Ένα Γκονκούρ για τους αντιήρωες της Ιστορίας – Για το «Να την προσέχει» του Ζαν Μπατίστ Αντρεά
Στο βραβευμένο μυθιστόρημά του «Να την προσέχει» ο Ζαν Μπατίστ Αντρεά περιγράφει τις παράλληλες διαδρομές του Μίμο και της Βιόλα λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της ανόδου του μουσολινικού φασισμού στην Ιταλία
Ο άγγελος της Ιστορίας είναι επιφορτισμένος με το έργο που του έχει αναθέσει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σ’ εκείνη την ιδιοφυή ανάγνωση του πίνακα του Πάουλ Κλέε: έχει το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Και εκεί όπου σ’ εμάς παρουσιάζεται μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του. Την ίδια στιγμή η θύελλα της προόδου τον σπρώχνει προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη. Τι θα έβλεπε άραγε αν εστίαζε στις καθημερινές στιγμές των ανθρώπων που εγκλωβίζονται στις μυλόπετρες της ιστορικής συνθήκης; Στις ζωές εκατομμυρίων αντιηρώων που υπομένουν την καθημερινότητά τους, συνθλίβονται από τις αποφάσεις των ισχυρών, ταπεινώνονται, αλλά συνεχίζουν να βλέπουν τον ουρανό -έστω και από τον υπόνομο, όπως έγραφε ο Όσκαρ Ουάιλντ; Αυτούς τους ανθρώπους «θυμάται» ο 54χρονος Γάλλος συγγραφέας Ζαν Μπατίστ Αντρεά στο μυθιστόρημα «Να την προσέχει» (εκδ. Πατάκη, μτφ. Μήνα Πατεράκη -Γαρέφη, 2025), το οποίο διακρίθηκε με το βραβείο Γκονκούρ πριν από δύο χρόνια.
Και καλύτερος αντιήρωας δεν θα μπορούσε να υπάρχει από τον Μίμο (Μικελάντζελο) Βιταλιάνι, Ιταλό της Λιγυρίας, που γεννιέται στη Γαλλία το 1904, πάσχει από νανισμό, χάνει τον πατέρα του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βλέπει τη μητέρα του να τον αποχωρίζεται «για το καλό του» στέλνοντάς τον πίσω στην Ιταλία για να γίνει γλύπτης. Αυτός είναι ο αφηγητής σε όλο το βιβλίο, αλλά ως ετοιμοθάνατος. Ξαπλωμένος στην κλίνη της Σάκρα ντι Σαν Μικέλε το 1986 περιμένει το τελικό σκοτάδι. Κάτι προσπαθεί να πει στον φίλο του, τον ηγούμενο Βιντσέντσο. Άλλωστε, «από πότε οι νεκροί δεν μπορούν να διηγηθούν την ιστορία τους;». Προσπαθεί να του υποδείξει πιθανότατα το μυστικό πίσω από τη σκανδαλώδη «Πιετά» που έχει φιλοτεχνήσει: το σύμπλεγμα που αποσύρει το Βατικανό επειδή προκαλεί ένα είδος ντελίριου σε εκατοντάδες επισκέπτες. Δίπλα του θα μείνει επί 40 χρόνια, «για να το προσέχει» – εκεί παραπέμπει ο τίτλος του μυθιστορήματος.

Ο Μίμο ζει στην εποχή που ένας κόσμος πεθαίνει στην Ιταλία και ο καινούριος του φουτουρισμού και του φασισμού πασχίζει να κυριαρχήσει. Θα το πετύχει με τίμημα τη συνενοχή της παλιάς αριστοκρατίας, των επιτήδειων, των τυχοδιωκτών, αλλά και ανθρώπων όπως ο Μίμο, που μπορούν να υποστούν την «κοινοτοπία του Κακού» όσο διαρκεί το κυνήγι της προσωπικής αναγνώρισης. Ένας «νάνος» που λαχταρά να γίνει γλύπτης πανεθνικής εμβέλειας μπορεί και να κλείνει τα μάτια όταν οι μαχαιροβγάλτες τείνουν να γίνουν καθεστώς. Μπορεί και να απαρνείται τους παλιούς φίλους, όπως τον Μπιτσάρο καθώς περιμένει ένα νεύμα μέσα στην κρύα νύχτα. «Με το ίδιο χαμόγελο με το οποίο ο Πέτρος, δύο χιλιάδες χρόνια πριν, απευθύνθηκε σ’ έναν φρουρό που παραήταν περίεργος, δήλωσα: “Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου”».
Την ίδια στιγμή οι άνεμοι της ιστορίας έχουν ρίξει τον Μίμο στη βίλα των Ορσίνι και της σαγηνευτικής συνομήλικής του Βιόλα, με την οποία λογίζονται «συμπαντικοί δίδυμοι». Πρόκειται για ένα δεύτερο, ρομαντικό υπο-σενάριο, που αποτελεί και το ηθικό κέντρο της αφήγησης. Μια σχέση έλξης και απώθησης, αγάπης και απόστασης, ηθικότητας και αμοραλισμού που κινεί τα νήματα στη ζωή και των δύο. Και επειδή ο Αντρεά αποδεικνύεται καλός «παραμυθάς» η σχέση αυτή αποκτά κάτι από τη δημιουργική αυθαιρεσία του Φανταστικού. «Τη μια μέρα αγαπιόμαστε, την άλλη μισιόμαστε… Είμαστε δύο μαγνήτες. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε, τόσο πιο πολύ απωθούμαστε» λέει κάποια στιγμή η Βιόλα. «Δεν είμαστε μαγνήτες. Είμαστε μια μουσική συμφωνία. Και ακόμη και η μουσική χρειάζεται σιωπές» διορθώνει με τον τρόπο του ο Μίμο.
Η πρώτη συνάντησή τους γίνεται σε ένα νεκροταφείο. Η δεύτερη στο δωμάτιο της Βιόλα, όπου ο νεαρός μαθητευόμενος γλύπτης «προσγειώνεται» όταν πέφτει απ’ τη σκεπή την οποία επιδιορθώνει. Κι εκεί, στο μαλακό κρεβάτι που ποτέ δεν είχε στη δική του ζωή, περιγράφει το υλικό απ΄ το οποίο είναι φτιαγμένοι ακριβώς οι αντιήρωες όταν λαχταρούν να σταματήσει η δίνη της Ιστορίας γύρω τους: «Μόνο για ένα λεπτό. Έλεος. Ένα μικρούλι λεπτό που δε θα κάνει κακό σε κανέναν, κλεμμένο από έναν αιώνα όπου όλα κινούνται υπερβολικά γρήγορα».

Ο συγγραφέας Ζαν-Μπατίστ Αντρεά
«Γέλα, Παλιάτσο»
Η πρώτη «συνάντησή» του με τη μεγάλη τέχνη, από την άλλη, του προκαλεί δέος και απέχθεια. Είναι ο τόμος με τη ζωγραφική του Φρα Αντζέλικο: «Όταν το άνοιξα, μ’ έπιασε μια αδιαθεσία… Δεν είχα δει ποτέ τόσα χρώματα, τόση γλυκύτητα. Ήμουν νέος, αλαζόνας, ήξερα ότι ήμουν προικισμένος… Αλλά αυτός εδώ ο τύπος, ο Φρα Αντζέλικο, ήξερε κάτι που αγνοούσα». Η τέχνη έκτοτε θα είναι μια διαρκής διαδικασία μαθητείας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Μίμο θα πρέπει να αφαιρεί τα περιττά στρώματα για να φτάσει στον πυρήνα. Λίγο αργότερα θα συνειδητοποιήσει την αλλαγή: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου, έπιασα τον εαυτό μου, όταν σμίλευα, να σκέφτεται συγκεχυμένα ότι η πράξη μου δεν ήταν ορφανή. Ότι είχε εξευγενιστεί από χίλιους πριν από μένα και θα εξευγενιζόταν από χίλιους μετά. Κάθε χτύπημα σφυριού ερχόταν από μακριά…».
Στη διαδρομή αυτή τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτε δεν φαίνεται τόσο «αληθινό» όσο ένα προσωπείο. Οι δύο νέοι, όπως και ο περίγυρός τους -τα αδέρφια της Βιόλα, οι φίλοι του Μίμο- πορεύονται αλλάζοντας μάσκες και επιβιώνοντας σε ένα καθεστώς με το πρόσωπο της τρομοκρατίας. Είναι μάλιστα ένα από τα κομψά ευρήματα του Αντρεά ότι πιστώνει αυτή την ανακάλυψη του ήρωά του στο μάθημα της όπερας. Όταν ακούει τον Καρούζο να τραγουδάει τον ρόλο του Παλιάτσου. «Vesti la giubba. Βάλε το σακάκι, χαμογέλα για να κρύψεις τον πόνο, κι όλα θα πάνε καλά… Ridi, Pagliaccio, e ognum applaudira. Γέλα, Παλιάτσο, και όλοι θα χειροκροτήσουν». Από εκεί και το μάθημα που θα συνοδεύει τους δύο φίλους μέχρι το τέλος: γελάς για να προλειάνεις το δράμα. Αφήνεσαι στις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής, αν θέλεις να συγκαταλέγεσαι στους πιστευτούς χαρακτήρες της μυθοπλασίας. Ακόμη και πίσω από τα προσωπεία ή τις μάσκες, τις στολές, τα μαύρα πουκάμισα και τα άμφια οι άνθρωποι είναι ένα μυστήριο αμφισημίας. Ούτε μαύρα ούτε λευκά πιόνια στη σκακιέρα της τυχαιότητας.
Για να χτίσει την αφήγησή του -ενδεχομένως και με απανωτές παρεκβάσεις- ο Αντρεά αντλεί έμπνευση από την παράδοση του πικαρέσκου, αλλά την ίδια στιγμή και του μοντέρνου ιστορικού μυθιστορήματος. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνεσαι ότι ο «Γατόπαρδος» του Τζουζέπε ντι Λαμπεντούζα είναι πανταχού παρών και τα σκεπάζει όλα (η αναφορά στο οικόσημο των Ορσίνι με την αρκούδα, που θυμίζει την αναφορά στο οικόσημο των Σαλίνα, είναι το λιγότερο). Χρησιμοποιεί, όμως, διαρκώς και τους κινηματογραφικούς κώδικες -ως πρώην σεναριογράφος- επισημαίνοντας, για παράδειγμα, τις λεπτομέρειες που αναδεικνύουν ένα ολόκληρο σύμπαν:
«Με οδήγησαν μέχρι την αλάνα όπου ήταν στημένη η παλιά τέντα του τσίρκου, πιο μπαλωμένη, πιο ξεθωριασμένη από άλλοτε. Το λάβαρο ΤΣΙΡΚΟ ΜΠΙΤΣΑΡΟ χόρευε, ξεφτισμένο, στην καταιγίδα… Αυτό το κομμάτι της ζωής μου είχε τελειώσει: η οδύνη, η φτώχεια, οι απουσίες στοιβαγμένες στα σωθικά μου. Απουσία μητέρας, της Βιόλα, μέλλοντος, απουσίες που είχα προσπαθήσει να γεμίσω το κενό τους σε όλα τα χαμαιτυπεία της πόλης. Ποτέ πια αυτό»
Ο συγγραφέας χτίζει τον καθεδρικό του σμιλεύοντας τις προτάσεις με την κατάλληλη λέξη, την κατάλληλη παρομοίωση και μεταφορά. Μακριά από το «anything goes», που εντυπωσιάζει αλλά παραμένει κούφιο μέσα στην εκρηκτικότητα και τη μεγαλοστομία του. Ακόμη και οι διακειμενικές αναφορές εδώ, τα φλας μπακ ή το πρωθύστερο σχήμα δεν ανακόπτουν τον ρυθμό. Σποραδικά ίσως, σε επιμέρους σημεία προκύπτει μια υπερβολή (όπως τη στιγμή που ο Μίμο μένει απένταρος στη Φλωρεντία: «Τότε έκανα το πολυτιμότερο πράγμα που μου είχαν μάθει οι γονείς μου, λίγο μετά τον ερχομό μου στη γη. Σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα»).
Μένει, ωστόσο, πιστός σε αυτό που φαίνεται να υπόσχεται προς τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες. Μία σάγκα με αρχή, μέση και τέλος, όπου η αφήγηση μπορεί να απευθύνεται σε πολλούς και ταυτόχρονα να διαθέτει βάθος.
- Η αστυνομία στο Βερολίνο, μπορεί να μπει σε σπίτια και να εγκαθιστά κατασκοπευτικό λογισμικό
- Υεμένη: Ο Γκουτέρες καταδικάζει την παραπομπή υπαλλήλων του ΟΗΕ σε δίκη από τους Χούθι
- Ένας φοιτητής του Πανεπιστημίου του Κεντάκι πέθανε από πυροβολισμό και ακόμα ένας δίνει μάχη για την ζωή του
- Στα «ΝΕΑ» της Τετάρτης: Ελληνες κυανόκρανοι στη Λωρίδα της Γάζας
- Η πρόεδρος της χώρας καταγγέλλει «εκλογικό» και ψηφιακό «πραξικόπημα» στην Ονδούρα
- Σε προχωρημένες επαφές με τον Μόντε Μόρις ο Ολυμπιακός (vid)
- Champions League: Η βαθμολογία της League Phase – Η θέση του Ολυμπιακού μετά τη νίκη του (pic)
- Ευρωκοινοβούλιο: Το άρθρο 86 και τα εμπόδια στην απονομή δικαιοσύνης – Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι διατάξεων
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις




![Αγρότες πρόσφεραν κρόκο και μήλα στους διερχόμενους οδηγούς στην Κοζάνη [βίντεο]](https://www.in.gr/wp-content/uploads/2025/12/agrotes77-127x85.jpg)


![Άκρως Ζωδιακό: Τα Do’s και Don’ts στα ζώδια σήμερα [Τετάρτη 10.12.2025]](https://www.in.gr/wp-content/uploads/2025/12/cristofer-maximilian-YK8Mvocj6yE-unsplash-315x220.jpg)





































![Αεροπλάνο προσγειώνεται πάνω σε αυτοκίνητο και όλοι επιβιώνουν με γρατζουνιές! [βίντεο]](https://www.in.gr/wp-content/uploads/2025/12/plane-crash231-315x220.jpg)































Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442