Ιδιο πρόβλημα, διαφορετικές προσεγγίσεις. Ο λόγος για τη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη στην Ισπανία, όπου η στεγαστική κρίση πλήττει τους ντόπιους πληθυσμούς, με το ίδιο μένος, αλλά οι αρχές την αντιμετωπίζουν διαφορετικά.

Ωστόσο, ενώ η μία πόλη στοιχηματίζει τα πάντα στην κατασκευή και δίνει ελεύθερο πεδίο δράσης στους μεγάλους επενδυτές, η άλλη προσπαθεί προσεκτικά να κατευθύνει την αγορά κατοικιών προς το δημόσιο καλό, παρά τους πολιτικούς και θεσμικούς περιορισμούς – μια μεγάλη εθνική αντίθεση, η ιστορία δύο πόλεων και δύο ανταγωνιστικών οραμάτων που τώρα ριζώνουν σε όλη την Ευρώπη, όπως γράφει ο Guardian.

Η «κατάληψη» κατοικιών

Μπορεί η ισπανική οικονομία να συνεχίζει να αναπτύσσεται με βάση τους αριθμούς, αλλά η πραγματικότητα που βιώνουν οι νέοι, οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι χαρακτηρίζεται από επιδείνωση των ανισοτήτων και του αποκλεισμού από την στέγαση.

Την τελευταία δεκαετία, περισσότερες από τις μισές κατοικίες αγοράστηκαν χωρίς υποθήκη, ένδειξη ότι πολλές από αυτές δεν αγοράστηκαν από άτομα που είχαν ανάγκη από πρώτη κατοικία, αλλά από άτομα που ήδη κατείχαν ακίνητα. Ο αριθμός των ατόμων που κατέχουν τουλάχιστον 10 κατοικίες έχει αυξηθεί κατά 20%.

Από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων του 2008, περισσότερα από 1,3 εκατομμύρια ακίνητα έχουν εισέλθει στην ισπανική αγορά ενοικίασης. Δεν ήταν νεόδμητα, αλλά σπίτια που έχασαν οικογένειες της εργατικής τάξης και τα οποία αγόρασαν επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων εταιρειών ιδιωτικών κεφαλαίων. Η συντηρητική κυβέρνηση που ήταν στην εξουσία μεταξύ 2011 και 2018 όχι μόνο χορήγησε φορολογικές ελαφρύνσεις και δημόσια χρήματα μέσω μιας μαζικής διάσωσης των τραπεζών, αλλά και αναθεώρησε τους νόμους περί μίσθωσης, ώστε να μετατρέψει τους ίδιους τους ενοικιαστές σε κερδοφόρα περιουσιακά στοιχεία για τα εν λόγω ιδρύματα, γράφει χαρακτηριστικά ο συντάκτης.

Το ιδανικό μιας μεσαίας τάξης κοινωνίας ιδιοκτητών σπιτιών καταρρέει. Όσοι είναι ήδη πλούσιοι σε περιουσιακά στοιχεία αγοράζουν περισσότερα σπίτια και εκτοπίζουν τις εργατικές οικογένειες. Και αυτές οι οικογένειες, αν είναι τυχερές, τώρα νοικιάζουν τα ίδια σπίτια σε φουσκωμένες τιμές, κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους. Για πολλούς, η μόνη ελπίδα είναι να κληρονομήσουν, υποθέτοντας ότι οι γονείς τους δεν θα χρειαστεί να πουλήσουν το σπίτι τους για να ζήσουν τα τελευταία τους χρόνια με αξιοπρέπεια.

Η κρίση «προετοιμαζόταν» επί πολλά χρόνια

Η τρέχουσα κρίση δεν εμφανίστηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι το αποτέλεσμα δεκαετιών κυβερνητικών παρεμβάσεων με στόχο να μετατραπεί η στέγαση σε χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο. Από τη δεκαετία του 1980, η Ισπανία ακολουθεί ένα γνωστό σενάριο: κατάργηση της κοινωνικής στέγασης (που σήμερα αντιπροσωπεύει μόλις το 2%-3% του συνόλου των κατοικιών), κατάργηση των ελέγχων των ενοικίων για τις νέες συμβάσεις, παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων στους ιδιοκτήτες και ενθάρρυνση της μαζικής σύναψης ενυπόθηκων δανείων.

Αυτό το μοντέλο προκάλεσε διαδοχικές κατασκευαστικές εκρήξεις που συνοδεύονταν από απότομες αυξήσεις των τιμών. Όσο όλοι φαινόταν να επωφελούνται από τις συνεχώς αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών στοιχείων, λίγοι αμφισβήτησαν το μοντέλο. Τελικά, όαποδείχθηκε μη βιώσιμο, ωθώντας τα νεότερα και φτωχότερα νοικοκυριά εκτός αγοράς. Η κρίση του 2008 αποτέλεσε μια σκληρή υπενθύμιση ότι η νεοφιλελεύθερη συνταγή είχε τελικά αποτύχει.

Μετά τη μεγάλη κρίση, όσοι έμειναν πίσω αντέδρασαν με διαδοχικές κινητοποιήσεις. Μετά από χρόνια κινητοποιήσεων των ενοικιαστών, η ισπανική κυβέρνηση – με επικεφαλής μια προοδευτική συμμαχία – ψήφισε τελικά ένα νέο νόμο για τη στέγαση το 2023. Για πρώτη φορά, έδωσε στις περιφερειακές και τοπικές αρχές την εξουσία να θέτουν ανώτατα όρια στα ενοίκια, να αυξάνουν τους φόρους για τα κενά σπίτια και να απαγορεύουν στις μεσιτικές εταιρείες να χρεώνουν τέλη στους ενοικιαστές.

Πρόσθετα μέτρα το 2024 και το 2025 σηματοδότησαν μια στροφή μακριά από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία: π.χ. επέκταση του συστήματος κοινωνικής στέγασης, κατάργηση των μη αδειοδοτημένων καταχωρίσεων στο Airbnb.

Και ενώ η κεντρική κυβέρνηση καθορίζει εν μέρει το πλαίσιο, η πραγματική μάχη δίνεται στις περιφέρειες και τις πόλεις – και οι αντιδράσεις τους είναι διαμετρικά αντίθετες

Μαδρίτη: κόκκινο χαλί για τους πλούσιους

Η Μαδρίτη, που κυβερνάται εδώ και καιρό από το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα, έχει μποϊκοτάρει ανοιχτά τον νέο νόμο. Οι ηγέτες της παρουσιάζουν ολόκληρη την αστική περιοχή ως παράδεισο όπου οι κατασκευαστές και τα επενδυτικά κεφάλαια δεν αντιμετωπίζουν «κανένα όριο, καμία παρέμβαση». Η περιφερειάρχης, Isabel Díaz Ayuso, έχει προσωπικά προσκαλέσει παγκόσμιους επενδυτές σε εκδηλώσεις που διοργάνωσε η επενδυτική εταιρεία Blackrock, διαβεβαιώνοντάς τους ότι «βρίσκεστε στο καλύτερο μέρος, την καλύτερη στιγμή, για να επενδύσετε».

Και όντως: η Μαδρίτη έχει πουλήσει δημόσιες κατοικίες σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, αντιτάχθηκε στη ρύθμιση των ενοικίων και προωθεί τη μαζική κατασκευή. Με το σύνθημα «χτίστε, χτίστε, χτίστε», ελπίζει ότι η προσφορά από μόνη της θα λύσει την κρίση, χαλαρώνοντας τους κανόνες χρήσης γης και επιταχύνοντας τις άδειες, υποστηρίζοντας ότι η γραφειοκρατία είναι η αιτία του προβλήματος.

Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση έχει αποτύχει στο παρελθόν στην Ισπανία και αλλού. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι περιορισμοί στην προσφορά δεν εξηγούν τις τιμές των κατοικιών και ότι η απλή κατασκευή περισσότερων κατοικιών δεν εγγυάται την προσιτότητα.

Βαρκελώνη: μια πόλη που αντιστέκεται

Περίπου 400 μίλια βορειοανατολικά, στην Καταλονία, η προσέγγιση δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Η καταλανική κυβέρνηση υιοθέτησε γρήγορα τους νέους κανόνες και τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι έχουν αποτέλεσμα: τα μέσα ενοίκια για τις νέες συμβάσεις στη Βαρκελώνη έχουν μειωθεί κατά 6,4%, ενώ στη Μαδρίτη συνεχίζουν να αυξάνονται.

Ωστόσο, ο νόμος περιείχε ένα κενό: τα συμβόλαια μεσοπρόθεσμης διάρκειας (έως 11 μήνες) και οι ενοικιάσεις δωματίων παρέμειναν χωρίς ρύθμιση. Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί ιδιοκτήτες και μεσίτες εκμεταλλεύτηκαν αυτό το κενό, μετατρέποντας τα τυπικά μισθωτήρια συμβόλαια σε προσωρινά, τετραπλασιάζοντας τα ενοίκια και χρεώνοντας εξωφρενικές αμοιβές. Μετά από μήνες πολιτικής αβεβαιότητας και επαναλαμβανόμενων ανακοινώσεων, η καταλανική κυβέρνηση ενέκρινε πρόσφατα νέους κανονισμούς για να θέσει υπό έλεγχο τις τιμές τόσο των προσωρινών ενοικιάσεων όσο και των ενοικιάσεων δωματίων.

Ταυτόχρονα, η καταλανική κυβέρνηση ενέκρινε πρόσφατα νέα μέτρα για τον περιορισμό της κερδοσκοπίας και την ενίσχυση της κοινωνικής στέγασης. Αυτά περιλαμβάνουν την απαγόρευση των τουριστικών ενοικιάσεων σε 140 δήμους -μια κίνηση στην οποία έχει επίσης δεσμευτεί η Βαρκελώνη και θα εφαρμοστεί έως το 2028-, φορολογικές μεταρρυθμίσεις που αποτρέπουν τη μεγάλης κλίμακας κερδοσκοπία και βοηθούν τους πρώτους αγοραστές, υπό την προϋπόθεση ότι τα σπίτια που αγοράζουν θα παραμείνουν με ανώτατο όριο τιμών στο μέλλον, καθώς και τη δημόσια απόκτηση ιδιωτικών κατοικιών μέσω του δικαιώματος πρώτης προτίμησης. Ένα αυξανόμενο ποσοστό των νέων κατασκευών ορίζεται επίσης ως μόνιμα προστατευόμενη στέγαση, εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμη προσιτότητα τόσο για τη δημόσια όσο και για την ιδιωτική στέγαση.

Δύο πόλεις, μία επιλογή

Η Βαρκελώνη και η Μαδρίτη δεν αντιπροσωπεύουν μόνο διαφορετικές πολιτικές, αλλά και διαφορετικά μέλλοντα.

Η μία κατασκευάζει σύμφωνα με κανόνες δημοσίου συμφέροντος, απαιτώντας μέρος των νέων κατασκευών να παραμείνει μόνιμα προσιτό, και το συνδυάζει  με ελέγχους ενοικίων και φορολογικά μέτρα που στοχεύουν στον περιορισμό της κερδοσκοπίας.

Η άλλη κατασκευάζει υπό το σύνθημα της «αφθονίας» και της αύξησης της προσφοράς, χαλαρώνοντας τους κανονισμούς για τη γη, επιταχύνοντας τις άδειες και μειώνοντας τους φόρους για τους κατασκευαστές.

Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψει κανείς ποιο μοντέλο θα επικρατήσει, αλλά η εμπειρία και η έρευνα δείχνουν ότι η απλή κατασκευή περισσότερων κατοικιών και η παράδοση της αγοράς κατοικιών στην «ελεύθερη αγορά» δεν οδηγεί σε μείωση των τιμών.

Αυτές οι δύο πόλεις προσφέρουν μια επιλογή μεταξύ δύο πορειών: η μία, όπου η στέγαση παραμένει πηγή απεριόριστου κέρδους, και η άλλη, που προσπαθεί να την ανακατασκευάσει ως κοινωνικό αγαθό.

Οπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο συντάκτης του Guardian, στην ουσία, δεν πρόκειται μόνο για τη στέγαση. Πρόκειται για το αν θα σταματήσουμε τη σπείρα της ανισότητας που εμπλουτίζει τους λίγους, ενώ υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο μιας όλο και μεγαλύτερης πλειονότητας, και το μέλλον των πόλεων στις οποίες ζούμε.

Πηγή ΟΤ