«Από το πλήθος των φριχτών, τόσο σωματικών όσο και ψυχολογικών, εκδηλώσεων της ασθένειας, ένα από τα πιο διαδεδομένα συμπτώματα είναι το μίσος προς τον εαυτό σου ή, για να το θέσω λιγότερο κατηγορηματικά, η χαμηλή αυτοεκτίμηση – και καθώς η αρρώστια εξελισσόταν, υπέφερα όλο και περισσότερο από ένα αόριστο αίσθημα μειονεξίας. Η ατονία και η κακοκεφιά μου αποκτούσαν ακόμα πιο ειρωνική διάσταση, καθόσον είχα ταξιδέψει αεροπορικώς στο Παρίσι για μια σύντομη τετραήμερη επίσκεψη, προκειμένου να παραλάβω ένα βραβείο, το οποίο θα έπρεπε να είχε αποκαταστήσει πανηγυρικά την αυτοεκτίμησή μου».

William Styron Θέα στο σκοτάδι

Λένε πως όταν ο εγγονός του Μάριο Πούζο (1920-1999), του αμερικανού συγγραφέα του «Νονού», τον ρώτησε «Γιατί δεν γελάς ποτέ, παππού;», ο συγγραφέας απάντησε κοφτά: «Οι καταθλιπτικοί δεν γελάνε, μωρό μου». Ο εγγονός απομακρύνθηκε αμήχανος, με περισσότερες απορίες από όσες είχε προτού ρωτήσει τον παππού του -και μια καινούργια άγνωστη λέξη: «καταθλιπτικοί»-, δίχως να υποψιάζεται πως τις ίδιες απορίες και την ίδια αμηχανία μοιράζονται και οι περισσότεροι ενήλικοι ανά την υφήλιο: γιατί οι καταθλιπτικοί δεν γελάνε; Γιατί δείχνουν πάντοτε δυστυχισμένοι;

Ας το δούμε ως μια ιδιότυπη δυσχρωματοψία, έναν εποχικό δαλτονισμό. Ας πούμε ότι οι καταθλιπτικοί ζουν σε έναν αέναο χειμώνα, με σύντομα διαλείμματα άνοιξης και φθινοπώρου, αλλά ποτέ διάλειμμα καλοκαιριού. Το καλοκαίρι ως στερεότυπο της χαλάρωσης και της ανεμελιάς, όπως αποτυπώνεται στα αγαπημένα μας τραγούδια -εύκολα ανασύρουμε από τη μνήμη μας επιτυχίες του Λουκιανού Κηλαηδόνη και του Βαγγέλη Γερμανού- ή στους περίφημους στίχους της Εμιλι Ντίκινσον –«γέλιο και δύναμη και αναστεναγμό / και φορέματα και μπούκλες»- απουσιάζει μόνιμα από τον ψυχισμό των καταθλιπτικών. «Κάποιος απ’ τη συντροφιά, διαισθανόμενος τη βαριά διάθεσή μου», γράφει ο Ουίλιαμ Στάιρον, «ζήτησε συγγνώμη για τον άσχημο καιρό, αλλά εγώ σκεφτόμουν -θυμάμαι- ότι θα αντιδρούσα σαν ζόμπι, ακόμα κι αν ήταν μια από τις φημισμένες, ζεστές και μυρωμένες ρομαντικές παρισινές νύχτες. Ο καιρός της κατάθλιψης δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις, το φως της είναι πάντα μουντό».

Ο Ουίλιαμ Στάιρον (1925-2006), πολυβραβευμένος αμερικανός συγγραφέας -στην Ελλάδα γνωστός κυρίως για την «Επιλογή της Σόφι», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και χάρισε το δεύτερο από τα τρία Οσκαρ της στη Μέριλ Στριπ-, έζησε την κατάθλιψη στο πετσί του, ένιωσε «την πνοή των φτερών της τρέλας» (Μπωντλαίρ) κι έφθασε μια ανάσα πριν από την αυτοκτονία. Τον Μάιο του 1989, στη Βαλτιμόρη, σε ένα συμπόσιο με θέμα τη συναισθηματική διαταραχή, υπό την αιγίδα του τμήματος ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, έδωσε μιαν αλησμόνητη διάλεξη για το επώδυνο βίωμά του· μεταποίησε τη διάλεξη σε δοκίμιο και το δημοσίευσε στο περιοδικό «Vanity Fair» τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ την επόμενη -με μιαν ακόμη μεταποίηση- κυκλοφόρησε ως βραχύσωμο βιβλίο υπό τον τίτλο «Θέα στο σκοτάδι» (εδώ δημοσιεύτηκε το 2003 από τις εκδόσεις Ποταμός, σε εξαιρετική μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου). «Ποτέ ο Στάιρον δεν μεταχειρίστηκε τόσο αποτελεσματικά τόσο λιγοστά λόγια», αποφάνθηκε το «Newsweek». Προσυπογράφουμε αναφανδόν.

Η μετάβαση του Στάιρον από την ήπια στη βαριά κατάθλιψη (εκεί όπου τα σύνορα με την παραφροσύνη είναι απροσδιόριστα· εξού ο υπότιτλος του βιβλίου: «Χρονικό μιας τρέλας») ξεκινάει τον Οκτώβριο του 1985, στο Παρίσι. Καθώς ο συγγραφέας έχει έρθει για να προσθέσει ένα ακόμη βραβείο για τη συλλογή του και η συμπτωματολογία του δεν είναι ακόμη ορατή διά γυμνού οφθαλμού, οι «παραξενιές» και οι «ιδιοτροπίες» του μοιάζουν ακαταλαβίστικες στα μάτια των τρίτων. Αυτό, όμως, είναι και το δράμα των απανταχού καταθλιπτικών. «[Η κατάθλιψη] παραμένει σχεδόν ακατάληπτη», σημειώνει ο Στάιρον, «σε όσους δεν την έζησαν στην ακραία μορφή της […] Αυτή η αδυναμία κατανόησης συνήθως δεν οφείλεται σε έλλειψη οίκτου, αλλά στη βασική ανικανότητα των υγιών ατόμων να συλλάβουν μια μορφή βασανιστηρίου τόσο ξένη προς την καθημερινή τους εμπειρία […] Η μουντή πάχνη του τρόμου που γεννά η κατάθλιψη αποκτά τη μορφή του σωματικού πόνου. Δεν πρόκειται ωστόσο για έναν πόνο άμεσα αναγνωρίσιμο, σαν τον πόνο ενός σπασμένου μέλους. Θα ήμουν πιο ακριβής αν έλεγα ότι εξαιτίας ενός άσχημου παιχνιδιού της συνείδησης εις βάρος του άρρωστου εγκεφάλου, η απελπισία μοιάζει εντέλει με τη διαβολεμένη δυσφορία που αισθανόμαστε σε υπερβολικά ζεστό χώρο. Και επειδή κανένα ρεύμα δεν αναδεύει τον αέρα σ’ αυτό το καζάνι, επειδή δεν υπάρχει διέξοδος απ’ αυτό το ασφυκτικό απομονωτήριο, είναι απολύτως φυσικό το θύμα να αρχίσει να σκέφτεται αδιάκοπα τη λήθη». Για την ακρίβεια, τη συντομότερη οδό προς τη λήθη: την αυτοκτονία.

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο υποφέρουν από κατάθλιψη και βρίσκονται παγιδευμένοι στον μονόδρομο της αυτοκτονίας -αισθητά λιγότεροι, εντούτοις, ακολουθούν τη διαδρομή έως το τέρμα. Κανένα φύλο και καμία φυλή, καμία ταξική προέλευση και κανένα επάγγελμα δεν σου εξασφαλίζει το απυρόβλητο, μολονότι η αρρώστια δείχνει κάποια νοσηρή στατιστική προτίμηση προς τις γυναίκες και τους καλλιτέχνες. Η λίστα του Στάιρον με τους επώνυμους καταθλιπτικούς αυτόχειρες είναι υπερβολικά μεγάλη: Βίνσεντ βαν Γκογκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τσέζαρε Παβέζε, Ρομέν Γκαρί, Σίλβια Πλαθ, Τζιν Σίμπεργκ, Τζακ Λόντον, Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Αν Σέξτον, Πρίμο Λέβι, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, τόσοι άλλοι…

Ο ίδιος ο Στάιρον θα φθάσει κάποτε στο σημείο να βλέπει πολλά από τα αντικείμενα του σπιτιού του ως «δυνητικά μέσα» για να δώσει τέρμα στη ζωή του: τα δοκάρια της σοφίτας για κρέμασμα, το γκαράζ για να εισπνεύσει μονοξείδιο του άνθρακα, την μπανιέρα για να δεχτεί το αίμα από τις κομμένες αρτηρίες του· «επιπλέον», προσθέτει, «ερωτοτροπούσα με την ιδέα της ηθελημένης προσβολής από πνευμονία – ύστερα από έναν μακρύ περίπατο με το πουκάμισο, μες στο κρύο, στο βροχερό δάσος». Τα εσκεμμένα «φυσικά αίτια» θανάτου έχουν το προσόν ότι σε προστατεύουν από τα κουτσομπολιά και τις κακολογίες των τρίτων, όπως και ότι εμποδίζουν τη μεταφορά του «στίγματος» από τον αυτόχειρα στους επιζώντες συγγενείς του. Την υστάτη κι ενώ έχει ήδη δρομολογήσει την αυτοκτονία του, ο Στάιρον θα ακούσει στο ραδιόφωνο μια ραψωδία, που τραγουδούσε η μητέρα του όταν ήταν πιτσιρικάς (την έχασε στα δεκατρία του), και η συνειδητοποίηση αυτής της απώλειας, του «ανολοκλήρωτου πένθους», θα τον υποχρεώσει να στρίψει απότομα το τιμόνι προς τη ζωή. Θα επιλέξει να ζήσει. Θα μπει στο νοσοκομείο και, ύστερα από μια ιλαροτραγική νοσηλεία, θα αποθεραπευτεί. Θα διαγράψει κάθε πεισιθάνατη σκέψη. Θα πεθάνει πολλά χρόνια αργότερα. Τον Νοέμβριο του 2006, στο αγαπημένο του αγρόκτημα. Από φυσικά αίτια. Από πνευμονία.