Το σφαγείο
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ’μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ’μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό


Στο αυτοβιογραφικό έργο «Το Χρέος» ο Μίκης αφηγείται:

ΚΕΛΙ ΑΡ. 3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο «μέρος». Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μέσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών. ΑΒΓΔ-ΕΖΗΘ-ΙΚΛΜ κ.λπ. Χτυπάς πρώτα τη σειρά της ομάδας και στη συνέχεια τη σειρά του γράμματος μέσα στην ομάδα. Το απόγιομα πετώ το χαρτάκι από την τρύπα του ιούδα. Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μού διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. «Με χτυπούσαν με μικρούς σάκκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία…» Ο Λάμπρου αγαπούσε και θαύμαζε το «κεφάλι» του. «Θαυμάζω τους Λαμπράκηδές σου, μου έλεγε. Έχουν όλοι θαυμάσιο μυαλό. Ο Μανωλάκος, ο Λεντάκης…»

Την άλλη μέρα μου φέρνουν τον Θέμο, τον πρώτο μου σύντροφο στην παρανομία. Μεγάλη χαρά. Ως το βράδυ μού διηγείται. Τα νέα της παρανομίας κι ύστερα τα νέα της Ασφάλειας δεν έχουν τέλος.

Το βράδυ χτυπούν στην ταράτσα. Ο Αντρέας με ειδοποιεί πως πρόκειται για κάποιον Λαμπράκη. Ουρλιαχτά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Πότε επιτέλους θα γλιτώσω απ’ το ανθρώπινο σφαγείο; Τότε σαν αστραπή χτύπησε τη σκέψη μου η ιδέα της απεργίας πείνας. Όχι μόνο για μένα. Για όλους. Ο Αντρέας συμφωνεί. Τι λέει η απομόνωση; Συμφωνεί. Ειδοποιώ τους φρουρούς. Έρχεται ο αξιωματικός. Του αναγγέλλω την απόφασή μου.

– Πόσο; Με ρωτά.
– Έως το τέλος.
– Δεν κάνεις καλά.
– Δικός μου λογαριασμός.

«Να πίνεις νερό με λίγη ζάχαρη», χτυπά ο Αντρέας. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα. Οι πιο δύσκολες, γιατί ο οργανισμός διαμαρτύρεται, αντιδρά, πονά. Μετά ζαλάδες. Ξαπλώνω. Ημέρα δωδέκατη. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει στους διαδρόμους: «Δολοφόνοι». Θυμάμαι το τελευταίο μου μήνυμα: «Αρχίζω την τελευταία μου μάχη για τη Λευτεριά του Λαού μας…»

Ο Αντρέας χτυπά γρήγορα και δυνατά. Διαμαρτύρεται. Και μετά: «Δεν είναι η τελευταία. Θα δώσουμε μαζί κι άλλες ως την τελική νίκη…»

Με μεταφέρουν στα χέρια. Αυτοκίνητο. «Άγιος Παύλος…»

*Τα ανωτέρω προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του Ιδρύματος Πολιτισμού και Εκπαίδευσης «Ανδρέας Λεντάκης» (ledakis.gr).

Ο πολιτικός και συγγραφέας Ανδρέας Λεντάκης, ένας εκ των λογίων της Αριστεράς, γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας το 1935 (οι γονείς του ήταν μετανάστες από την Κάρπαθο, κρητικής καταγωγής) και απεβίωσε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 1997.


Πολυσχιδής υπήρξε η πολιτική δραστηριότητα του Λεντάκη, αξιοσημείωτη η αντιδικτατορική δράση του, αξιόλογο το συγγραφικό έργο του, στενή η σχέση του με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος είχε αναφέρει σε ομιλία του για εκείνον και τα εξής:

«Γνώρισα τον Ανδρέα Λεντάκη στα 1963, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, όταν η ΕΔΑ τον πρότεινε για τη θέση του μέλους της πενταμελούς ηγετικής ομάδας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Από τότε και έως το 1967 ήμασταν αχώριστοι και μπορώ να πω ότι με κανέναν άλλον δεν ταίριαζαν τόσο πολύ οι ιδέες μας, τόσο για την τρέχουσα πολιτική όσο και για το όραμα της μελλοντικής Ελλάδας.

Μετά τη Χούντα υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Πατριωτικού Αντιστασιακού Μετώπου, με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε γειτονικά κελιά στο τέταρτο πάτωμα της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας, κάτω από την φοβερή ταράτσα όπου τον βασάνισαν. Από κείνη την περίοδο προέκυψε και το τακ τακ του τραγουδιού Το σφαγείο, που μαζί με άλλα τρία δημιούργησαν τον κύκλο τραγουδιών Τα τραγούδια του Ανδρέα, ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και του θαυμασμού μου στο πρόσωπό του».