 1914 είχε μετατραπεί σε μια άτυπη, αυθόρμητη εκεχειρία. Γερμανοί και Βρετανοί —και σε ορισμένα σημεία και Γάλλοι στρατιώτες— βγήκαν από τα χαρακώματά τους άοπλοι.

Στην αρχή διστακτικά, έπειτα με όλο και μεγαλύτερη σιγουριά. Αντάλλαξαν μικρά δώρα: κονσέρβες κορν μπιφ με λουκάνικα, γερμανικό στόλεν με αγγλική πουτίγκα.

Μοιράστηκαν κρασί, ρούμι και τσιγάρα. Έβγαλαν από τις τσέπες τους φωτογραφίες από γυναίκες, παιδιά, σπίτια που έμοιαζαν πια απελπιστικά μακρινά. Κουμπιά και διακριτικά στολών άλλαζαν χέρια ως ενθύμια μιας νύχτας που όλοι ένιωθαν πως ήταν μοναδική.

Ποδόσφαιρο στη λάσπη

Σε κάποια σημεία, η εκεχειρία πήρε ακόμη πιο απρόσμενη μορφή. Στήθηκε ποδόσφαιρο μέσα στη λάσπη της ουδέτερης ζώνης.

Τα δοκάρια σχηματίστηκαν πρόχειρα από κράνη και πηλίκια, ενώ η μπάλα ήταν συχνά ένα κουβάρι από άχυρο ή ακόμη κι ένα άδειο τενεκεδάκι.

Αλλού, οι Βρετανοί κατάφεραν να φέρουν κανονική δερμάτινη μπάλα από τα μετόπισθεν. «Στείλαμε έναν με ποδήλατο στη θέση εφεδρείας», έγραφε στρατιώτης των Σκωτσέζων Φρουρών στους γονείς του, «και μας την έφερε».

Οι νεκροί της ουδέτερης ζώνης

Για πολλούς, όμως, το σημαντικότερο δεν ήταν ούτε τα τραγούδια ούτε το παιχνίδι. Ήταν η δυνατότητα να πλησιάσουν τη νεκρή ζώνη και να θάψουν τους συντρόφους τους, που επί εβδομάδες κείτονταν εκτεθειμένοι ανάμεσα στις γραμμές.

Οι ταφές έγιναν σιωπηλά, με σεβασμό, συχνά με τη συμμετοχή και των δύο πλευρών. Ήταν στιγμές βαθιάς ανθρωπιάς μέσα σε έναν πόλεμο που είχε χτίσει την καθημερινότητά του πάνω στην απανθρωπιά.

«Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει»

«Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει όλο αυτό», έγραφε λίγες ημέρες αργότερα ο νεαρός αξιωματικός Άλφρεντ Ντάγκαν Τσέιτερ στη μητέρα του.

«Πάντως, φαίνεται πως θα υπάρξει κι άλλη εκεχειρία την Πρωτοχρονιά — οι Γερμανοί θέλουν να δουν πώς βγήκαν οι φωτογραφίες».

Η αίσθηση ήταν πως, έστω και προσωρινά, είχε ανοίξει μια ρωγμή στον παραλογισμό του πολέμου.

Η εντολή: να μην επαναληφθεί

Δεν συνέβη όμως παντού. Σε άλλα σημεία του Δυτικού Μετώπου, οι μάχες δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή. Και αυτό ακριβώς επιθυμούσαν οι ανώτεροι αξιωματικοί και από τις δύο πλευρές.

Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία τους ανησυχούσε. Τη θεωρούσαν επικίνδυνη, υπονομευτική, ακόμη και προδοτική. Φρόντισαν ώστε να μη βρει συνέχεια.

«Είναι τρομερό», έγραψε αργότερα ένας Γερμανός στρατιώτης, «ότι μια μέρα μπορείς να στέκεσαι ειρηνικά δίπλα σε κάποιον και την επόμενη να έχεις εντολή να τον σκοτώσεις».

Η ρωγμή που έμεινε στην Ιστορία

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα στοίχιζε τελικά τη ζωή σε περίπου 9 εκατομμύρια στρατιώτες, μαζί με αμέτρητους αμάχους.

Ο ίδιος ο Γιόζεφ Βεντσλ σκοτώθηκε στη μάχη τον Μάιο του 1917 — δυόμισι χρόνια μετά την επιστολή που έγραψε στις 28 Δεκεμβρίου 1914.

Όμως εκείνη η νύχτα των Χριστουγέννων έμεινε ως μια σπάνια απόδειξη ότι, ακόμη και μέσα στη βία, οι άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον ως αυτό που είναι πέρα από τις στολές.

*Mε πληροφορίες από: Deutsche Welle