Στον Τάκη Σινόπουλο αφιερώσαμε το άρθρο μας που δημοσιεύτηκε προ ολίγου στο in, στη δική του Νέκυια, στο δικό του Ελπήνορα.

Υπέροχη η προσέγγιση της ποιητικής δημιουργίας του Σινόπουλου από τον  Χρίστο Ρουμελιωτάκη.

Ειδικά η αναφορά του στη φοβερή και τρομερή εποχή από το ’40 και μετά, στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου.

Ο Σινόπουλος, σχολιάζει ο Ρουμελιωτάκης, γράφει για την αδιανόητη αιματοχυσία. Αυτή τον βασανίζει, αυτή έρχεται και επανέρχεται στα ποιήματά του, στους εφιάλτες του.

Και το αίμα που χύθηκε δεν ήταν μόνο των αγωνιστών, για την πατρίδα, για τη λευτεριά. Ήταν και –αλίμονο– το αδελφικό, το σπαταλημένο όπως το λέει ο Ρουμελιωτάκης.

Η μνήμη των αφανών πεσόντων είναι εκείνη που στοιχειώνει το μυαλό του Σινόπουλου. Με τον εαυτό του και με τα δικά του φαντάσματα παλεύει τα βράδια ο ποιητής του Εμφυλίου, με το δικό του Κάποιον Ελπήνορα που ζητά δικαίωση.

Και μόνος αυτός ανάμεσα σε σπουδαίους ομοτέχνους του –όπως παραδέχεται ο Ρουμελιωτάκης, ένας πεφωτισμένος νους της Αριστεράς– προσεγγίζει τον Εμφύλιο ως τραγωδία αμφίπλευρη, βιώνει τον Εμφύλιο ως ήττα καθολική.

Μέσα σε ένα τοπίο θανάτου, σε μια χώρα έρημη και καθημαγμένη, ο Σινόπουλος, με αγώνα και αγωνία, με τα δάκρυα που φέρνουν ο πόνος και οι ενοχές, πάσχισε διά βίου να ανασύρει τους νεκρούς του, τους νεκρούς μας, από τη λήθη και τη σιωπή του Άδη.