Από το 1942 μέχρι τις αρχές του 1943, η ομάδα τυπώνει και διανέμει έξι φυλλάδια. Στο τέταρτο γράφουν: «Δεν θα σωπάσουμε. Είμαστε η κακή σας συνείδηση. Η White Rose δεν θα σας αφήσει σε ησυχία!»

Τα κείμενά τους δεν καλούσαν σε βία. Αντιθέτως, βασίζονταν σε ηθικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα: για την ευθύνη του ατόμου, την αξία της ανθρώπινης ζωής, το ψέμα του εθνικοσοσιαλισμού. Είχαν επίγνωση του κινδύνου, αλλά ήξεραν πως η σιωπή σήμαινε συνενοχή.

Το έκτο φυλλάδιο έγραφε: «Ο Χίτλερ δεν μπορεί να νικήσει τον πόλεμο, μπορεί μόνο να τον παρατείνει. Ο φάρος της ελευθερίας και της τιμής λάμπει όλο και πιο έντονα ενάντια στην ανατολίτικη βαρβαρότητα. Η ελπίδα ότι η δικτατορία θα συντριβεί σύντομα μεγαλώνει καθημερινά. Αλλά κάθε μέρα που καθυστερεί η πτώση της, περισσότερο αίμα χύνεται – αίμα που εσείς φέρετε την ευθύνη, αν δεν αγωνιστείτε, αν δεν δράσετε!»

Τον Φεβρουάριο του 1943, με την οργή για το γερμανικό φιάσκο στο Στάλινγκραντ να σιγοβράζει, η ομάδα αποφασίζει να αυξήσει τη δράση της. Η Sophie και ο Hans μεταφέρουν ένα σακίδιο γεμάτο φυλλάδια στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τα σκορπούν στους διαδρόμους και στο αίθριο. Καθώς φεύγουν, ένας θυρωρός τούς καταδίδει στη Γκεστάπο.

Τέσσερις μέρες μέχρι τον θάνατο

Η ανάκριση είναι σκληρή. Ο ανακριτής, Robert Mohr, φαίνεται να σέβεται τη Sophie, την πιέζει όμως να δώσει ονόματα. Εκείνη αρνείται. Παρά την απομόνωση και τις απειλές, δεν καταρρέει. Σε μια κρίσιμη φάση της ανάκρισης, του λέει:

«Κάποιος έπρεπε να το κάνει».

Η δίκη-παρωδία διαρκεί λίγες ώρες. Ο δικαστής Roland Freisler, γνωστός για τις θεατρικές του εμφανίσεις, τους καταδικάζει σε θάνατο χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Η εκτέλεση γίνεται την ίδια μέρα.

Η Else Gebel, συγκρατούμενη της Sophie, καταγράφει τα τελευταία της λόγια:

«Τι όμορφη ηλιόλουστη μέρα… και πρέπει να φύγω. Αλλά τι σημασία έχει ο θάνατός μου, αν μέσα από εμάς ξυπνήσουν και κινητοποιηθούν χιλιάδες άνθρωποι;»