Η κυβέρνηση Τραμπ έκανε έφεση την Τετάρτη στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας να ανατρέψει γρήγορα μια απόφαση κατώτερου δικαστηρίου, η οποία ακύρωνε το μεγαλύτερο μέρος των εκτεταμένων δασμών σε αγαθά από δεκάδες χώρες που αποτελούν τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής του προέδρου.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει να εξετάσει την έφεση, η υπόθεση θα αποτελέσει μια καθοριστική δοκιμασία για ένα από τα βασικά στοιχεία της ατζέντας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, με πιθανές τεράστιες συνέπειες για τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις, την αμερικανική οικονομία και το παγκόσμιο εμπόριο.

Με ταχύτατους ρυθμούς η απόφαση για τους δασμούς Τραμπ

Ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Ντ. Τζον Σάουερ, ζήτησε από τους δικαστές να αποφασίσουν μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου αν θα αναλάβουν την υπόθεση και τους παρότρυνε να ορίσουν ακροαματική διαδικασία έως την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, θέτοντας ένα επιταχυμένο χρονοδιάγραμμα για την έκδοση απόφασης, σύμφωνα με δημοσίευμα της Washington Post.

«Τα διακυβεύματα αυτής της υπόθεσης δεν θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα», έγραψε ο Σάουερ. «Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου του έχουν κρίνει ότι οι δασμοί προωθούν την ειρήνη και μια πρωτοφανή οικονομική ευημερία, και ότι η άρνηση της εξουσίας για την επιβολή δασμών θα εξέθετε το έθνος μας σε εμπορικά αντίποινα χωρίς αποτελεσματική άμυνα και θα οδηγούσε την Αμερική ξανά στο χείλος οικονομικής καταστροφής».

Το Ομοσπονδιακό Εφετείο αποφάνθηκε την περασμένη εβδομάδα ότι ο Τραμπ δεν είχε την εξουσία να επιβάλλει δασμούς βάσει νόμου του 1977, ο οποίος δίνει στον πρόεδρο την αρμοδιότητα να επιβάλλει κυρώσεις και άλλες ενέργειες ως απάντηση σε εξωτερικές απειλές. Το εφετείο ανέστειλε την ισχύ της απόφασης έως τα μέσα Οκτωβρίου, ώστε να δώσει χρόνο στην κυβέρνηση να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.

«Ελλείψει έγκυρης εξουσιοδότησης από το Κογκρέσο, ο Πρόεδρος δεν έχει καμία αρμοδιότητα να επιβάλλει φόρους».

Ο Τραμπ είναι ο πρώτος πρόεδρος που ισχυρίστηκε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τον Διεθνή Νόμο για τις Οικονομικές Εξουσίες Έκτακτης Ανάγκης (IEEPA), ηλικίας σχεδόν 50 ετών, για να επιβάλει δασμούς, αλλά το εφετείο με ψήφους 7-4 έκρινε ότι ο πρόεδρος υπερέβη τα όρια.

«Ο νόμος παρέχει σημαντική εξουσία στον πρόεδρο να προβεί σε μια σειρά ενεργειών σε απάντηση σε μια κηρυγμένη εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά καμία από αυτές τις ενέργειες δεν περιλαμβάνει ρητά την εξουσία επιβολής δασμών, τελών ή παρόμοιων μέτρων, ούτε την εξουσία επιβολής φόρων», ανέφερε η πλειοψηφία. «Ελλείψει έγκυρης εξουσιοδότησης από το Κογκρέσο, ο Πρόεδρος δεν έχει καμία αρμοδιότητα να επιβάλλει φόρους».

Την προηγούμενη απόφαση κατήγγειλε ο Τραμπ

Ο Τραμπ κατήγγειλε την απόφαση στο Truth Social, ενώ και οι σύμμαχοί του στην κυβέρνηση έσπευσαν να την επικρίνουν.

«Χωρίς Δασμούς, και χωρίς όλα τα ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ που έχουμε ήδη εισπράξει, η χώρα μας θα είχε καταστραφεί εντελώς, και η στρατιωτική μας ισχύς θα είχε αφανιστεί ακαριαία», έγραψε την Κυριακή.

Η ανάρτηση του Τραμπ υπερέβαλε κατά πολύ στο ποσό που έχει συγκεντρωθεί από δασμούς.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι τα «μεγάλα και επίμονα» εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ αποτελούν «μια ασυνήθιστη και εξαιρετική απειλή για την εθνική ασφάλεια και οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών». Έχει επίσης παραπονεθεί ότι άλλες χώρες εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ επιβάλλοντας άδικους εμπορικούς φραγμούς, και ότι οι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα είναι αναγκαίοι για να αποκατασταθεί η βιομηχανική βάση της χώρας και να προστατευτούν οι θέσεις εργασίας.

Ο πρόεδρος έχει κατ’ επανάληψη ανακοινώσει — και στη συνέχεια αναστείλει ή τροποποιήσει — δασμούς σε προϊόντα από άλλες χώρες, αναστατώνοντας τις αγορές, δημιουργώντας αβεβαιότητα και προκαλώντας ανησυχίες ότι θα πλήξουν τις «τσέπες» των Αμερικανών με την αύξηση του πληθωρισμού.

Μια ομάδα μικρών επιχειρήσεων και μερικές πολιτείες κατέθεσαν χωριστές αγωγές κατά των δασμών.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε δασμούς 10-25% σε προϊόντα από την Κίνα, το Μεξικό και τον Καναδά, κατηγορώντας τους ότι απέτυχαν να περιορίσουν τη ροή φαιντανύλης και άλλων παράνομων ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Τον Απρίλιο, επέβαλε καθολικό φόρο εισαγωγών 10% σε όλους τους εμπορικούς εταίρους και υψηλότερους συντελεστές σε περίπου 60 χώρες, αποκαλώντας την ημέρα αυτή «Ημέρα Απελευθέρωσης».

Μια ομάδα μικρών επιχειρήσεων και μερικές πολιτείες κατέθεσαν χωριστές αγωγές κατά των δασμών, υποστηρίζοντας ότι ήταν παράνομοι. Το εφετείο αντιμετώπισε και τις δύο προκλήσεις ως ενιαία υπόθεση.

Ο Τζέφρι Σουάμπ, ανώτερος νομικός σύμβουλος του Liberty Justice Center, που εκπροσωπεί μερικούς από τους ενάγοντες, δήλωσε ότι και οι πελάτες του επιθυμούν μια ταχεία επίλυση της υπόθεσης.

«Είμαστε βέβαιοι ότι τα επιχειρήματά μας κατά των αποκαλούμενων δασμών της «Ημέρας Απελευθέρωσης» θα επικρατήσουν», είπε ο Σουάμπ. «Αυτοί οι παράνομοι δασμοί προκαλούν σοβαρή ζημιά στις μικρές επιχειρήσεις και θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή τους.»

Οι δασμοί πάνε κι έρχονται στις δικαστικές αίθουσες

Δεν είναι σαφές πώς θα αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά μια απόφαση κατά του Τραμπ θα υπονόμευε ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής του ατζέντας και ενδεχομένως θα ανέτρεπε πλαίσια εμπορικών συμφωνιών που η κυβέρνηση έχει ήδη υπογράψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία και άλλες χώρες. Ο πρόεδρος έχει επίσης δηλώσει ότι οι δασμοί προσφέρουν στη χώρα ένα σημαντικό εργαλείο για τη διαπραγμάτευση ειρηνευτικών συμφωνιών.

Ο Τραμπ θα εξακολουθούσε να έχει την εξουσία να επιβάλει δασμούς σε ορισμένες περιπτώσεις βάσει άλλων διατάξεων, αλλά σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα.

Οποιαδήποτε υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορά τους δασμούς εισαγωγών θα είχε πιθανότατα πιο οριστικό χαρακτήρα.

Η κυβέρνηση έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία στο να πείσει το Ανώτατο Δικαστήριο να επιτρέψει την προώθηση της ατζέντας της — έστω και προσωρινά, τονίζει η Washington Post. Σε μια σειρά επειγουσών εφέσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε στον πρόεδρο να στερήσει από μετανάστες την προστασία από απέλαση, να απολύσει επικεφαλής ομοσπονδιακών υπηρεσιών και να παγώσει επιχορηγήσεις, ενώ οι νομικές προσφυγές εκκρεμούσαν στα κατώτερα δικαστήρια.

Σε αντίθεση με εκείνες τις προσωρινές αποφάσεις, οποιαδήποτε υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορά τους δασμούς εισαγωγών θα είχε πιθανότατα πιο οριστικό χαρακτήρα, καθώς οι δικαστές θα έκριναν μια τελική απόφαση κατώτερου δικαστηρίου σχετικά με τη νομιμότητα των δασμών.

Το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου στη Νέα Υόρκη εξέδωσε συνοπτική απόφαση τον Μάιο στις υποθέσεις των μικρών επιχειρήσεων και των πολιτειών, βρίσκοντας ότι ο Τραμπ δεν είχε την εξουσία να επιβάλει δασμούς ή τον καθολικό φόρο εισαγωγών βάσει του IEEPA. Το εφετείο επικύρωσε την απόφαση αυτή.

Το εφετείο επέστρεψε ένα μέρος της υπόθεσης σε κατώτερο δικαστήριο, ώστε να επανεξετάσει εάν η κυβέρνηση θα πρέπει να επιστρέψει τους δασμούς σε όλες τις εταιρείες που τους κατέβαλαν ή μόνο σε όσες μήνυσαν το κράτος.

Οι πληγωμένες ΗΠΑ

Πλέον, είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι περιορισμένη παραμένει η διάθεση παγκοσμίως να αγοράσει κανείς αμερικανικά προϊόντα, καθώς η φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών καταρρέει μετά τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ.

Εταιρείες που είχαν συνηθίσει να επωφελούνται απλώς και μόνο επειδή προέρχονται από τις ΗΠΑ, δυσκολεύονται τώρα να προσαρμοστούν, τονίζει δημοσίευμα του Axios.

«Η αύρα γύρω από την Αμερική έχει θαμπώσει λίγο», είπε αυτή την εβδομάδα στο CNBC ο διευθύνων σύμβουλος της McDonald’s, Κρις Κεμπτσίνσκι. Παρ’ όλα αυτά, οι πωλήσεις για τον κολοσσό του fast food μέχρι στιγμής αντέχουν, πρόσθεσε.

Και άλλες γνωστές αμερικανικές μάρκες νιώθουν την πίεση.

Η Brown-Forman, η εταιρεία που φτιάχνει τα αμερικανικά ποτά Jack Daniel’s και Woodford Reserve, είδε τις πωλήσεις της να πέφτουν αφότου το αμερικανικό αλκοόλ αποσύρθηκε από τα ράφια σε ορισμένες καναδικές επαρχίες σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους δασμούς, δήλωσε ο CEO Λόσον Γουάιτινγκ σε τηλεδιάσκεψη με επενδυτές τον Αύγουστο.

Η φήμη των εταιρειών ανέκαθεν συνδεόταν με το διεθνές κύρος της χώρας προέλευσής τους.

Η Tesla επίσης δέχθηκε μεγάλο πλήγμα στην εικόνα της φέτος στην Ευρώπη, εξαιτίας της στενής εμπλοκής του CEO Ίλον Μασκ με τον Λευκό Οίκο.

Η φήμη των εταιρειών ανέκαθεν συνδεόταν με το διεθνές κύρος της χώρας προέλευσής τους — ιδιαίτερα για επιχειρήσεις fast food και ποτών. Μάρκες όπως η Coca-Cola και η General Motors, ή ακόμη και το Facebook, είναι άρρηκτα δεμένες με την αμερικανική τους ταυτότητα.

Σοβαρά «τραυματισμένη» η δημοτικότητα της Αμερικής

Η δημοτικότητα της Αμερικής άρχισε να μειώνεται ουσιαστικά τον Ιανουάριο, όταν εκλέχτηκε ο Τραμπ. Κατέρρευσε μετά την ανακοίνωση των δασμών την Ημέρα της Απελευθέρωσης τον Απρίλιο, σύμφωνα με δεδομένα που καταγράφει η εταιρεία επιχειρηματικής ανάλυσης Morning Consult.

Η εταιρεία πραγματοποιεί έρευνες σε ενήλικες σε περίπου 42 αγορές στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή, προκειμένου να αξιολογήσει αν έχουν θετική ή αρνητική εικόνα για τις ΗΠΑ.

Παγκοσμίως, ο μέσος δείκτης δημοτικότητας των ΗΠΑ βρίσκεται στο -3,24. (Δηλαδή, περισσότεροι άνθρωποι έχουν αρνητική παρά θετική άποψη.) Από τον Απρίλιο είναι σε αρνητικό έδαφος — αν και έχει ανακάμψει ελαφρώς από το χαμηλό εκείνης της περιόδου.

Τον Ιανουάριο, η Αμερική είχε θετικό δείκτη δημοτικότητας 15,34.

Αν και υπήρχαν πάντα διακυμάνσεις στη διεθνή εικόνα της Αμερικής, «τυπικά ήταν προς όφελός της», λέει η Σόνετ Φρίσμπι, αναπληρώτρια επικεφαλής πολιτικής ανάλυσης στη Morning Consult.

Οι εταιρείες δεν χρειάζονταν να σκεφτούν πολύ τη φήμη της Αμερικής παλιότερα, αλλά τώρα ανησυχούν, προσθέτει, και ψάχνουν τρόπους να προσαρμοστούν στρατηγικά.

Ακόμη και εντός των ΗΠΑ, τα αμερικανικά προϊόντα αποδυναμώνονται.

Οι εταιρείες ίσως επιδιώκουν να τονίζουν περισσότερο τους δεσμούς και τις δεσμεύσεις τους με άλλες χώρες, όπως έκανε η Kraft Heinz τον Ιανουάριο — όταν κλιμακώθηκε ο εμπορικός πόλεμος — βγάζοντας ανακοίνωση που τόνιζε ότι παράγει κέτσαπ στον Καναδά.

Ακόμη και εντός των ΗΠΑ, τα αμερικανικά προϊόντα αποδυναμώνονται. Σε έρευνα της Wall Street Journal, σχεδόν το 40% των Αμερικανών δήλωσε ότι άλλες χώρες έχουν καλύτερες οικονομίες από τις ΗΠΑ — ποσοστό αυξημένο κατά 15 μονάδες σε σχέση με το 2021.

«Η Αμερική με κάποιους τρόπους έχει χάσει το αίσθημα της μοναδικότητάς της», αναφέρει η WSJ.