Κύπρος: Φθάνει να βγάλουμε τις παρωπίδες…
Το δικαίωμα στη διαφορά —έστω και τη γλωσσική— είναι εξίσου πολύτιμο, και καλά θα κάνουμε να την εκτιμήσουμε και να διδαχθούμε από αυτήν
Το αποχαιρετιστήριο δείπνο των συνέδρων του δεύτερου Συμποσίου Σεφέρη στην Αγία Νάπα δεν είχε καλά-καλά ξεκινήσει, όταν κάποιοι από τους συνδαιτυμόνες του τραπεζιού μου παραλίγο να πνιγούν: μια κόρη Ελληνίς, θέλοντας να περιγράψει ένα συμβάν στο ξενοδοχείο της, είπε πως ο σερβιτόρος στο μπαρ ήταν «μαυριδερός σαν Κύπριος».
Τότε, μερικοί από μας με άγχος κοιταχτήκαμε στα μάτια, και μετά από συνοπτικές διαδικασίες χαρακτηρίσαμε επιεικώς ρατσιστικό τον χαρακτηρισμό και επιστρέψαμε σκεπτικοί στο χαλούμι μας. Είχαμε βλέπετε συνηθίσει αυτά τα φαινόμενα της ελλαδικής —βλέπε αθηναϊκής— υπεροψίας έναντι των Κυπρίων, αλλά το προαναφερθέν περιστατικό ήταν εξαιρετικά χτυπητό και αγενές (δεδομένου ότι η αφηγήτρια δεν ήταν καμιά ξανθιά βαλκυρία, ο δε σερβιτόρος, ως προέκυψε, ήταν Κουβανός).
Αυτή η περίεργη αντιμετώπιση των Κυπρίων από τους φιλοξενουμένους τους ήταν παρούσα από την πρώτη κιόλας ημέρα του Συμποσίου, όταν ο πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής Μιχάλης Πιερής ανεκοίνωσε ότι είχαν φιλοτεχνηθεί κάποια αναμνηστικά αντικείμενα, ειδικά για τους συνέδρους, και τα απεκάλεσε «βαρίδια». Η ιδιωματική χρήση αυτής της λέξης προκάλεσε χαμόγελα σε πολλούς Αθηναίους, οι οποίοι προτίμησαν να αγνοήσουν το γεγονός ότι στη μητέρα Ελλάδα δεν έχουμε όρο για να αποδώσουμε το συγκεκριμένο αντικείμενο και καταφεύγουμε στο γαλλικό presse-papier, το αγγλικό paper-weight ή περιφράσεις.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 31.3.1996, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Την ίδια ημέρα, μια άλλη φιλολογίζουσα αθηναία κυρία έδειξε να ενθουσιάζεται από την επιγραφή «Συμβούλιο Αποχετεύσεων», σε γραφείο του Δημοτικού Μεγάρου Αγίας Νάπας. «Δεν ήξερα ότι οι αποχετεύσεις κάνουν συμβούλιο…» ήταν το σχόλιό της. Αν βέβαια πήγαινε μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στο χωριό Ξυλοφάγου, θα έβλεπε και την επιγραφή «Συμβούλιο Βελτιώσεως Ξυλοφάγου», η οποία για έναν Έλληνα είναι μεν σουρεαλιστική, αλλά για έναν Κύπριο πολύ συγκεκριμένη (τα μικρότερα χωριά, ώσπου να αποκτήσουν Δημοτικό Συμβούλιο, έχουν Συμβούλιο Βελτιώσεως). Αντιστρόφως, μπορούμε να θυμηθούμε τα χαμόγελα των Κυπρίων όταν διάβαζαν στις ελληνικές εφημερίδες για την «ροζ βίλα» του κ. Παπανδρέου.
Είναι λοιπόν οι Έλληνες και οι Κύπριοι δύο λαοί που τους χωρίζει μια κοινή γλώσσα, όπως λεγόταν παλιότερα για τους Άγγλους και τους Αμερικανούς; Τα ελληνικά ιδιώματα που ακούστηκαν στο Συμπόσιο ήταν πολλά και ποικίλα· αλλιώς μιλούσαν οι Έλληνες μεταξύ τους (αναλόγως προελεύσεως), αλλιώς οι Κύπριοι μεταξύ τους (παρομοίως) και αλλιώς οι Έλληνες με τους Κυπρίους. Διαφορετικά ήταν και τα ιδιώματα των ανακοινώσεων — άλλες ήταν χαλαρές και νηφάλιες και άλλες σφιγμένες, σε επίπονα επίσημη διάλεκτο, με εμφανή την προσπάθεια να εξηγηθούν όλοι οι επιστημονικοί όροι που χρησιμοποιούντο. Εξαίρεση αποτέλεσε ο «μοντερνισμός», μια λέξη-κλειδί για τα φετινά Σεφέρεια (αλλά και τα επερχόμενα Καβάφεια), η οποία χρησιμοποιείτο καθημερινώς χωρίς άλλες εξηγήσεις. Προσωπικώς είχα καιρό να την ακούσω, και αναρωτήθηκα αν με τον «μοντερνισμό» εννοούμε σήμερα το ίδιο πράγμα που εννοούσαμε προ εικοσαετίας, και αν αυτό αποτελεί ασυμβίβαστο.
Ο Μανόλης Σαββίδης
Όλα αυτά βοήθησαν να γίνει σαφέστερη η διάκριση που έκανε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης ανάμεσα στην «ποιητική» και στην «βιο-γλωσσική» εμπειρία. Πολλοί Έλληνες έμαθαν την Κύπρο μέσα από τον Σεφέρη, ο οποίος την αγαπούσε πολύ· σίγουρα θα είχε παρατηρήσει, ως ευαίσθητος άνθρωπος, τους κάθε είδους ιδιωματισμούς της ελληνοκυπριακής της εποχής του, και σίγουρα θα είχε περάσει κάποιους από αυτούς, ως ποιητής, στο έργο του, όπως περνούσε συναισθήματα και εικόνες και γεγονότα. Δουλειά του ήταν να δημιουργεί και όχι να εξηγεί, όπως υπογράμμισε ο μεταφραστής και φίλος του Edmund Keeley.
«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν κι αυτοί γελούσαν», έγραφε ο τιμώμενος ποιητής (σ.σ. Γιώργος Σεφέρης, Τρία Κρυφά Ποιήματα, «Θερινό Ηλιοστάσι Θ’»). Ο δάσκαλός μου Τάσος Λιγνάδης, για να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να αλλάζει η σημασία μιας λέξης, χρησιμοποιούσε συχνά μια εικόνα που μου έχει εντυπωθεί: φανταζόταν τις λέξεις σα διαμάντια που αιωρούνται μέσα στον χρόνο, και κάθε τόσο φωτίζεται και λάμπει μια άλλη πλευρά τους. Η λέξη παραμένει η ίδια, πολύτιμη σα διαμάντι. Το δικαίωμα στη διαφορά —έστω και τη γλωσσική— είναι εξίσου πολύτιμο, και καλά θα κάνουμε να την εκτιμήσουμε και να διδαχθούμε από αυτήν. Έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε από τους Κυπρίους —αναφέρω ενδεικτικά την ευγένεια, τη φιλοξενία, το κουράγιο, τη λεβεντιά τους— φθάνει να βγάλουμε τις παρωπίδες.
*Κείμενο του φιλολόγου Μανόλη Σαββίδη (γιου του διαπρεπούς μελετητή και καθηγητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ. Π. Σαββίδη), που έφερε τον τίτλο «Παρωπίδες και βαρίδια» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 31 Μαρτίου 1996. Το «Β’ Συμπόσιο Γιώργου Σεφέρη, εις μνήμην Γ. Π. Σαββίδη» είχε πραγματοποιηθεί στην Αγία Νάπα της Κύπρου στις 16-18 Μαρτίου 1996.
Από τη δική του πλευρά, ο πατήρ Σαββίδης, σε μια επιφυλλίδα του υπό τον τίτλο «Με ένα καρφί στην καρδιά», που είχε δημοσιευτεί επίσης στο «Βήμα», το Σάββατο 24 Αυγούστου 1974, λίγες μόλις ημέρες μετά την κορύφωση της κυπριακής τραγωδίας με τη διεξαγωγή της επιχείρησης «Αττίλας ΙΙ» (14-16 Αυγούστου 1974), έγραφε, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:
Η αντάρα της Κύπρου εξακολουθεί να σκεπάζει σχεδόν ολόκληρο τον νοητικό και συναισθηματικό μας ορίζοντα. Τις προάλλες ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος φίλος μού ψιθύρισε: «Ξέρεις, κάθε φορά που την συλλογίζομαι ή που ακούω το όνομά της, νιώθω σαν ένα καρφί να μου σουβλίζει την καρδιά». Δεν μιλούσε για την νεκρή μάνα του, αλλά για την μεγαλόνησο που πρωτογνωρίσαμε μαζί φέτος το Πάσχα.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ωστόσο, πέρα από την διπλωματική και υλική συμπαράσταση, μένει ανοιχτό το χρέος μας απέναντι στους Κυπρίους. Χρέος όχι απλώς φιλανθρωπίας είτε φυλετικής αλληλεγγύης, χρέος επιτακτικό όσο και αμήχανο, χρέος τιμής και συνείδησης, που μονάχα με αδιάκοπη και ελεγχόμενη συναισθηματική κατάθεση θα μπορέσουμε κάποτε να το εξοφλήσουμε. Και που πρέπει να εξοφληθεί στο ακέραιο για να καθαριστούμε ψυχικά από το πλέγμα της συλλογικής ευθύνης και ενοχής μας.
Αλλιώς δεν γίνεται. Η εθνική μας συνείδηση δεν θα καθαριστεί ποτέ αν περιοριστούμε στα του ελλαδικού οίκου μας, αν αρκεστούμε σε ελεημοσύνες και παραστάσεις και διαδηλώσεις για την Κύπρο, ρίχνοντας όλο το όνειδος στην δολιότητα των Αμερικάνων, στην αρπακτικότητα των Τούρκων ή και στην τύφλωση κάποιων στρατοκρατόρων μας. Καθένας μας ας ρωτηθεί, μόνος μπροστά στον καθρέφτη: «Τι έκανα ως τώρα για να γνωρίσω και να σεβαστώ την Κύπρο; Και τι είμαι διατεθειμένος αλήθεια να κάνω για τους Κύπριους από εδώ και εμπρός;»
[…]
Ο Γ. Π. Σαββίδης
Αν μέσα σε εφτά χρόνια «με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο» πράγματι μάθαμε κάτι χρήσιμο για την υπόλοιπη ζωή μας, είναι προπάντων ότι δεν μένουν άλλα περιθώρια για ξόρκια, αγαθά και ρητορείες. Ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μην μπερδεύεται το εθνικό φιλότιμο με την εθνικιστική υπεροψία ή με τον τοπικιστικό εγωισμό — άσε πια με το ταξικό ή το ιδιωτικό συμφέρον.
[…]
Και για την ώρα προτιμώ να σταματήσω σε τούτα. Ας τα συλλογιστεί ο καθένας μας για λογαριασμό του, ζυγίζοντας το χρέος του απέναντι στην διψασμένη και βιασμένη Κύπρο.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την κυπριακή διάλεκτο, τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της από αρχαιοτάτων χρόνων, μεταφέρουμε εδώ τα καταγεγραμμένα σε παλαιότερο σχετικό άρθρο μας (21 Νοεμβρίου 2023), στη θεματική ενότητα της Γλώσσας (Language):
Όπως έχουμε προαναφέρει, η αρκαδοκυπριακή αποτελεί τη μία από τις τέσσερις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες της 1ης χιλιετίας π.Χ. (αττικοϊωνική, δωρική και αιολική οι άλλες τρεις). Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι συγγενείς διάλεκτοι που μιλήθηκαν στην Αρκαδία και στην Κύπρο στην εν λόγω χιλιετία, μορφές δηλαδή της ελληνικής γλώσσας που εμφανίζουν σαφή κοινά χαρακτηριστικά (όπως η χρήση της δοτικής αντί της γενικής ύστερα από συγκεκριμένες προθέσεις) παρά τα διαφορετικά συστήματα γραφής τους.
[…]
Η κυπριακή διάλεκτος, από την άλλη πλευρά, μιλήθηκε από ελληνόφωνους πληθυσμούς (ελληνικά φύλα που προέρχονταν κυρίως από την Πελοπόννησο, αλλά και από άλλες περιοχές, όπως η Αθήνα) που είχαν εγκατασταθεί σταδιακά στη μεγαλόνησο πριν από τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. λόγω της καίριας –για τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς– γεωγραφικής θέσης της και του πλούσιου σε μεταλλεύματα υπεδάφους της. Με την τοπική αυτή διάλεκτο της ελληνικής που μιλιόταν στο νησί συνδέθηκε άρρηκτα το λεγόμενο κυπριακό συλλαβάριο, ένα συλλαβικό σύστημα γραφής, που εμφανίστηκε την 1η χιλιετία π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε (με ποικιλόμορφες παραλλαγές, σχετιζόμενες με τοπικά και χρονικά όρια, το σχήμα και τον αριθμό των γραφημάτων) επί σειράν αιώνων.
Οι παλαιότερες επιγραφές της κυπριακής διαλέκτου στο υπό εξέταση συλλαβάριο ανάγονται στον 8ο αιώνα π.Χ. Το κυπριακό συλλαβάριο –χρησιμοποιήθηκε επιπροσθέτως για να καταγραφεί το τοπικό ιδίωμα που συμβατικά αποκαλείται ετεοκυπριακή γλώσσα– έπαυσε σε γενικές γραμμές να χρησιμοποιείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. (πάντως, σποραδικά δείγματα κειμένων σε συλλαβάριο απαντούν ακόμα και στο 2ο-1ο αιώνα π.Χ.), όταν πήρε τη θέση του το ελληνικό αλφάβητο. Βεβαίως, τα πρώτα δείγματα αλφαβητικής γραφής στη συντηρητικής νοοτροπίας κυπριακή κοινωνία είχαν εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά οι σχετικές επιγραφές έφεραν ταυτόχρονα και τη συλλαβική απόδοση του ίδιου κειμένου.
Η ορειχάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου (αρχαίας πόλης της Κύπρου, που σήμερα ονομάζεται Δάλι), που χρονολογείται στο α’ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. και φέρει και στις δύο όψεις της εγχάρακτη επιγραφή στο κυπριακό συλλαβάριο (κείμενο στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο)
Η σταδιακή κυριαρχία της ελληνιστικής κοινής και του ελληνικού αλφαβήτου επί της κυπριακής διαλέκτου και του κυπριακού συλλαβαρίου άρχισε στη μεγαλόνησο –όπως και σε όλες σχεδόν τις ελληνόφωνες περιοχές– από το β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Στα τέλη πλέον του 3ου αιώνα π.Χ. η κυπριακή διάλεκτος και το κυπριακό συλλαβάριο είχαν περιοριστεί ουσιαστικά στο θρησκευτικό πεδίο, ήτοι σε έναν τομέα εξόχως συντηρητικό από γλωσσικής απόψεως. Βεβαίως, η μετάβαση από το παλαιό σύστημα γραφής στο νέο, από το συλλαβάριο στο αλφάβητο, συνοδεύτηκε από αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα δύο συστήματα γραφής και επέφερε μια κατάσταση προσωρινής σύγχυσης ή, αν προτιμάτε, γλωσσικής διμορφίας.
Τα κοινά γλωσσικά στοιχεία στην αρκαδική και στην κυπριακή διάλεκτο ερμηνεύονται από τους μελετητές ως απόρροια των εξελίξεων που σημειώθηκαν στην Αρκαδία και στην Κύπρο στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Δεδομένου ότι η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος εμφανίζει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την ελληνική των Μυκηναϊκών Χρόνων, μπορούμε να υποθέσουμε βασίμως ότι οι μύθοι που αναφέρονται στην εγκατάσταση ελληνικών φύλων στην Κύπρο μετά το πέρας του Τρωικού Πολέμου έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Πιο αναλυτικά, εικάζουμε ότι περί το 1200 π.Χ., μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων της Πελοποννήσου, ελληνόφωνα φύλα της περιοχής κατέφυγαν στην Αρκαδία, στον μοναδικό –όπως προείπαμε– μη δωρικό πελοποννησιακό θύλακα. Ένα τμήμα των πληθυσμών αυτών παρέμεινε μόνιμα εκεί, αλλά ένα άλλο μετανάστευσε σταδιακά –κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα– προς ανατολάς αναζητώντας καλύτερες βιοτικές συνθήκες. Έτσι, μυκηναίοι άποικοι έφθασαν και στην Κύπρο, μεταφέροντας τη διάλεκτό τους και προσαρμόζοντας στις ανάγκες της γλώσσας τους το επιχώριο συλλαβικό σύστημα γραφής, το λεγόμενο κυπρομινωικό (επιγραφές με τον κυπρομινωικό κλάδο γραφής είχαν εμφανιστεί στην Κύπρο από τα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ.).
- Δήμος Νίκαιας-Αγ.Ι.Ρέντη: Ο μεγάλος όγκος των υδάτων υπερέβη προσωρινά τις δυνατότητες των υποδομών
- Προειδοποίηση για την κακοκαιρία Byron: «Δεν έχει τελειώσει» – Οι επτά περιοχές που θα σαρώσει
- Πληθαίνουν οι ενδείξεις – Το εμβόλιο του έρπητα ζωστήρα δείχνει να προστατεύει από την άνοια
- World Athletics: Τέλος στην αδικία των διαδρόμων
- Αλέξανδρος Κοψιάλης: «Είμαι 120 κιλά, άμα συνεχίσω θα φράξουν όλα»
- Gen Alpha μεγαλώνει στο χάος της παραπληροφόρησης – Ενημερώνεται, δυσπιστεί, αγχώνεται για το μέλλον





