Χωρίς τον κινητήρα που θα κάνει τη διαφορά, αλλά με το οδηγικό προφίλ μιας ικανότατης BMW, η δίλιτρη Σειρά 1 Coupe ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και στη στυγνή, ελληνική πραγματικότητα.
Θυμίζει τα καλοβαλμένα coupe της δεκαετίας του 1960, έστω και αν τα τετραγωνισμένα φωτιστικά σώματα του πίσω τμήματος απέχουν από τις ‘στρογγυλοφάναρες’ 1602 και 2002 που διέθετε ο Βαυαρός κατασκευαστής εκείνη την εποχή.
Η Σειρά 1 Coupe αποτελεί την τρίτη κατά σειρά εκδοχή της πρώτης μικρομεσαίας BMW -προηγήθηκαν οι hatchback εκδόσεις και ακολούθησε ένα τετραθέσιο soft top cabrio- και ταυτόχρονα μια από τις πιο προσιτές επιλογές στο είδος της, καθώς πίσω από τις μεταλλικές επιφάνειες του καλοσχεδιασμένου αμαξώματός της συναντάμε, πλέον, το γνωστό, δίλιτρο μοτέρ βενζίνης των 170 ίππων.
Το περίφημο downsizing για την βαυαρική φίρμα ήρθε χωρίς τη χρήση υπερτροφοδοτούμενων μοτέρ μικρότερου κυβισμού, που ούτως ή άλλως δεν διαθέτει -ακόμα- στην πολυσύνθετη γκάμα της.
Όπως όλα δείχνουν, λοιπόν, θα πρέπει να αρκεστούμε στις δυνατότητες του τετρακύλινδρου κινητήρα των 2,0 λίτρων, η απόδοση του οποίου -χωρίς να εντυπωσιάζει- φαντάζει ικανή να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες επιδόσεις.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το περιορισμένο βάρος -ο συγκεκριμένος ‘άσσος’ της BMW μόλις που ξεπερνά τα 1.300 κιλά- και η ‘σφικτή’ κλιμάκωση του εξατάχυτου μηχανικού κιβωτίου λειτουργούν υπέρ σου.
Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για το ιδανικό ζύγισμα του πλαισίου, που σου επιτρέπει να αξιοποιήσεις κάθε εκατοστό της διαδρομής του δεξιού πεντάλ, ώστε να παραμετροποιήσεις τη συμπεριφορά του συνόλου.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν έχεις να κάνεις με ένα πισωκίνητο coupe που θα ανοίξει με την πρώτη ευκαιρία την τροχιά του, αλλά με ένα απόλυτα ισορροπημένο τετράτροχο, που επιζητά την ουσία και όχι τον εντυπωσιασμό.
Αυτό τουλάχιστον αντιλαμβάνεσαι από τη λειτουργία της ανάρτησης, που δεν θα αφήσει ερωτηματικά για τον πραγματικό χαρακτήρα του αυτοκινήτου αλλά και δεν θα κουράσει, ‘διαβάζοντας’ την παραμικρή ανωμαλία του οδοστρώματος.
Με την απαιτούμενη… σοβαρότητα θα αντιμετωπίσει τις εντολές σου και το ηλεκτρικά, πια, υποβοηθούμενο σύστημα διεύθυνσης. Μπορεί το γεμάτο πληροφορία υδραυλικό τιμόνι της BMW να ανήκει στο παρελθόν και να συναντάται μόνο στις κορυφαίες προτάσεις της φίρμας, αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι στη σημερινή, ‘ηλεκτρική’ εκδοχή του δεν θα ικανοποιήσει.
Άλλωστε η προσπάθειας εξοικονόμησης καυσίμου και περιορισμού των εκπομπών ρύπων‘επιβάλλει’ ένα σύνολο προηγμένων εφαρμογών που συγκροτούν την τεχνολογία Efficient Dynamics.
Πέρα από τον άμεσο ψεκασμό καυσίμου του δίλιτρου κινητήρα των 170 ίππων, η BMW έχει εξοπλίσει το συμπαθές coupe με το γνωστό σε όλους start&stop και με το σύστημα διαχείρισης ενέργειας, που επιτρέπει την επαναφόρτιση της μπαταρίας υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ώστε να μην επιβαρύνει άσκοπα το μοτέρ με τη λειτουργία του δυναμό.
Στην πράξη, βέβαια, τίποτα από όλα αυτά δεν δείχνει ικανό να αλλάξει την καθημερινότητά σου, καθώς μέχρι και το σύστημα start&stop, που διακόπτει αυτόματα τη λειτουργία του κινητήρα μόλις το αυτοκίνητο ακινητοποιηθεί, σου προσφέρει τη δυνατότητα να το απενεργοποιήσεις.
Αυτό που θα πρέπει να συνηθίσεις είναι η δεδομένη… στενότητα που χαρακτηρίζει το εσωτερικό.
Οι σχεδιαστικές ιδιαιτερότητες που συνοδεύουν κατά παράδοση ένα coupe αμάξωμα περιόρισαν ακόμη περισσότερο τους διαθέσιμους χώρους στον αποκλειστικά τετραθέσιο θάλαμο επιβατών της μικρομεσαίας BMW, το μήκος της οποίας αυξήθηκε σε σχέση με τις hatchback εκδόσεις, παραμένοντας ωστόσο κάτω από τα 4,4 μέτρα.
Την αύξηση των 12 εκατοστών στο συνολικό μήκος του αμαξώματος έχει ακολουθήσει και ο όγκος του χώρου αποσκευών, καθώς από τα 330 λίτρα μιας πεντάθυρης Σειρά 1 έχουμε φτάσει στα 370 λίτρα της Coupe.
Έχοντας, λοιπόν, κερδίσει τις εντυπώσεις -περισσότερο με την συμπεριφορά της στην άσφαλτο και λιγότερο με την ισχύ του δίλιτρου, ατμοσφαιρικού κινητήρα της- η Σειρά 1 Coupe καλείται να υποστηρίξει το premium προφίλ του κατασκευαστή, αλλά και να δικαιολογήσει τα 35.000 ευρώ – περίπου τόσο θα κοστίζει η βασική έκδοση των 2,0 λίτρων- που απαιτούνται για την απόκτησή της.
Όντας η μικρότερη, σε διαστάσεις, και η πιο προσιτή επιλογή στην γκάμα της βαυαρικής φίρμας ορισμένες ‘εκπτώσεις’ σε επίπεδο κατασκευαστικής ποιότητας και εξοπλισμού δικαιολογούνται.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μπορεί κανείς να παραβλέψει τα σκληρά πλαστικά που καλύπτουν ορισμένα τμήματα του ταμπλό, όπως αυτό στην κορυφή του πίνακα οργάνων, ή να γυρίσει την πλάτη στον ισχυρότερο, κατά βάση, ανταγωνισμό που εδώ και καιρό απολαμβάνει την εμφανή αδυναμία της BMW να εξελίξει υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες μικρότερου κυβισμού.