Λονδίνο: Μια νέα απλή μέθοδο διάγνωσης των επιθετικών τύπων καρκίνου του προστάτη ανακάλυψαν επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, σύμφωνα με έκθεσή τους που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Cancer.
Λονδίνο: Μια νέα απλή μέθοδο διάγνωσης των επιθετικών τύπων καρκίνου του προστάτη ανακάλυψαν επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, σύμφωνα με έκθεσή τους που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Cancer.
Το νέο τεστ βασίζεται στον έλεγχο της συγκέντρωσης δύο ενζύμων, της καθεψίνης B (CB), η οποία βοηθά τα καρκινικά κύτταρα να προσβάλουν τους περιβάλλοντες υγιείς ιστούς, και της στεφίνης A που εμποδίζει τη δράση του προαναφερθέντος ενζύμου.
Η επιστημονική ομάδα του Δρ Ακχούρι Σίνχα ανέλυσε δείγματα ιστών από 97 ασθενείς με καρκίνο του προστάτη και οκτώ ασθενείς με πρώιμη αύξηση του μεγέθους του προστάτη. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα της καθεψίνης B συγκριτικά με αυτά της στεφίνης A ήταν σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς των οποίων ο καρκίνος είχε δώσει μεταστάσεις και σε άλλα όργανα του σώματος, δηλαδή ήταν πιο επιθετικού τύπου.
Μιλώντας στο Reuters ο Δρ Σίνχα εξήγησε ότι η αναλογία των δύο ενζύμων είναι ενδεικτική «λεπτών» διαφορών μεταξύ των καρκινικών όγκων, οι οποίες δεν είναι ορατές κατά την ιστολογική εξέταση στο μικροσκόπιο. Αν η νέα δοκιμασία διεξαχθεί σε όγκους αρχικού σταδίου, ο θεράπων γιατρός θα έχει κάποιες ενδείξεις για την επιθετικότητα του όγκου και θα είναι σε θέση να χορηγήσει στους ασθενείς την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπισή του.
Κατά τον Δρ Σίνχα, με τον ίδιο τρόπο το προτεινόμενο τεστ θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση και άλλων τύπων καρκίνου, όπως του μαστού και του παχέος εντέρου.
Σχολιάζοντας τη νέα επιστημονική εξέλιξη, η Δρ Σαρλότ Μπέβαν -του Συλλόγου των Πασχόντων από Καρκίνο του Προστάτη- υποδέχτηκε θερμά την πρωτοποριακή διαγνωστική μέθοδο, τονίζοντας ότι οι γιατροί θα είναι σε θέση να χορηγήσουν την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ανάλογα με τον τύπο του καρκινικού όγκου, επιλέγοντας την αποτελεσματικότερη δυνατή θεραπεία και ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο παρενεργειών.