Στις 26 Φεβρουαρίου του 1821 το Ιάσιο κήρυττε την επανάσταση των Ελλήνων με κάθε επισημότητα.

Γράφει το ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ:

«Στης 26 Φεβρουαρίου όλα ήσαν εορτάσιμα εις το Ιάσιο. Η καμπάνες των Τριών Ιεραρχών της εκκλησίας του ομώνυμου μοναστηριού, που ήταν μετόχι του Άθωνα, κτυπούσαν από το πρωί, όπως στο πανηγύρι.

»Αρματωμένοι και λαός, πεζοί και καβαλλαρέοι, νοικοκυραίοι και γυναίκες έφθαναν στην εκκλησία και τα γύρω.

»Η φρουρά μόλις μπορούσε να κρατήση την τάξι. Η πολιτεία είχε βουίξη ότι θα γινότανε μεγάλη τελετή ν’ αγιάσουν την επανάστασι, τον αρχήγο και τη σημαία»

Όπως είναι λογικό, οι δρόμοι είχαν γεμίσει από κόσμο που ήθελε να είναι παρών έχοντας πλήρη συνείδηση τής ιστορικότητας της στιγμής.

«Όλοι έτρεχαν να ιδούν. Σα σαρδέλλες είχαν στιβαχθή τα πλήθη κι από μέσα κι απ’ έξω από την εκκλησία, με βάγια και σμερτιές. Ο Υψηλάντης έφτασε καβάλλα με διακόσους. Τον υποδέχτηκαν οι επιφανείς φιλικοί και τα παλληκάρια του.

»Όλοι είδαν με κάποια έκπληξι ότι αντί του μητροπολιτή της Ιεράπολης, πούλεγαν πως ο αρχηγός είχε διατάξη να ιερουργήση, κάθισε στο δεσποτικό, με τα πλούσια, ολόχρυσά του άμφια, ο ίδιος ο μητροπολίτης του Ιασίου Βενιαμίν».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 13.5.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Άστραφτε χλωμή απ΄τη συγκίνησι, η μορφή του κι έτρεμε η φωνή του την ώρα που είπε στον Υψηλάντη, δίνοντας του το σπαθί, τον ψαλμό του Δαυίδ: “Περίζωσε τη ρομφαία σου…” Ο Υψηλάντης φίλησε το ξίφος και το φόρεσε με βουρκωμένα μάτια. Ανατριχίλες έκοψαν το πλήθος, έτρεχαν τα δάκρυα και το μισόφωτο της εκκλησίας αντηχούσε από λυγμούς. Έπειτα ξέσπασαν όλοι σε φωνές μεγάλες:

–       Να μας ζήσης, αρχηγέ!

–       Στην Πόλι! Στην Πόλι!

»Έπειτα έγινε άξαφνα βαθειά σιωπή. Ωρκίστηκαν όλοι για την πατρίδα. Ο ιεράρχης ευλόγησε τη σημαία. Είχε στο ένα μέρος το σταυρό, το μέγα Κωνσταντίνο και την Ελένη, με την επιγραφή, με την επιγραφή “εν τούτω νίκα”  κι από το άλλο το φοίνικα με την επιγραφή: “Από τη στάχτη μου ξαναγεννιέμαι”.

Πηγή: ypsilantio.gr

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμονας , στο «Δοκίμιον Ιστορικόν Περί Της Ελληνικής Επαναστάσεως», τη συγκεκριμένη μορφή σημαίας την είχε προτείνει ο αδερφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, επίσης Φιλικός, Νικόλαος Υψηλάντης.

Τη συγκεκριμένη πρόταση την είχε συνυποβάλει, στις 31 Δεκεμβρίου του 1820 με πρόταση για σχηματισμό τακτικού σώματος στρατού.

«Η ελληνική σημαία, τόσον εις τα της ξηράς στρατεύματα, όσον και εις τα της θαλάσσης, πρέπει να ήναι κατασκευασμένη εκ τριών χρωμάτων άσπρου, μαύρου και κόκκινου. Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών επιχειρήσεως κατά των τυράννων. Το μαύρον τον υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον ημών, και το κόκκινον την αυτοεξουσιότητα του ελληνικού λαού και την χαράν αυτού, διότι πολεμεί διά την ανάστασιν της πατρίδος.

»Αι της ξηράς σημαίαι να παραστένωσιν ενταύτώ από τον έν μέρος τον Φοίνικα, καιόμενον, με τον αόρατον ακτινοβολούντα οφθαλμόν, μετά της επιγραφής “Εκ της στάχτης αναγεννώμαι. Από το άλλο μέρος τον Σταυρόν εις ένα στέφανον από δάφνας, και κάτωθεν αυτού την επιγραφήν: Εν τούτω τω σημείω νίκα».

Ήτο άρα ιδέα του Νικολάου Υψηλάντου το σύμβολον του Φοίνικος»

»Τίποτα δεν μπορεί να δώση μια ιδέα για τον ενθουσιασμό αυτής της ημέρας. Ύστερ’ από αιώνες σκοτεινούς και σκληρούς Εκκλησία ευλογούσε για πρώτη φορά ελληνική σημαία κι Έλληνα αρχηγό, απόγονο των Κομνηνών, πολεμιστή φημισμένο, εκδικητή δουλείας πικρής.

»Τα βλέφαρα όλα υγρά, τα μάτια φλογισμένα και στα στήθη, αλαφρωμένα σαν από το βάρος αβάσταχτο, ανασαίναν πλατειά στον παράδεισο του λυτρωμού. Σε κάθε συναπάντημά τους οι νέοι χαιρετούσαν οι μεν τους δε με την κραυγή:

–       Ελευθερία ή θάνατος!»

Το κείμενο βασίστηκε σε υλικό του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ».