Στη Σκιάθο ζη πάντα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το σπίτι του δεν είναι όπως θάπρεπε τέμενος της πνευματικής Ελλάδος. Πατώντας κανείς το πόδι του στο γραφικό Μπούρτζι, ένα καταπράσινο νησάκι δεμένο σήμερα με το μουράγιο, αντικρύζει τη στοχαστική και θλιμμένη μορφή του συγγραφέα πάνω σε μια πέτρινη στήλη, ενώ θάπρεπε να υψώνεται μια σύνθεση ή μια προτομή ανάλογης καλλιτεχνικής αξίας —και προ παντός ανάλογης εμπνεύσεως— με το δικό του έργο. Ζη όμως και θα βρίσκεται παντοτινά στ’ ακρογιάλια του νησιού, στις ρεματιές, στα ξωκκλήσια του. Πλανιέται πάνω απ’ τα κύματα και η σκιά του πέφτει στις τοποθεσίες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στις σελίδες του. Πάντως, αν δεν έχης γευθή το έργο του Παπαδιαμάντη, δεν μπορείς να χαρής πραγματικά τη Σκιάθο.

Σαν προσκύνημα στη μνήμη του αναζητήσαμε και κάπου αλλού την παρουσία του Παπαδιαμάντη. Στις κουβέντες, στις ρυτιδωμένες μορφές, στις κυρτωμένες απ’ το χρόνο φιγούρες των γερο-νησιωτών, που τον γνώρισαν, που θυμούνται τα στερνά του, εκεί στις πρώτες μέρες του 1911. Υπάρχουν πολλοί στη Σκιάθο οι οποίοι θυμούνται καλά τον Παπαδιαμάντη σαν αθεράπευτο νοσταλγό που γυρνούσε όσο μπορούσε πιο συχνά στη γη απ’ όπου έπαιρνε την πρώτη ύλη της δουλειάς του και αντλούσε την έμπνευση. Με το ρεπορτάζ αυτό ξεχωρίσαμε δυο γερο-Σκιαθίτες, διαφορετικόν εντελώς τον ένα απ’ τον άλλο, μα που τα λόγια τους είναι ντοκουμέντα, καθώς η σκέψη τους πισωδρομεί σχεδόν μισόν αιώνα.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.6.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μετά τον εσπερινό η δημοσιογραφική περιέργεια ζητά από τον παπα-Γιώργη Ρήγα, δεύτερο εξάδελφο του Παπαδιαμάντη και αρχιερατικό επίτροπο Σκιάθου, ένα ταξίδι στα παλιά. Το μούχρωμα, η ώρα του αιγαιοπελαγίτικου δειλινού, είναι το φυσικό ντεκόρ της αναδρομής, πάνω στο φιλόξενο μπαλκόνι του Λιμεναρχείου. Ο παπα-Ρήγας είναι χαρακτηριστική μορφή του νησιού. Ακούραστος μελετητής, εργάζεται επί δεκαετίες πάνω στη λαογραφία της Σκιάθου.

Νέος δασκαλάκος ο Γ. Ρήγας, δεν είχε πάρει ακόμη το σχήμα του κληρικού, έκανε συντροφιά με τον Παπαδιαμάντη. Ο κοσμοκαλόγερος λες και γινόταν άλλος άνθρωπος στη Σκιάθο. Οι συνήθειές του όμως έμεναν αμετάβλητες. Έτσι θυμάται, σαν νάταν χτες, ο παπα-Γιώργης την τακτική που ακολουθούσε ο Παπαδιαμάντης όταν στο δρόμο του συναντούσε κάποιον που θα μπορούσε να σταματήση το ξετύλιγμα της φαντασίας του γύρω από το θέμα κάποιου καινούργιου διηγήματος.

Καλημέρα, κυρ-Αλέξανδρε!

Δεν αδειάζω…

Μια κι’ έξω. Έτσι ξοφλούσε την κοινωνική υποχρέωση. Άλλοτε πάλι, όταν ήθελε να χαιρετήση με χειραψία κάποιον, αλλά χωρίς να του δώση αφορμή για κουβεντολόι, του άπλωνε… τον δείκτη του δεξιού χεριού του.

Πώς εργαζόταν ο Παπαδιαμάντης, παπα-Γιώργη;

Η απάντηση δίνεται με σιγανή φωνή κι’ απλά λόγια:

Από τα γεγονότα της καθημερινής ζωής, τους τύπους του νησιού μας, τις ιστορίες, τους θρύλους του, αντλούσε την έμπνευσή του. Ώρες ολόκληρες κλεισμένος στο φτωχικό του δωμάτιο, με μοναδικούς και αχώριστους συντρόφους τον Όμηρο και τον Σαίξπηρ, έγραφε. Μονάχα κατά το δειλινό έκανε περίπατο, για να καταλήξη σε κάποια από τις ταβερνίτσες του νησιού, στου Λαμέου ή στου Σαραφιανού.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.6.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Λιγόζωη σιωπή. Ας μην αναζητήσουμε μεταφυσικές ερμηνείες στο παιχνίδισμα της φαντασίας, καθώς το δειλινό φεύγει απαλά.

Νομίζω πως ακουμπά το χέρι του στον ώμο μου, ακούγεται ο παπα-Γιώργης Ρήγας. Τον βλέπω «ψάλλοντα, με γυρτό το κεφάλι, όπως εσυνήθιζε». Η μνήμη του ήτο απέραντη. Μαζί με την ανέχεια τον συντρόφευε πάντα. Ενθυμούμαι πως σ’ ένα πανηγύρι της Κεχριάς ο ηγούμενος είχε ξεχάσει τον «Απόστολο» και ο Παπαδιαμάντης τον είπε από μνήμης.

Και οι τύποι που ζωντάνεψε στις σελίδες του; Τι μπορείτε να μας πήτε γι’ αυτούς;

Οι περισσότεροι ήσαν πρόσωπα της καθημερινής ζωής. Π.χ., η Μαούτα, η ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματός του, ήταν κάποια ηλικιωμένη χήρα που είχε ένα οικόπεδο κοντά στο σπίτι του Παπαδιαμάντη και έχτισε εκεί ένα δημόσιο φούρνο. Ο συγγραφεύς καπνιζόταν όλη την ημέρα. Την παρεκάλεσε να κλείση τον φούρνο μια και δεν είχε ανάγκη από χρήματα. Η Ουρανία Κ. είχε όμως διαφορετική αντίληψη για το χρήμα. Και ο Παπαδιαμάντης την εξεδικήθη με το γνωστό σατιρικό του διήγημα, όπου τη στόλιζε ανάλογα με τη φιλοχρηματία της και την ενόχληση από τον καπνό του φούρνου της.


Χειρόγραφο του Παπαδιαμάντη

Και η Φραγκογιαννού, η περίφημη «Φόνισσα»;

Υπήρξε η Φραγκογιαννού, αλλά δεν έφθασε φυσικά στο έγκλημα. Ο Παπαδιαμάντης όμως έφθασε πιο βαθιά. Έδωσε λογοτεχνική υπόσταση στην αντίληψη των περισσοτέρων γυναικών της εποχής, ότι «τα κορίτσια είναι δυστυχισμένα». Και η Φραγκογιαννού, η οποία ήταν φορεύς αυτής της νοοτροπίας, έγινε δραματική μορφή ολκής.

Ο παπα-Γιώργης θυμάται ένα σωρό άλλες ιδιορρυθμίες του Παπαδιαμάντη. Π.χ., δεν είχε ρολόι. Ωστόσο, ήξερε την ώρα χάρις στα διαλείμματα του σχολείου όπου δάσκαλος ήταν ο συνομιλητής μας και ο οποίος είχε πη στον Παπαδιαμάντη πότε ακριβώς γινόταν διάλειμμα. Κι’ ένα σημαντικό ντοκουμέντο για τον χαρακτήρα του μεγάλου διηγηματογράφου. Ο παπα-Γιώργης μάς λέει κατηγορηματικά πως ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτά που έγραφε ή γι’ αυτά που ετοίμαζε.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.6.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Και η κουβέντα τελειώνει καθώς ο γερο-Σκιαθίτης κληρικός θυμάται πως την τελευταία ημέρα πριν πεθάνει ο Παπαδιαμάντης ένας άλλος εφημέριος της εποχής, ο παπα-Γρηγόρης τού έφερε την πληροφορία για μια συγγραφική επιτυχία του.

Και να το απρόοπτο σχόλιο του συγγραφέα:

Και τωόντι χαμπαρτζής!

Εννοούσε ότι ο παπα-Γρηγόρης, που ήταν η ζωντανή εφημερίδα του νησιού, επιβεβαίωνε την ιδιότητά του αυτή.


Ο άλλος Σκιαθίτης που θα μας οδηγήση κοντά στον Παπαδιαμάντη είναι ο Αλέκος Αποστολίδης. Ο μαστρ’ Αλέκος, ράφτης, γνώριζε τον Παπαδιαμάντη από την Αθήνα. Δούλευε κάλφας στην πρωτεύουσα και ήταν το νεώτερο μέλος μιας παρέας Σκιαθιτών που έτρωγαν κάθε Κυριακή στην ταβέρνα του Καχριμάνη. Θυμάται τα ανέκδοτα της ζωής του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, τις ιδιορρυθμίες του, το μπαστούνι που έριχνε στη γωνιά του αριστερού χεριού του. Θυμάται ακόμα το δωμάτιο του Παπαδιαμάντη. «Μια λάμπα πετρελαίου στον τοίχο, πάνω απ’ το τραπέζι του, δυο μελανοδοχεία με άμμο για στουπόχαρτο», μας λέει ο μαστρ’ Αλέκος, καθώς η συντροφιά έχει σχηματισθή γύρω από το τραπέζι με τη ρετσίνα και τα μπαρμπουνάκια της ώρας στη μικρή ταβέρνα του Σπύρου Αγάλου, που είναι ταυτοχρόνως συγγενής του Μωραϊτίδη, ξυλουργός, πράκτορας εφημερίδων και λαχείων.

Σπιθίζει η ματιά του Αλέκου Αποστολίδη και στο λεπτό, χλωμό πρόσωπο με την κυρτή μύτη απλώνεται κάποιο φως, καθώς ο νους του ταξιδεύει πίσω στα πριν από το 1911 χρόνια. Μαστορόπουλο άκουγε αχόρταγα τους παλιότερους Σκιαθίτες της συντροφιάς. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Παπαδιαμάντης. Τον ρωτάμε αν τότε είχε ιδέα πως ο Παπαδιαμάντης θα γινόταν ο εθνικός μας πεζογράφος.

Μούλεγε ο μπαρμπα-Γιάννης ο Βογιατζής, ο πιο γέρος της παρέας, που δούλευε στο γκάζι: «Ο κυρ Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης όλο γράφει. Μέρα-νύχτα. Να δούμε τι θα βγάλη…»

Στη συντροφιά σας πώς φερνόταν;

Αν είχε όρεξη, μιλούσε. Διαφορετικά, ούτε καλημέρα. Τις περισσότερες φορές ήταν σκεφτικός. Δεν έφερνε άνοιξη στην παρέα.

Την αγαπούσε τη Σκιάθο;

Άκου λόγια. Τη νοσταλγούσε πάντα. Κι’ όταν ερχόταν εδώ είχε μανία με τις εκκλησίες και τα ξωκκλήσια. Τον πατέρα μου τον έβαλε στο διήγημά του «Χαλασοχώρηδες». Δεν έμενε αργά έξω. Φοβόταν το κρύο. Κι’ όμως, πήγε απ’ το κρύο. Εδώ πλάι, στου Κατζίνου, στην άκρη της προκυμαίας, κοντά στο σημερινό καφενείο «Ρόδιν’ ακρογιάλια», έγραφε πάνω σ’ ένα ξύλινο τραπεζάκι. Πού να ξέραμε τότες τι άξιζε…


Άξιζε. Αξίζει και θ’ αξίζη ο Παπαδιαμάντης. Η αναδρομή μας τέλειωσε. Βρεθήκαμε κοντά του με τα μάτια, τα λόγια και τις αναμνήσεις δύο γερο-Σκιαθιτών, που τον έβλεπαν τόσο διαφορετικά την εποχή που «Τ’ όνειρο στο κύμα» ή «Ο φτωχός Άγιος» μύριζαν φρέσκο μελάνι. Και που σήμερα καθρεφτίζεται πάνω στη ματιά τους η παράξενη μορφή του κοσμοκαλόγερου.

*Άρθρο του διακεκριμένου δημοσιογράφου και συγγραφέα Πέτρου Λινάρδου (1925-2022) για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που έφερε τον τίτλο «Εκείνοι που θυμούνται τον Παπαδιαμάντη» και είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 21 Ιουνίου 1958.

Ο κορυφαίος νεοέλληνας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 και απεβίωσε στις 3 Ιανουαρίου 1911.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διά χειρός Νίκου Εγγονόπουλου.