Αν και η Ελλάδα κατέκτησε την επενδυτική βαθμίδα ενώ έχει…αφήσει πίσω της τα μνημόνια ήδη από το 2018, εντούτοις φαίνεται ότι μένουν ακόμη πολλά να γίνουν προκειμένου να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Τόσο το ΑΕΠ όσο και οι μισθοί υπολείπονται της προ κρίσης εποχής, κάτι που συνεπάγεται ότι θα πρέπει να διανυθεί ακόμη αρκετή απόσταση, προκειμένου να επανέλθει μια οικονομική κανονικότητα. Παράλληλα, τόσο η κατανάλωση των νοικοκυριών όσο και η αγοραστική δύναμη που παράγεται από τα εισοδήματα παραμένουν σε χαμηλότερο επίπεδο, κάτι που αποδίδεται σε ένα βαθμό και στην εκτεταμένη ακρίβεια που επικρατεί σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατη μελέτη της Eurobank απέδειξε ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αγγίξει το προ του 2009 εθνικό προϊόν μετά από πολλά χρόνια. Σύμφωνα με σχετική έρευνα που προέκυψε από επεξεργασία των εκτιμήσεων του ΔΝΤ και της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ 2023-24 παρά την ονομαστική αύξησή του αρκετά πάνω από τα 200 δισεκατομμύρια (στα 240 δισ. ευρώ και πλέον κατά κυβερνητική πρόβλεψη για το 2024), το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024 θα υπολείπεται κατά 15,6% σε σχέση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα (2007).

Επιπλέον με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ το ελληνικό ΑΕΠ σε σταθερές τιμές θα φθάσει στα επίπεδα του 2007 το μακρινό 2037, δηλαδή μετά από 13 χρόνια, βάσει των προβλεπόμενων από το Ταμείο ρυθμών ανάπτυξης.

Πιο αισιόδοξες είναι οι εκτιμήσεις των διεθνών επενδυτών που από τον συγκερασμό τους ,όπως παραθέτει το Focus, η επίτευξη του στόχου προσδιορίζεται για το 2032.

Χαμηλότερα η κατανάλωση και οι κρατικές δαπάνες

Μεγάλη είναι ακόμη η απόσταση που χωρίζει την ελληνική οικονομία από την προηγούμενη κορύφωση, του έτους 2007, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου LEVY. Όπως προκύπτει, δεκαεφτά χρόνια μετά, το πραγματικό ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι 19,5% χαμηλότερα, η κατανάλωση των νοικοκυριών 14% χαμηλότερα, οι κρατικές δαπάνες 15% χαμηλότερα. Ολα αυτά, παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές ήταν το 2023 κατά 33% υψηλότερες σε σχέση με το 2007!

Παράλληλα, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι οι μοναδικοί σε επίπεδο Ευρώπης που εξακολουθούν να έχουν χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σχέση με πριν δέκα χρόνια. Μάλιστα, εάν η σύγκριση γίνει με τα προ μνημονίων επίπεδα, οι απώλειες φθάνουν στο 17% χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η όποια ζημιά έχει προκαλέσει ο πληθωρισμός.

Σύγκριση με τα μνημονιακά χρόνια

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ακόμη και εν μέσω μνημονίων η Ελλάδα εξακολουθούσε να διατηρεί τη 14η θέση στην Ευρώπη με βάση τις μέσες ετήσιες αποδοχές του εργαζομένου με πλήρη απασχόληση. Σήμερα κατατάσσεται στην 5η θέση από το τέλος μεταξύ των 27 χωρών-μελών. Ως χώρα, είμαστε πάνω μόνο τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, ενώ με την Πολωνία οι διαφορές είναι πλέον ελάχιστες.

Το 2013 η διαφορά ήταν 11.561 ευρώ (17.358 ευρώ η Ελλάδα και 28.919 ευρώ ο μέσος όρος της Ε.Ε.) και στο τέλος του 2022 η απόσταση έφτασε σε 18.668 ευρώ (16.661 ευρώ η Ελλάδα και 35.329 ευρώ η Ευρωζώνη). Χώρες που είχαν πολύ χαμηλότερες ετήσιες αποδοχές από την Ελλάδα (Σλοβακία, Κροατία, Λετονία, Τσεχία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λιθουανία) πλέον έχουν ξεπεράσει τη χώρα μας και προσφέρουν καλύτερους μισθούς.

Αγοραστική δύναμη

Σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η αγοραστική δύναμη που προκύπτει από τους μισθούς και βρίσκεται σε άμεση σχέση και με τον πληθωρισμό που επικρατεί. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη της EurobankΤο 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της Ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%.

Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ. Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση της Eurobank, κατά 23,9% χαμηλότεροι σε σχέση με το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί το 2009, πριν φανούν οι επιπτώσεις της κρίσης χρέους, διαμορφώνονται σήμερα οι μισθοί στην Ελλάδα.

Η επιστροφή

Για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε δέκα χρόνια από σήμερα στα προ κρίσης χρέους επίπεδα πραγματικού ΑΕΠ, θα πρέπει να μεγεθύνεται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,2%. Αυτό προϋποθέτει τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, σύμφωνα με άλλη ανάλυση της Eurobank, μέσω συσσώρευσης φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και μέσω βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας. Δηλαδή, θα πρέπει να αντιστραφούν οι υπάρχουσες τάσεις της μείωσης του φυσικού κεφαλαίου, της καθαρής εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου και της χαμηλής παραγωγικότητας.

Πηγή ΟΤ