Τρεις μήνες τώρα η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που επιχείρησε να περάσει η κυβέρνηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν, πυροδότησε ένα πρωτόγνωρό κίνημα που δεν φάνηκε να πτοείται από την αυταρχική του αντιμετώπισή του από την κυβέρνηση. Το κίνημα αυτό ανέδειξε μια βαθύτερη κρίση νομιμοποίησης της γαλλικής κυβέρνησης και ανοιχτά ερωτήματα για τις πολιτικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει. Το in μίλησε για όλα αυτά με τον ερευνητή και συγγραφέα Στάθη Κουβελάκη.

 

Η κοινωνική έκρηξη στη Γαλλία προκαλείται απλώς από την αύξηση κατά δύο έτη του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση ή υπάρχει κάτι πιο βαθύ;

Υπάρχουν δύο επίπεδα απάντησης σε αυτό. Το πρώτο είναι ότι η κινητοποίηση αυτή που είναι τώρα στον τρίτο της μήνα, καθώς ξεκίνησε με την πρώτη ημέρα γενικής κινητοποίησης στις 19 Γενάρη, διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη είναι ένα κλασικό κοινωνικό κίνημα που στο επίκεντρό του είχε τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, που σε γενικές γραμμές έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με το κίνημα του 2010 που ήταν επίσης εναντίον της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού που είχε προωθήσει τότε ο Σαρκοζί και η οποία ανέβαζε το όριο από τα 60 στα 62. Τότε είχαμε το ίδιο συνδικαλιστικό μέτωπο το οποίο έθετε το πλαίσιο των δράσεων και των κινητοποιήσεων με τους ίδιους τομείς που ήταν στην αιχμή, δηλαδή μεταφορές διυλιστήρια, λιμάνια και επίσης είχαμε και τότε αυτή την ενότητα που επέτρεψε μια μεγάλη κινητοποίηση στους δρόμους. Ήδη το 2010 είχαμε μια απόκλιση μεταξύ της πολύ μεγάλης μαζικότητας των διαδηλώσεων και του σχετικά περιορισμένου εύρους των απεργιών, με ένα περιορισμένο αριθμό κλάδων σε επαναλαμβανόμενες απεργίες ή διαρκείας και γενικά με ημέρες δράσης οι οποίες απλώθηκαν σε μήνες. Επομένως, η πρώτη φάση ήταν ένα κλασικό κοινωνικό κίνημα με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που η Γαλλία έχει γνωρίσει ειδικά από το 1995 και μετά.

Τα πράγματα πήραν μια διαφορετική τροπή από την ημέρα που ανακοινώθηκε η προσφυγή στο διαβόητο άρθρο 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος το οποίο επέτρεψε να περάσει το νομοσχέδιο χωρίς ψηφοφορία, καθώς αρκεί να μην καταψηφιστεί η κυβέρνηση σε τυχόν πρόταση δυσπιστίας.

Από εκεί και πέρα η κοινωνική έγινε κατευθείαν πολιτική. Μπήκαμε σε μια νέα φάση. Οι κινητοποιήσεις και οι δράσεις πήραν μια νέα φυσιογνωμία, με πολλές αυθόρμητες διαδηλώσεις στο σύνολο της επικράτειας. Η νεολαία μπήκε μαζικά στο προσκήνιο, μαθητική και φοιτητική. Τέθηκε πια ένα θέμα δημοκρατίας και των υπερεξουσιών του προέδρου, που περνά οτιδήποτε ενάντια στην πλειοψηφία του λαού.

Οι νέες μορφές των δράσεων οδήγησαν σε μια κλιμάκωση της καταστολής, με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας να φέρονται με πάρα πολύ σκληρό τρόπο, ειδικά τις αυθόρμητες δράσεις αλλά και στα συνδικαλιστικά μπλοκ. Στις 23 Μαρτίου δέχτηκε επίθεση με δακρυγόνα ακόμη και η κεφαλή της πορείας, εκεί όπου βρίσκονταν οι ηγεσίες όλων των συνδικάτων. Η κορύφωση της καταστολής ήταν στις 25 Μαρτίου ενάντια σε μια κινητοποίηση για τια «μεγα-δεξαμενές». Πλέον είναι μια κρίση με κοινωνικά, πολιτικά και θεσμικά χαρακτηριστικά, με το κοινοβούλιο να έχει ποδοπατηθεί σε αυτή τη διαδικασία.

Το ποσοστό απόρριψης της μεταρρύθμισης στον ενεργό πληθυσμό είναι της τάξης του 93%. Αυτό σημαίνει ότι στους μισθωτούς η απόρριψη είναι καθολική. Αυτό κάτι λέει για τη σχέση που έχει ο κόσμος της εργασίας με την εργασία. Αποτελεί αντανάκλαση των όρων και των συνθηκών με τους οποίους επιτελείται η εργασιακή διαδικασία στη νεοφιλελεύθερη Γαλλία, με σκλήρυνση της πίεσης που δέχονται οι μισθωτοί σε όλα τα επίπεδα: εντατικοποίηση, νέες τεχνικές του μάνατζμεντ και στο δημόσιο τομέα, που οδηγούν σε μια πολύ γρήγορη φθορά των εργαζόμενων και γι’ αυτό παρότι το γενικό προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί, το προσδόκιμο ζωής σε καλή φυσική κατάσταση είναι λίγο πάνω από τα 60 και μένει στάσιμο εδώ και χρόνια. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία αυτής της κρίσης που έχει να κάνει με το πώς ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει αναδιαρθρώσει την εργασία.

Ο ερευνητής και συγγραφέας Στάθης Κουβελάκης

Μπορούμε να μιλήσουμε για κρίση ηγεμονίας;

Οπωσδήποτε έχει στοιχεία κρίσης ηγεμονίας. Αυτό στο οποίο διαφέρει αυτή η κρίση σε σχέση με το 2010, παρότι το αντικείμενο είναι παρόμοιο, δηλαδή η παράταση του χρόνου συνταξιοδότησης, είναι οι πολιτικές συνθήκες. Ο Σαρκοζί είχε ένα μεγάλο ποσοστό κοινοβουλευτικής υποστήριξης. Ο Εμανουέλ Μακρόν είχε ποσοστό 27% στον πρώτο γύρο, στον δεύτερο γύρο επανεξελέγη αποκλειστικά και μόνο γιατί αντίπαλό του είχε την υποψήφια της ακροδεξιάς κάτι που παραδέχτηκε και ο ίδιος όταν αναγνώρισε ότι πολλοί τον ψήφισαν όχι για το πρόγραμμά του αλλά για να αποκρούσουν την αντίπαλό του και επιπλέον χάνει τις βουλευτικές εκλογές, πράγμα πρωτοφανές για τα γαλλικά δεδομένα της Πέμπτης Δημοκρατίας. Ποτέ στο παρελθόν νεοεκλεγείς πρόεδρος δεν έχασε τις βουλευτικές εκλογές. Βρίσκεται με σχετική πλειοψηφία και γι’ αυτό προσέφυγε στο 49.3. Άρα έχουμε έναν κοινοβουλευτικά αδύναμο πρόεδρο και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο προσπαθεί να περάσει με εξαιρετικά αυταρχικό τρόπο τη μεταρρύθμιση. Γι’ αυτό κόβει κάθε γέφυρα με τα συνδικάτα, ακόμη και με τα μετριοπαθή συνδικάτα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το ρήγμα που άνοιξε ο Σαρκοζί με τη CFDT, το μεγαλύτερο συνδικάτο, ένα παραδοσιακά ρεφορμιστικό συνδικάτο, έτσι άλλωστε αυτοπροσδιορίζεται και ήταν πάντα σε συνομιλία με τις κυβερνήσεις και που για πρώτη φορά βλέπει μπροστά ένα τείχος και να στοχοποιείται με εξαιρετικά σκληρούς όρους ακόμη και με υβριστικούς χαρακτηρισμούς από τον πρόεδρο. Επιπλέον έχουμε τη σκληρή καταστολή, που την είχαμε δει και στα κίτρινα γιλέκα αλλά και γενικά στις κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων. Είναι μια κρίση συναίνεσης με πολιτικά και θεσμικά χαρακτηριστικά, με τριχοτόμηση του πολιτικού τοπίου. Πλευρά της κρίσης ηγεμονίας και ο ιδιαίτερα βίαιος χαρακτήρας της καταστολής.

Ποιες οι προοπτικές; Πώς θα συνεχιστεί;

Πέραν της προσφυγής στο Συνταγματικό δικαστήριο, υπάρχει η προσπάθεια να υπάρξει δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών. Αυτό δεν εξαρτάται από την κυβέρνηση, αλλά χρειάζεται το πράσινο φως του συνταγματικού δικαστηρίου. Εάν δοθεί πράσινο φως πρέπει να συγκεντρωθούν μέσα σε έξι μήνες υπογραφές του ενός δεκάτου των εγγεγραμμένων, δηλαδή περίπου 4,8 εκατομμύρια. Αυτό μία φορά επιχειρήθηκε στο παρελθόν, για την ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων, όπου είχε μαζέψει λίγο πάνω από ένα εκατομμύριο και βεβαίως δεν είχε υλοποιηθεί. Είναι ένας δύσκολος στόχος.

Ως προς τις κινητοποιήσεις, το κίνημα βρίσκεται σε μια φάση υποχώρησης, πράγμα λογικό όταν κάτι διαρκεί τόσους μήνες. Το κόστος των απεργιών στους κλάδους με πολλές μέρες απεργιών για τους εργαζομένους ήταν πολύ μεγάλο και σε συνθήκες κρίσης κόστους ζωής μετράει. Τα όρια της στρατηγικής του συντονιστικού των συνδικάτων είναι ότι ο χρόνος δεν διαρκεί σε ό,τι αφορά μια σύγκρουση. Ο παρατεταμένος χρόνος δείχνει να λειτουργεί υπέρ του κυβερνητικού κινήματος. Εάν ένα κίνημα δεν καταφέρει να πετύχει ένα momentum, τότε ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της εγκατεστημένης εξουσίας επειδή έχει μεγαλύτερα εφόδια και εφεδρείες. Υπήρξε η εικόνα ότι μετά το 49.3 αυτή η κινητοποιήσει μπορούσε να δημιουργηθεί, αλλά δεν κατάφερε να αποκρυσταλλωθεί σε κάτι που θα έδειχνε μια ανατροπή του συσχετισμού υπέρ του κινήματος και κατά της κυβέρνησης.

Άρα ο πόλεμος φθοράς που επιλέγει το κυβερνητικό στρατόπεδο φαίνεται σε πρώτη φάση να αποδίδει, αλλά σε δεύτερη φάση έχει πολύ μεγάλο κόστος. Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι εάν σήμερα είχαμε επανάληψη του δευτέρου γύρου των εκλογών του 2022, το αποτέλεσμα θα ήταν 55-45 υπέρ της Λεπέν.

Ποιο το πολιτικό αποτύπωμα του κινήματος; Πώς θα συμβάλει σε αναδιατάξεις του πολιτικού σκηνικού;

Το στρατόπεδο του Μακρόν είναι σε δύσκολη θέση. Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αφορούσε κυρίως πιο περιθωριοποιημένα τμήματα της γαλλικής κοινωνίας, αν και σε μεγάλο βαθμό στρώματα της μισθωτής εργασίας, στρώματα χωρίς πρότερη εμπειρία συλλογικής δράσης. Αυτή τη φορά έχουμε να κάνουμε με μετωπική σύγκρουση με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, είναι κάτι ποιοτικό διαφορετικό και με καθολική απόρριψη αυτής της πολιτικής. Το μακρονικό στρατόπεδο έχει απορροφήσει την παραδοσιακή δεξιά και παίζει τον ρόλο του «κόμματος της Τάξης» του «νομου και της τάξης». Στην κούρσα ταχύτητας ανάμεσα στην άκρα δεξιά και την αριστερά, για το ποιος θα είναι η αντιπολίτευση απέναντι στον Μακρόν, το σενάριο όπου τα συνδικάτα δεν καταφέρνουν να πετύχουν τους στόχους τους, όπου η συλλογική δράση δεν αποδίδει και παρ’ όλα αυτά βρισκόμαστε σε ένα εκρηκτικό κοινωνικό κλίμα με τεράστια αγανάκτηση απέναντι στην εξουσία, αυτό είναι ένα σενάριο που αντικειμενικά ευνοεί την ακροδεξιά. Αυτή είναι η «εναλλακτική» που προτείνει, κάτι που φαντάζει σε αντίθεση με τα κόμματα εξουσίας, αλλά που επιμελώς αποφεύγει και επί της ουσίας αντιτίθεται σε κάθε μορφή συλλογικής δράσης και κινητοποίησης.

Η Αριστερά έχει ρίξει όλες τα δυνάμεις με πρωταγωνιστικό ρόλο της Ανυπότακτης Γαλλίας και του Μελανσόν. Δεν είναι σαφές εάν μπορεί να το εκμεταλλευτεί. Εμφανίζονται διαφορές μεταξύ της Ανυπότακτης Γαλλίας και των άλλων συνιστωσών της αριστερής αντιπολίτευσης και γενικά, εάν επιβεβαιωθεί ότι τα συνδικάτα και η πολιτική και κοινωνική αριστερά δεν μπορούν να κερδίσουν αυτή τη σύγκρουση, τότε αποτυπώνεται μια όχι ευχάριστη εικόνα για τον συσχετισμό δύναμης. Ας μην ξεχνάμε ότι όλη η Αριστερά κινείται στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος και δεν διευρύνει την επιρροή της.