Η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία επανηγύρισε προχθές για την συμπλήρωση σαράντα ετών από τον καιρό που ιδρύθηκε. Και νομίζω ότι έδωσε τον ορθό τόνο στον εορτασμό, εξαίροντας ιδίως την μνήμη του ιδρυτή της, του Νικολάου Πολίτη. Βέβαια, σαν κάθε άρτιο πέρασμα μέσα από την ζωή, και του Πολίτη το πέρασμα άφησε όχι μόνο ένα σύνολο ατομικών έργων, προσπαθειών και επιτεύξεων, αλλά και μια μνήμη ζωντανή, μια παράδοση· ο Πολίτης είναι από τους  ελάχιστους Έλληνες διδασκάλους που άφησαν σχολή, οπαδούς. Όσο, λοιπόν, περνούν τα χρόνια, τόσο το έργο του θα ακτινοβολεί μέσα από καινούριες προσωπικότητες, τόσο περισσότερο θα αποτελεί έκφραση ομαδικών αναζητήσεων και δημιουργιών. Όμως ό,τι και να γίνεται, ούτε ευρύνονται τα πεδία των λαογραφικών ερευνών, ούτε εμβαθύνονται τα προβλήματά τους, αναπόσπαστα δε συνδέεται το όνομα της ελληνικής λαογραφίας με το όνομα του Νικολάου Πολίτη. Εκείνος της έδωσε πνοή, την δική του πνοή, εκείνος της έδωσε όρια και μέθοδο, την κατέστησε δηλαδή επιστήμη. Εορτάζοντες, λοιπόν, και το έργο της Λαογραφικής Εταιρείας, πρώτο χρέος έχουμε να εορτάζουμε την μνήμη του Νικολάου Πολίτη. Από νέος, παιδί ακόμη, είδε με ακρίβεια την σημασία των λαογραφικών σπουδών για την Ελλάδα και αφιέρωσε με συνέπεια και με επιμονή την ζωή του σ’ αυτές. Αυτός έδωσε όνομα στην καινούρια επιστήμη, και όταν αποφάσισε να ιδρύση την Λαογραφική Εταιρεία, είχε ήδη να επιδείξη σαράντα σχεδόν ετών αδιάκοπη αφοσίωση στις λαογραφικές έρευνες.


ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.5.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε τους λόγους της επιτυχίας του Πολίτη, θα σταθούμε εμπρός στην ισχυρή του προσωπικότητα· αν όμως θελήσουμε να εξακριβώσουμε γιατί η καινούρια επιστήμη στάθηκε βιώσιμη και τόσο γόνιμη, θα παρατηρήσουμε ότι ο Πολίτης δεν απομόνωσε αυθαίρετα ένα τμήμα του επιστητού για να το επεξεργασθή, αλλά διέγνωσε μια βασική, επιτακτική ανάγκη της νεοελληνικής ψυχής, και στην ανάγκη αυτήν εθεμελίωσε το έργο του. Ο πραγματισμός αυτός, η διαίσθηση των πραγματικών αναγκών ενός λαού, σε οποιοδήποτε επίπεδο, είναι ένα από τα ασφαλέστερα σημάδια της μεγαλοφυΐας. Πολλά χρόνια πριν από τον Πολίτη, πριν ακόμη από τον Αγώνα, ο νέος και δυνατός ελληνισμός, που γεμάτος ορμή ξανάπαιρνε τον δρόμο προς το φως και προς την χαρά της ζωής, ένοιωσε την ανάγκη να εδραιώση θεωρητικά τον δυναμισμό του και να συνδέση την νέα του εξόρμηση με την αρχαία του ιστορία. Η συνείδηση των ενδόξων προγόνων γίνεται ολοένα και πιο ζωντανή και ταυτόχρονα διαγράφονται δύο ρεύματα: το ένα τείνει να εξαρχαΐση τους νέους Έλληνας από την άποψη της παιδείας, και πιο ειδικά της γλώσσας· το άλλο τείνει να ανακαλύψη μέσα στην ζωή των νέων Ελλήνων τεκμήρια που να δείχνουν την αρχαία καταγωγή τους. Μέσα στο τόσο ταιριαστό πνεύμα του αρχομένου ρωμαντισμού, με παραστάτη τον προεπαναστατικό φιλελληνισμό, εξετάζονται η νεοελληνική γλώσσα, τα νεοελληνικά έθιμα, το δημοτικό τραγούδι, και γίνονται παραλληλισμοί και συσχετίσεις με την ελληνική αρχαιότητα. Η αυριανή λαογραφία ετοιμάζεται, ένας σπόρος επιστήμης τρέφεται μέσα στην ελληνική γη. Η εθνική υπερηφάνεια διατρανώνει τα ιστορικά δικαιώματα των νέων Ελλήνων επάνω στην αρχαία κληρονομία.

Με τον Αγώνα ό,τι ήταν θεωρία γίνεται πράξη. Έλληνες και ξένοι βλέπουν ζωντανεμένα εμπρός στα μάτια τους τα κατορθώματα των αρχαίων· τα ονόματα του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, των αρχαίων στρατηγών και ναυμάχων, φτερουγίζουν σε όλα τα στόματα. Η αρχαία Ελλάδα ξαναζή· οι φιλέλληνες που κατεβαίνουν εδώ, ξέρουν ότι θα βρουν ζωντανεμένη τη δόξα των Αθηνών και της Σπάρτης. Όμως ο εξημμένος ρωμαντισμός τους δεν αντέχει στην δοκιμασία· το φιλελληνικό ρεύμα χάνει την πρώτη του ορμή, σβήνει, γίνεται απογοήτευση, πικρία, καταλήγει στην άρνηση. Λίγα χρόνια μετά τον Αγώνα, ένας Γερμανός, ο Φάλλμεραϋερ, συνόψιζε την νέα στάση των Δυτικών απέναντι στην Ελλάδα: οι νέοι Έλληνες δεν έχουν σχέση με τους αρχαίους· ούτε μια στάλα από το αρχαίο αίμα δεν ρέει στις φλέβες τους. Βαριά και άδικη προσβολή, καμωμένη σε κρίσιμη ώρα, όταν το μικρό Βασίλειο, αδύνατο, χρειαζόταν την ξένη συμπάθεια και την ξένη συμπαράσταση για να ορθοποδίση. Η προσβολή δεν πρέπει να μείνη αναπάντητη και δεν θα μείνη: πυκνά, σε πρόζα και σε στίχους, επιστημονικά, ρητορικά, λογοτεχνικά, προβαίνουν τα δημοσιεύματα που θ’ αποδείξουν την πλάνη ή την κακή πίστη του Γερμανού σοφού. Και πάλι, η βάση η ίδια· θα αποδείξουμε την ενότητα του αρχαίου και του νέου ελληνισμού, με την ιστορία, με τα έθιμα, με την γλώσσα. Τα παλιά θέματα δουλεύονται ξανά, η γη αναμοχλεύεται, ο σπόρος είναι έτοιμος για να βλαστήση.


ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.5.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Χρειαζόταν όμως ο ένας, ο ξεχωριστός άνθρωπος, που θα συστηματοποιούσε όλες αυτές τις διάχυτες προσπάθειες, που θα καθώριζε τους κανόνες για την έρευνα και τον παραλληλισμό. Ήταν η ώρα του Νικολάου Πολίτη. Σχεδόν χωρίς αμφιταλαντεύσεις, με μιαν ακρίβεια καταπληκτική για την ηλικία του, πριν κλείση τα είκοσι του χρόνια, χαράζει την ίσια γραμμή της ζωής του. Αυτός θα συγκεντρώση το υλικό, αυτός θα καθορίση την μέθοδο, αυτός θα φθάση στα συμπεράσματα. Σύνθεση και ανάλυση συνδυασμένες, όπως ταιριάζει στην άρτια επιστήμη, θα συμβαδίζουν στο έργο του. Χαλκέντερος, ακαταπόνητος, αρχίζει ένα έργο που ούτε ο θάνατός του δεν θα το σταματήση, γιατί είναι ριζωμένο βαθιά μέσα στην ελληνική ψυχή. Συλλέγει, επεξεργάζεται, συγκρίνει, δημοσιεύει, ξεκαθαρίζει προβλήματα, ελέγχει, οργανώνει τις μεθόδους για την έρευνα και για την παρουσίαση του υλικού. Από τη μια στην άλλην άκρη της ελληνικής γης, οπαδοί και μαθητές, ηλεκτρισμένοι από τον ζήλο του, εργάζονται, συλλέγουν το υλικό που θα το δημοσιεύσουν ή θα το υποβάλουν στον διδάσκαλο. Δοκιμάζει απογοητεύσεις, όπως κάθε άνθρωπος, και μάλιστα όπως κάθε άνθρωπος μεγαλουργός. Αλλά οι ικανοποιήσεις είναι πολύ περισσότερες, και η γραμμή της δημιουργίας του σταθερά ανιούσα. Ο όγκος του έργου του ήταν ήδη τεράστιος όταν κατάλαβε ότι οι προοπτικές του επέβαλλαν την οργάνωση της ομαδικής εργασίας. Έτσι, παράλληλα με την συγγραφική δραστηριότητα και την άσκηση της ακαδημαϊκής διδασκαλίας, θα ιδρύση και την Λαογραφική Εταιρεία, θα εκδώση ένα πρότυπο περιοδικό, την «Λαογραφία». Το Λαογραφικό Αρχείο, κι’ εκείνο στην δική του επιστημονική θέληση οφείλεται. Ένας κόσμος ολόκληρος επιστημονικής ζωής γεννημένος από τον στοχασμό και την ενέργεια ενός ανθρώπου.


Κι’ έτσι όμως η εικόνα του δεν είναι ακέρια. Η γραμμή που είχε χαράξει στον εαυτό του ο Πολίτης ήταν ίσια, αλλά δεν ήταν στενή: το πνεύμα του είχε έκταση ανάλογη με την ένταση. Κι’ αν μπορή κανείς να παραβλέψη άλλες του, πολύ ουσιώδεις συμβολές στην ανάπτυξη της ελληνικής επιστήμης σκέπτομαι ιδιαίτερα την συστηματοποίηση της βιβλιογραφίας, εκείνο που δεν πρέπει ν’ αγνοηθή είναι η βασική του προσφορά στην διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η μεγάλη γενιά των νέων μας γραμμάτων, η γενιά του 1880, οφείλει σ’ εκείνον μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της και οι πιο αυθεντικοί εκπρόσωποί της, ο Παλαμάς και ο Δροσίνης, δεν παρέλειψαν να τονίσουν και να εξάρουν αυτήν την οφειλή. Ο Πολίτης είναι που, φροντιστηριακά σχεδόν, καθωδήγησε τους λίγο νεωτέρους του λογοτέχνες της γενιάς στην ανακάλυψη των θησαυρών της λαϊκής ψυχής όπως εκδηλώνεται στο δημοτικό τραγούδι· εκείνος τους ενέπνευσε και εκαλλιέργησε το ενδιαφέρον τους γύρω σ’ αυτά, συμβάλλοντας έτσι, ανεξάρτητα από κάθε θεωρία, και στην επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, της γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών. «Η λαογραφία», έγραψε ο Παλαμάς σχετικά με τον Πολίτη, «έπαιρνε στο χέρι της, κρατούσε στη σκέπη της την ποίησή μας». Οι πνευματικοί Πατέρες του νέου ελληνισμού δεν είναι πολλοί, και η μνήμη μας δεν είναι όσο θα έπρεπε δυνατή. Κάθε αφορμή που κινεί την σκέψη μας προς αυτούς είναι καλή και χρήσιμη. Για τούτο, μεγάλος έπαινος οφείλεται στην Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία για τον προχθεσινό ευλαβικό εορτασμό.

*Άρθρο του Κ. Θ. Δημαρά αφιερωμένο στον Νικόλαο Πολίτη, στυλοβάτη της ελληνικής λαογραφίας και των νεοελληνικών γραμμάτων. Είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 6 Μαΐου 1950.

Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, ιδρυτής και θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου στη χώρα μας, της λαογραφίας, γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 8 Μαρτίου 1852.

Από πολύ νωρίς εκδήλωσε το ενδιαφέρον του και την έμφυτη κλίση του στο θησαυρό της λαϊκής παράδοσης, στη μελέτη της οποίας έμελλε να αφιερώσει τη ζωή του.

Ως μαθητής γυμνασίου δημοσίευσε λαογραφικές μελέτες σε περιοδικά της εποχής εκείνης.

Αφού αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ο Πολίτης μετέβη στη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές (1876-1880).

Στα κατοπινά χρόνια κατέστη υφηγητής της Ελληνικής Μυθολογίας (1882), τμηματάρχης Μέσης Εκπαιδεύσεως στο υπουργείο Παιδείας (1884) και καθηγητής της Ελληνικής Μυθολογίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1890).

Ο Πολίτης ήταν εκείνος που εισήγαγε, το 1884, τον επιστημονικό όρο «λαογραφία», ενώ το 1887, ως τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας, προέτρεψε με εγκύκλιό του τους έλληνες εκπαιδευτικούς να προβούν στη συγκέντρωση «λαογραφικού» υλικού, το οποίο αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα ενός άτυπου λαογραφικού αρχείου.


Το 1899 ο Πολίτης εξέδωσε τον πρώτο τόμο των «Παροιμιών» του (ακολούθησαν άλλοι τρεις τόμοι έως το 1902, χωρίς όμως να ολοκληρωθεί το έργο), ενώ το 1904 δημοσίευσε τους δύο τόμους των «Παραδόσεων».

Οι «Παροιμίες» και οι «Παραδόσεις» ήταν τα έργα που προσέδωσαν στον Πολίτη προσωπική ακτινοβολία ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, καθώς εμφάνισαν τη λαογραφία ως εξελιγμένη συγκριτική επιστήμη, που αποσκοπεί στη μελέτη και την ερμηνεία των λαϊκών εκδηλώσεων, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τα βιώματα του ελληνικού λαού, την κατά τον Παλαμά ελληνική «ψυχή».

Το 1907 ο Πολίτης ενέταξε στην πανεπιστημιακή διδασκαλία του τα μαθήματα λαογραφίας.

Δύο χρόνια αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου 1909, ίδρυσε με τη συνδρομή σπουδαίων επιστημόνων και λογοτεχνών της εποχής εκείνης την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, το πρώτο επιστημονικό ίδρυμα για την καλλιέργεια και την προαγωγή των λαογραφικών ερευνών και σπουδών, ιδίως των αναφερομένων στη γνώση του ελληνικού και των άλλων λαών της Βαλκανικής.

Πέραν της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, ο Πολίτης εξέδωσε το περιοδικό «Λαογραφία» (1909) και ίδρυσε την Εθνική Μουσική Συλλογή (1914) με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη της παραδοσιακής μουσικής.


Το 1918 ο Πολίτης ίδρυσε το Λαογραφικό Αρχείο, που προσαρτήθηκε στην Ακαδημία Αθηνών το 1926 και μετονομάστηκε σε Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας το 1966.

Κατευθυντήριες γραμμές στο πολυσχιδές λαογραφικό έργο του Πολίτη είναι αφενός μεν η αρχαία και η βυζαντινή παράδοση, αφετέρου δε η διεθνής συγκριτική έρευνα, με στόχο την «ανθρωπολογική» κατανόηση των λαϊκών εθίμων και δοξασιών.

Σε καιρούς χαλεπούς για το ελληνικό έθνος, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο Πολίτης, με όπλα του το πάθος και την ευσυνειδησία, την επιστημονική γνώση, την εμβρίθεια και την οξύνοια, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο εκφάνσεις του ελληνικού λαϊκού βίου, να κινήσει το ενδιαφέρον επιστημόνων και λογίων για τη λαογραφία, να ανοίξει νέους επιστημονικούς δρόμους.

Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του Πολίτη και στην εξελικτική πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (μεταξύ άλλων, υπήρξε συνδιευθυντής, μαζί με τον Δροσίνη, του περιοδικού «Εστία»).


Στο έργο αυτού του στυλοβάτη της λαογραφίας και των νεοελληνικών γραμμάτων αναδεικνύονται όλες οι πτυχές του παραδοσιακού πολιτισμού: τραγούδια, παροιμίες, παραδόσεις, καθημερινός και επαγγελματικός βίος, λαϊκή τέχνη, κατοικία, θρησκευτική ζωή.

Τα άρθρα και οι μελέτες του Πολίτη δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις ογκώδεις τόμους που τιτλοφορούνται «Λαογραφικά Σύμμεικτα».

Ο Νικόλαος Πολίτης, ο αποκληθείς και πατέρας της λαογραφίας, έφυγε από τη ζωή στις 12 Ιανουαρίου 1921.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Νικόλαος Πολίτης, φοιτητής στο Μόναχο (1880), έργο του Γεωργίου Ιακωβίδη (πηγή: Εθνική Πινακοθήκη, nationalgallery.gr).