Η μικρή αύξηση του σωματικού βάρους απομακρύνει το ενδεχόμενο γέννησης λιποβαρούς νεογνού
Νέα Υόρκη: Οι γυναίκες που αυξάνουν λίγο το βάρος τους μεταξύ των κυήσεων και παίρνουν μερικά επιπλέον κιλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν ελάχιστες πιθανότητες να γεννήσουν λιπόβαρη νεογνά, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Obstetrics and Gynecology.
Νέα Υόρκη: Οι γυναίκες που αυξάνουν λίγο το βάρος τους μεταξύ των κυήσεων και παίρνουν μερικά επιπλέον κιλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν ελάχιστες πιθανότητες να γεννήσουν λιπόβαρη νεογνά, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Obstetrics and Gynecology.
Ερευνητική ομάδα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον με επικεφαλής την Δρ Κριστίν Τσενγκ επανεξέτασε στοιχεία που αφορούσαν 8.000 βρέφη που είχαν γεννηθεί μικρά για την ηλικία κύησης και τα συνέκρινε με όμοιο αριθμό βρεφών φυσιολογικού βάρους.
Διαπίστωσαν ότι για μια γυναίκα μέσου ύψους και βάρους (περίπου 1,65μ και 63 κιλά) η πρόσληψη από 225 έως 1.800 γραμμάρια μεταξύ των κυήσεων μείωνε τον κίνδυνο λιποβαρούς νεογνού κατά 16%.
Επίσης οι πιθανότητες ήταν μικρές και όταν οι μητέρες έπαιρναν αρκετό βάρος κατά τη διάρκεια της κύησης (περισσότερο από 225 γραμμάρια ανά εβδομάδα), δεν είχαν ιστορικό καρδιακής νόσου, δεν είχαν γεννήσει λιπόβαρη νεογνά στο παρελθόν, δεν κάπνιζαν και δεν είχαν εκδηλώσει προεκλαμψία.
Τα λιπόβαρη νεογνά είναι γνωστό ότι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο θανάτου τις πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό και γενικά κινδυνεύουν να εκδηλώσουν προβλήματα στις μετέπειτα ζωή τους, όπως καθυστερημένη σωματική ανάπτυξη ή προβλήματα στο σχολείο.
Με δηλώσεις στην στο Reuters η Δρ Τσενγκ τονίζει ότι «το πόσο βάρος επιτρέπεται να πάρει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της κύησης είναι σχετικό, γι’ αυτό θα πρέπει οι μέλλουσες μητέρες να είναι προσεκτικές στο θέμα της διαχείρισης του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια της κύησης, διότι τα πολλά κιλά μπορεί να κάνουν κακό και στην ίδια και στο έμβρυο».
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.