Καταγγελίες για εγκατάλειψη από την Πολιτεία και σοβαρό κίνδυνο για την υγεία τους κάνουν κάτοικοι στο Μάτι μετά την τραγωδία της 23ης Ιουλίου. Ένα μήνα μετά, οι άνθρωποι που επέζησαν από την πύρινη λαίλαπα έχουν να αντιμετωπίσουν τώρα την αναλγησία του κράτους και τη γραφειοκρατία στο απόγειό της. «Νιώθουμε εγκατάλειψη, μάς έχους ξεχάσει» λένε χαρακτηριστικά, ενώ την ίδια ώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με το δηλητήριο που έχει εκλυθεί στον αέρα και τον υδροφόρο ορίζοντα.

Επιβλαβείς ουσίες, όπως ο μόλυβδος, ο αμίαντος, αλλά και τα προϊόντα καύσης του πλαστικού που έχει καεί, δημιουργούν επί της ουσίας ένα «θανατηφόρο» κοκτέιλ που απειλεί τους κατοίκους, με την ακαδημαϊκή κοινότητα να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για δράση.

Η ανησυχία των ειδικών επικεντρώνεται πλέον στην επιμόλυνση του εδάφους και των υδάτων, γι’ αυτό και οι ερευνητές του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχουν λάβει δείγματα από περίπου 50 σημεία στην πληγείσα περιοχή.

Οι κατάλληλες συνθήκες για διαμονή στα καμένα της ανατολικής Αττικής αναμένεται να διαμορφωθούν από το Νοέμβριο και μετά, σύμφωνα με τον καθηγητή Φυσικής της Ατμόσφαιρας, γεωλόγο Χρήστο Ζερεφό. Έως τότε οι φθινοπωρινές βροχές θα έχουν αποπλύνει την περιοχή από σκόνη και τοξικές ουσίες, που εκλύθηκαν με την πυρκαγιά, και οι χαμηλότερες θερμοκρασίες θα έχουν επαναφέρει το μικροκλίμα και τα συστατικά του σε κανονικά επίπεδα.

Όπως εξηγεί ο ίδιος στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, το περιβάλλον θ’ αρχίσει να επανέρχεται στην πρότερη κατάσταση τους επόμενους μήνες κι έως τότε κάτοικοι και επαγγελματίες που εργάζονται στον τόπο για την αποκατάσταση της ζωής, θα πρέπει να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας, ενώ κάνει λόγο για επιβαρυμένη περιβαλλοντικά κατάσταση.

«Αιωρούμενα σωματίδια, αμίαντος, διοξίνες και πολλές άλλες ουσίες που απελευθερώνονται σε μία πυρκαγιά, που δεν καίει μόνο δάσος αλλά και σπίτια και οχήματα, είναι για τους ανθρώπους ιδιαιτέρως επιβλαβή στοιχεία» αναφέρει ο κ. Ζερεφός, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου ιδιαίτερα για ευπαθείς και αδύναμους οργανισμούς, όπως τα παιδιά και τα άτομα τρίτης ηλικίας.

Εξηγεί, δε, πως όσο κι αν από την κατάσβεση έχουν μεσολαβήσει βροχές, μεγάλη ποσότητα σκόνης που παρήχθη κατά τη διάρκεια της καταστροφικής πυρκαγιάς έχει τρυπώσει σε «ασφαλή» σημεία και με τους δυνατούς ανέμους απελευθερώνεται και εισπνέεται.

Μιλώντας στα «Νέα», ο Αναστάσιος Σπαντιδέας, διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφέρει πως η καύση των πλαστικών υλικών συνοδεύεται από την απελευθέρωση στο περιβάλλον σημαντικών ποσοτήτων διοξινών, ουσιών δηλαδή οι οποίες χαρακτηρίζονται εξαιρετικά επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία. Παράλληλα, η καύση παλαιών οικημάτων και κατασκευών που δεν πληρούν τις σύγχρονες προδιαγραφές περικλείει τον κίνδυνο απελευθέρωσης στο περιβάλλον σημαντικών ποσοτήτων ινών αμιάντου ενός λίαν τοξικού και καρκινογόνου υλικού, επηρεάζοντας το αναπνευστικό και το καρδιαγγειακό σύστημα όλων των ατόμων που τις εισπνέουν.

Πέρα από τα οξέα αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα που προκαλούν η κάπνα και τα αιωρούμενα σωματίδια, συνεχίζει ο κ. Σπαντιδέας, μια πυρκαγιά που ξεσπά σε κατοικημένη περιοχή έχει ως αποτέλεσμα να καούν όπως προαναφέρθηκε αυτοκίνητα, οικοσκευές, πλαστικά, στέγες, καλώδια κ.ά. απελευθερώνοντας στο περιβάλλον ιδιαίτερα τοξικές ουσίες. Και μπορεί μέρα με την ημέρα οι συγκεντρώσεις των ρύπων να μειώνονται στην ατμόσφαιρα, είναι βέβαιο όμως ότι οι κάτοικοι εισπνέουν επί εβδομάδες τοξικό αέρα. Αλλωστε η στάχτη και η σκόνη δεν έχουν απομακρυνθεί ακόμα από την περιοχή και παραμένουν εκεί.

Το σίγουρο, επίσης, είναι ότι, πέρα από την ατμόσφαιρα, το έδαφος της καμένης περιοχής έχει «ποτιστεί» από τις τοξικές ουσίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία, καθώς η μόλυνση επιστρέφει στον άνθρωπο μέσω των υδάτων και της τροφικής αλυσίδας.

Οι επιστήμονες μιλούν για τοξική βόμβα έτοιμη να εκραγεί, ενώ επισημαίνουν πως επιβάλλεται διαρκής επαγρύπνηση των υγειονομικών υπηρεσιών, έγκαιρες και έγκυρες τακτικές μετρήσεις και σωστή και τακτική ενημέρωση των πολιτών για την αποτελεσματική τους προστασία.