Ο Ντο Τσίτσιο ήταν ένα από τα αφεντικά της Κόζα Νόστρα που έζησε και πέθανε κυνηγημένος από την ιταλική Δικαιοσύνη. Ακόμη κι όταν ήταν εξαφανισμένος από την κοινή θέα, διοικούσε με σιδηρά πυγμή το τμήμα της μαφιόζικης οργάνωσης στο Τράπανι της Σικελίας. Η αστυνομία κατάφερε να τον εντοπίσει όταν ήταν πια νεκρός…

Αποτέλεσε προφανώς έμπνευση για τον γιο του, τον Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, ο οποίος εξελίχθηκε σε αφεντικό της Κόζα Νόστρα και ήταν επί 30 ολόκληρα χρόνια «φαντομάς», μέχρι που συνελήφθη τη Δευτέρα στα 60 του από τις ιταλικές αρχές, σε κλινική του Παλέρμο.

Αδίστακτος, έμαθε να χρησιμοποιεί όπλο όταν ήταν 14 ετών. Έκανε τον πρώτο από τους πολλούς φόνους του στα 18 του.

Απέκτησε φήμη δολοφονώντας ένα αντίπαλο αφεντικό της σικελικής μαφίας και στραγγαλίζοντας τη φιλενάδα του, που ήταν τότε έγκυος στον τρίτο μήνα.

Δεν δίστασε να σκοτώσει τον 13χρονο γιο ενός άλλου μαφιόζου, διαλύοντας το σώμα του σε οξύ, αφού τον είχε κρατήσει όμηρο για  779 ημέρες, εκβιάζοντας τον πατέρα του παιδιού για να μην συνεργαστεί με τη Δικαιοσύνη.

«Γέμισα μόνος μου ένα νεκροταφείο», είχε καυχηθεί κάποτε ο Ντενάρο, δράστης συνολικά περίπου πενήντα δολοφονιών και συνεργός στις πιο αιματηρές επιθέσεις της Κόζα Νόστρα τον 20 αιώνα.

Καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια για το ρόλο του στις βομβιστικές επιθέσεις που οδήγησαν στο θάνατο τους εμβληματικούς εισαγγελείς κατά της σικελικής μαφίας, Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο, το 1992.

Έχει επίσης καταδικαστεί σε ισόβια για σειρά βομβιστικών επιθέσεων που συγκλόνισαν την επόμενη χρονιά τη Φλωρεντία, τη Ρώμη και το Μιλάνο, με απολογισμό 10 νεκρούς, 93 τραυματίες και ζημιές σε κέντρα πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η Πινακοθήκη Ουφίτσι.

Από το 1993, ο επονομαζόμενος και «Diabolik» («Διαβολικός», από τον ήρωα ενός κόμικ) ή «U’Siccu» («Ο Κοκαλιάρης» λόγω της σωματοδομής του) έγινε για τις ιταλικές αρχές ένα «φάντασμα».

Η σύλληψή του έγινε έκτοτε μείζον κρατικό ζήτημα.

«Ντιαμπόλικο»

Έπειτα από αυτό το φονικό σερί βομβιστικών επιθέσεων -ως απάντηση της Κόζα Νόστρα στη σύλληψη του αρχινονού Σαλβατόρε Τοτό Ριίνα- τα ίχνη του Μεσίνα Ντενάρο χάθηκαν τον Ιούνιο του 1993.

Η τελευταία φορά που ήταν σε κοινή θέα μέχρι και τη σύλληψή του ήταν εκείνη τη χρονιά σε διακοπές στην Τοσκάνη.

Ήταν ήδη αντιμέτωπος με κατηγορίες και καταδίκες για εγκλήματα που αφορούσαν σε συνεργασία με τη μαφία, επιθέσεις, ληστείες, κατοχή εκρηκτικών και δολοφονίες.

Επέλεξε διάφορες κρυψώνες στη Σικελία -αν και αυτό δεν τον εμπόδισε να ανελίσσεται την ιεραρχία της εγκληματικής οργάνωσης, μέχρι να γίνει ο «αρχηγός των αρχηγών» της.

Ή ακόμη και να κάνει διακοπές, σύμφωνα με τις ιταλικές ανακριτικές αρχές, μαζί με ερωμένη του, Μαρί Μέσι και υπό το ψευδώνυμο «Ματέο Κρακολίτσι», στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, στην Ελλάδα.

Γύρω από το πρόσωπό του επικρατούσε όλα αυτά τα χρόνια ένα όργιο φημών για τα κρησφύγετα, τις πιθανές επεμβάσεις στο πρόσωπο σε βραζιλιάνικες κλινικές, αλλά και τις στενές διασυνδέσεις με την πολιτική ζωή της χώρας.

Στη γενέτειρά του, στο Καστελβετράνο -μια πόλη περίπου 30 χιλιάδων κατοίκων στην σικελική επαρχία του Τράπανι- τα στόματα ήταν ερμητικά κλειστά από φόβο, κρύβοντας τα μυστικά της πιο άπιαστης μέχρι προχθές οικογένειας στην ιστορία της Κόζα Νόστρα.

Ο Τοτό Ριίνα -ο οποίος πέθανε στη φυλακή το 2017- έλεγε για τον Μεσίνα Ντενάρο ότι ήταν το πιο έξυπνο από τα βαφτιστήρια του.

Συχνά ωστόσο τον επέπληττε από τη φυλακή ότι ασχολείται περισσότερο με τις δουλειές του, παρά με την Κόζα Νόστρα, τα ηνία της οποίας ανέλαβε το 2006, μετά τη σύλληψη του τελευταίου «κάπο ντι κάπι» από το Κορλεόνε, Μπερνάρντο Προβεντσάνο.

Σε αντίθεση άλλωστε με τα παραδοσιακά αφεντικά της Μαφίας, ο «Ντιαμπόλικο» Ντενάρο είχε άλλα γούστα.

Ο… αντισυμβατικός αρχιμαφιόζος

Λέγεται ότι είναι λάτρης της κλασικής λογοτεχνίας, των  βιντεοπαιχνιδιών, των ακριβών ρούχων και αξεσουάρ, των σύγχρονων πολυτελών αυτοκινήτων, αλλά και του ποδόγυρου.

Απέκτησε μάλιστα ένα νόθο παιδί, κάτι που πήγαινε κόντρα -έστω και για το… θεαθήναι- στη συντηρητική κουλτούρα της Μαφίας.

Κατά τα λοιπά, αν και φυγάς, «έτρεχε» την εγκληματική οργάνωση και την προσωπική επιχειρηματική «αυτοκρατορία» του «ρολόι».

Θεωρούμενος κορυφαίος εκπρόσωπος αυτού που πολλοί πλέον αποκαλούν «αστική μαφία», ο Μεσίνα Ντενάρο έχει απλώσει τα «πλοκάμια» του παντού.

Τα συμφέροντά του εκτείνονται από την αιολική ενέργεια σε όλη τη Σικελία, τον διαδικτυακό τζόγο και ακίνητα στη βόρεια Ιταλία, έως κολομβιανά καρτέλ ναρκωτικών, αλλά και τη μαφιόζικη οργάνωση Ντραγκέτα, με έδρα την Καλαβρία.

Σύμφωνα με την Διεύθυνση Ερευνών κατά της Μαφίας (DDA) του Παλέρμο, τα παράνομα δίκτυα του «Ντιαμπόλικο» φτάνουν -εν μέσω ισχυρού πια διεθνούς ανταγωνισμού στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος- στο Βέλγιο και στη Γερμανία.

Οι πάλαι ποτέ πανίσχυροι Κορλεονέζοι εν τω μεταξύ βασίζονταν σε αυτόν για να διαφυλάξουν ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που είχαν συγκεντρώσει.

Θεωρείται επίσης ότι φυλά τα πιο πολύτιμα μυστικά του «φακέλου Τότο Ριίνα».

Δεν έχει να κάνει μόνο με τις business της Κόζα Νόστρα, αλλά πρωτίστως με την χρόνια κυβερνητική διαφθορά στην Ιταλία και τις περιώνυμες, πλην μυστικές διαπραγματεύσεις με τη μαφιόζικη «Λερναία Ύδρα».

Κοινή πεποίθηση αποτελεί ότι -όπως και οι προκάτοχοί του στην ηγεσία του οργανωμένου εγκλήματος- δεν θα μπορούσε να παραμένει τόσο καιρό ασύλληπτος φυγάς, χωρίς να υπάρχει κάλυψη από ανώτερα κλιμάκια.

Προσώρας, η μοναδική γνωστή «κηδεμονία» που λέγεται ότι παρείχε επί μακρόν η εγκληματική οικογένεια Ντενάρο είναι αυτή στην επιχειρηματική δυναστεία των Ντ’ Αλί, πάλαι ποτέ ιδιοκτητών της πρώην ιδιωτικής τράπεζας Banca Sicula στο Τράπανι.

Ένας από τους γόνους της, ο Αντόνιο Ντ’ Αλί, υπήρξε γερουσιαστής της Forza Italia και υφυπουργός Εσωτερικών επί πρωθυπουργίας του νυν κυβερνητικού εταίρου, Σίβλιο Μπερλουσκόνι.

«Σπάζοντας» την ομερτά

Ο άκρη του μίτου που φαίνεται ότι οδήγησε σταδιακά να ξεμπλεχτεί το «κουβάρι» του Μεσίνα Ντενάρο εκτιμάται ότι ήταν η απόφαση του Λορέντο Τσιμαρόζα να σπάσει το «τείχος» της ομερτά γύρω από τον πιο καταζητούμενο μαφιόζο της Ιταλίας.

Μικρός επιχειρηματίας από το Καστελβετράνο, έγινε ο πρώτος pentito -«μετανοημένος» στο λεξιλόγιο της μαφίας- του περιβάλλοντος του αρχινονού.

Χάρη στην ομολογία του, το 2013, η μισή οικογένεια Ντενάρο συνελήφθη και καταδικάστηκε, ενώ κατασχέθηκαν πολλά περιουσιακά στοιχεία.

Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν δέκα χρόνια μέχρι οι αρχές να φτάσουν στη σύλληψη του ίδιου του «Ντιαμπόλικο», στις 16 Ιανουαρίου.

Λέγεται ότι βρίσκονταν στην κλινική του Παλέρμο για χημειοθεραπεία.

Η προηγούμενη φορά που είχε προσαχθεί στην αστυνομία ήταν το 1988, όταν ανακρίθηκε ως μάρτυρας στο αστυνομικό τμήμα του Καστελβετράνο.

Τότε ισχυρίστηκε ότι ήταν ένας απλός αγρότης.

Δέκα χρόνια μετά ο πατέρας του, ο Ντο Τσίτσιο, εντοπίστηκε νεκρός σε δάσος του Καστελβετράνο. Ήταν οκτώ χρόνια φυγάς και, όπως διαπιστώθηκε, είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή.

Τον βρήκαν να φορά ένα καλό κοστούμι. Εκτιμάται ότι τον είχε αφήσει εκεί η οικογένειά του, για να μπορέσει να του κάνει στη συνέχεια μια κανονική ταφή.

Εκλήφθη επίσης ως ο απόλυτος εμπαιγμός του κράτους και της ανικανότητάς του να τον βρει όλο αυτό το διάστημα που παρέμενε φυγάς.

«Θολή» συγκυρία;

Τώρα, με τη σύλληψη του αρχινονού και γιού του, η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας πανηγυρίζει, με την μεταφασίστρια πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να κάνει λόγο για «μεγάλη νίκη του κράτους, που δείχνει ότι δεν τα παρατά απέναντι στη μαφία».

Αυτά, εν μέσω ενδοκυβερνητικών τριβών και λαϊκής δυσαρέσκειας από τη κρίση ακρίβειας.

Ορισμένοι αναλυτές εκφράζουν επιφυλάξεις για τη συγκυρία της σύλληψης του Ματέο Ντενάρο.

«Δεν είναι ακόμη σαφές πώς προέκυψε η έφοδος της Δευτέρας το πρωί στην κλινική, ποιος ενημέρωσε τις αρχές ή -κυρίως- πώς ήταν δυνατόν ο Ντενάρο να τριγυρνά στη Σικελία για 30 χρόνια», λέει χαρακτηριστικά στο BBC η καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου του Έσεξ, Άννα Σέρτζι.

«Όπως τώρα μαθαίνουμε, ήταν σε θεραπεία για καρκίνο και αρκετά άρρωστος», επισημαίνει.

«Εξ ου και λέγεται ότι κάποιος στον κόσμο του εγκλήματος αποφάσισε ότι δεν ήταν πλέον χρήσιμος», προσθέτει.

«Αυτό σημαίνει ότι ήταν πιθανότατα ακόμα μέρος μιας δομής, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει ανταλλαγή εξυπηρετήσεων μεταξύ της μαφίας και του κράτους και όπου μπορεί κανείς να παραιτηθεί σε αντάλλαγμα για κάτι»…