Ο Θράσος Καστανάκης γεννήθηκε το 1901 (σ.σ. η 23η Δεκεμβρίου αναφέρεται ως επικρατέστερη ημερομηνία στις σχετικές πηγές) στα Ταταύλα της Πόλης. Η καταγωγή του ήταν από την Κρήτη. Μεγάλωσε στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σε περιβάλλον πολίτικο του Πέρα, όπου πήρε μια παιδεία ευρωπαϊκή, προσανατολισμένη προς τη Γαλλία. Το άλλο περιβάλλον του ελληνισμού της Πόλης, το φαναριώτικο, με τη βαριά σκιά της ελληνορθόδοξης παράδοσης, δεν το γνώρισε και, φυσικά, δεν επηρεάστηκε από αυτό. […]

Στο σπίτι του Πράσινου (σ.σ. φίλου του Καστανάκη, καθηγητή της γαλλικής γλώσσας και λογοτέχνη) στην Πόλη διάβασε ο Καστανάκης, σε συντροφιά φίλων του, το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Φοβισμένη Ψυχή». Μαθητής ακόμη δημοσίευσε στο βραχύβιο περιοδικό της Πόλης Διόνυσος, που έβγαζε ο ίδιος με μια ομάδα φίλων του, μια μελέτη για τον Ρεμπώ, όταν ο γάλλος ποιητής ήταν σχεδόν άγνωστος στα γράμματά μας. Το 1918 αποφοίτησε από το Γαλλοελληνικό Λύκειο της Πόλης και το 1919 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε Γλώσσα και Λογοτεχνία στη Σχολή των Ανατολικών Γλωσσών στη Σορβόνη. Ανάμεσα στους δασκάλους του, ο Ψυχάρης. Το 1921 πήρε το δίπλωμά του και διορίστηκε επιμελητής (répétiteur) στο Τμήμα της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας με διευθυντή τον Ψυχάρη. Παντρεύτηκε δυο φορές. Η πρώτη του γυναίκα ήταν η Αγγέλα Βαλιάδου, απόφοιτη του Ζάππειου Παρθεναγωγείου της Πόλης, που σπούδαζε Φιλολογία στη Σορβόνη. Ο γάμος αυτός κράτησε λίγα χρόνια. Δεύτερη γυναίκα του ήταν η Ελπίδα Μαυροειδή, μαθήτρια της Βαλιάδου.

Ο Θράσος Καστανάκης είχε δυο ιδιόκτητα σπίτια. Ένα στο Ελληνικό της Αττικής, όπου έμενε τα καλοκαίρια, και το άλλο στην Αντίμπ της Γαλλίας, κοντά στο σπίτι που νοίκιαζε ο Καζαντζάκης. Προτιμούσε όμως να μένει μόνιμα σε ένα σπιτάκι χωρίς ανέσεις στην οδό Littré 5, στο Παρίσι. Στο Παρίσι θα μείνει σαράντα πέντε συνολικά χρόνια με μια πεντάχρονη απουσία (1940-1945) την περίοδο της Κατοχής, που βρέθηκε στην Αθήνα. Ιδεολογικά ανήκε στην Αριστερά και ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα. Συνέστησε τη Δημοκρατική Ένωση Ελλήνων της Γαλλίας και κατάγγελνε επανειλημμένως με ομιλίες και με δημοσιεύματα στον γαλλικό και αγγλικό τύπο τις πολιτικές διώξεις και τις εκτοπίσεις των αντιφρονούντων στην Ελλάδα.


Ως άνθρωπος ήταν ανοιχτόκαρδος, ευαίσθητος και μαχητικός. Αγαπούσε ιδιαίτερα το θέατρο, από την τεχνική του οποίου πέρασε αρκετά στην τέχνη του μυθιστορήματος. Ήταν αφοσιωμένος στους φίλους της νεανικής ηλικίας και επιτηδεύονταν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και επιτυχία στη μαγειρική. Χάθηκε σε μια ηλικία που θα μπορούσε να ήταν δημιουργική, αν δεν είχε το αίσθημα της απογοήτευσης και της ερημιάς μετά το θάνατο της γυναίκας του Ελπίδας —είχε πεθάνει από καρκίνο το 1964— αλλά και το πάθος του πιοτού, που τελικά τον έφερε στον τάφο. Σύμφωνα με ομολογία του φίλου του και προσωπικού του γιατρού Δημήτρη Βεζύρογλου έπασχε από διαβήτη και, παράλληλα, παρουσίαζε όλα τα κλασικά συμπτώματα του αλκοολικού — από το 1960. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος στα χέρια του γιατρού του στις 17 Μαρτίου του 1967 και ενταφιάστηκε στο Παρίσι. Δεν άφησε απογόνους. Κληρονόμοι του, η Ζιζέλ Πρασίνου και ο Πέτρος Φρυδάς. Το αρχείο του, ταξινομημένο από τον Πέτρο Φρυδά, είναι κατατεθειμένο στο Ε.Λ.Ι.Α. του Μάνου Χαριτάτου.

Το έργο που τον έκανε γνωστό ήταν το μυθιστόρημα «Οι Πρίγκιπες», που βραβεύτηκε το 1924 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος που προκήρυξε ο εκδοτικός οίκος Μ. Ζηκάκη. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Π. Νιρβάνας και εισηγητής ο Ηλ. Βουτιερίδης. Από το 1924 ως το 1962, που κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Η Παγίδα», έχει εκδώσει οχτώ μυθιστορήματα και εννέα συλλογές με σαράντα εφτά διηγήματα. Αν προσμετρηθούν σ’ αυτά εφτά ακόμη ανέκδοτα μυθιστορήματα, καθώς και τα σαράντα περίπου διηγήματα —από τα οποία είχαν δημοσιευτεί δεκαοχτώ σε περιοδικά— θα βρεθούμε μπροστά σε μια επιβλητική για τα ελληνικά δεδομένα λογοτεχνική παραγωγή: δεκαπέντε μυθιστορήματα και ογδόντα έξι διηγήματα. Εντύπωση προκαλεί, εκτός από τον όγκο του έργου, η αδιαφορία του δημιουργού για την έκδοσή του. Στα αίτια αυτής της αυτοεγκατάλειψης πρέπει να υποθέσουμε ότι συνέβαλε και η κατά κανόνα αρνητική στάση της κριτικής απέναντι στη λογοτεχνική του δημιουργία.

[…]


Η κριτική και η κριτικίζουσα συντεχνία είδαν μάλλον με μικροψυχία το έργο του Καστανάκη, που τη συμβολή του τουλάχιστον στην ανανέωση του νεοελληνικού μυθιστορήματος και διηγήματος του Μεσοπολέμου δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς. Χαρακτηρίζοντάς το κοσμοπολίτικο, τονίζοντας εμφατικά την εκκεντρικότητα ορισμένων από τους χαρακτήρες και εισάγοντας ακόμη και ηθικολογικά κριτήρια στην αισθητική του αποτίμηση νόμισαν ότι εξόφλησαν το χρέος τους απέναντι σε ένα έργο που παραμένει ακόμη αδικαίωτο. Ορισμένες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Ο Θράσος Καστανάκης, και με τις αδυναμίες του, ανήκει στους πιο σημαντικούς πεζογράφους του μείζονος ελληνισμού. Βασικό χαρακτηριστικό του, που συνδέεται και με την ιδεολογία του, είναι η ερωτοτροπία του με το μοντερνισμό και η απόπειρά του με νέες τεχνικές, περισσότερο εύπεπτες και ελκυστικές, να κάνει τα κείμενά του προσιτά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Παράλληλο φαινόμενο από τους νεότερους, ο Στρ. Τσίρκας. Έχουν μεταξύ τους εκλεκτικές συγγένειες στην καταγωγή, στην ευρωπαϊκή παιδεία, στις ιδέες και στην έρευνα της συμπεριφοράς τού εκτός της Ελλάδας ελληνικού κόσμου. Ακόμη έχουν και την τάση να μεταβάλουν το στατικό ελληνικό μυθιστόρημα, πλουτίζοντάς το με την ποικιλία τύπων, διαθέσεων, καταστάσεων, με την ψυχολογική παρατηρητικότητα, ακόμη και με την εκκεντρικότητα, στο είδος που ονομάζεται ρομάντσο.

Μεγάλη επίδραση στον Καστανάκη άσκησε, όπως είναι εύλογο, ο Ψυχάρης. Οι σχέσεις μαθητή και δασκάλου ήταν εγκάρδιες, αλλά πέρασαν από μια δοκιμασία. Πάντως ως το τέλος της ζωής του ο Καστανάκης θα διατηρήσει αγαθή την ανάμνηση του δασκάλου. Με εισήγηση του Ψυχάρη διορίστηκε επιμελητής στη Σχολή. Αιτία της ψυχρότητας ήταν η προβολή της υποψηφιότητας του Παλαμά το 1929 για το βραβείο Νόμπελ, την οποία είχε υποστηρίξει ο Καστανάκης. Στις προσβλητικές δημόσιες επιθέσεις του Ψυχάρη ο μαθητής απαντούσε με αξιοπρέπεια και ψυχραιμία. Η αντιδικία διακόπηκε με το θάνατο του Ψυχάρη στις 29 Σεπτεμβρίου 1929. «Τώρα με το θάνατο του Ψυχάρη», γράφει ο Καστανάκης, «τα προσωπικά σβήνουν και μένει μονάχα ο σεβασμός για το έργο του».

Με τον Ψυχάρη τον συνδέουν πολλά πράγματα, όπως π.χ. ένα συγγενικό αίσθημα για τη γενέτειρα και το κοινό όραμα μιας ιδεατής πατρίδας. […]

Ο Θράσος Καστανάκης εντάσσεται στη χορεία των ελλήνων λογίων της διασποράς, κυρίως όσων συνδέθηκαν με τη Γαλλία με δεσμούς βιοτικούς και πνευματικούς. Στο Παρίσι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και εκεί διαμορφώθηκε η καλλιτεχνική του συνείδηση. Η αλυσίδα των λογίων Ελλήνων στο Παρίσι είναι μακριά και αδιάσπαστη: Κοραής, Ψυχάρης, Ζαν Μορεάς, Επισκοπόπουλος. Η σειρά συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τον Κ. Θ. Δημαρά, εν μέρει, και τους άλλους σημερινούς φιλοσόφους, συνθέτες κτλ. Ένας κρίκος της αλυσίδας είναι και ο Καστανάκης, χωρίς την εμβέλεια των πρώτων ονομάτων, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στα λογοτεχνικά πράγματα της πατρίδας.

[…]

Ο ξεριζωμένος λογοτέχνης, ο ομογενής Θράσος Καστανάκης, δεν έχει αυθεντικό το αίσθημα της φιλοπατρίας για την Ελλάδα, αφού δεν δένεται μαζί της με τον ομφάλιο λώρο του αυτοχθονισμού. Την Ελλάδα τη γνώριζε από τις εμπειρίες των θερινών διακοπών, από ακούσματα και διαβάσματα. Η περίπτωσή του δεν μπορεί να συγκριθεί λόγου χάρη με του Αργύρη Εφταλιώτη —πέθανε κι αυτός στη Γαλλία, στην Αντίμπ— και το γνήσιο αίσθημα της νοσταλγίας του που λειτούργησε λογοτεχνικά. Για τον ψυχισμό του Καστανάκη, παρά τους δεσμούς που είχε με τους έλληνες λογοτέχνες και την πνευματική ζωή του τόπου, παρά τα καλοκαιρινά ταξίδια, η Ελλάδα ήταν μια ιδέα. Δεν αφομοιώνεται ούτε από το γαλλικό πολιτισμικό περιβάλλον. Έζησε διχασμένος στο ξένο πνευματικό κέντρο ανάμεσα σε πρόσφυγες και ομογενείς με μετέωρο το αίσθημα της νοσταλγίας. Ο πολιτισμικά απροσάρμοστος, ο αναφομοίωτος κόσμος της προσφυγιάς είναι ο κόσμος του· τον νιώθει βαθιά και γι’ αυτό όταν καταπιάνεται μαζί του είναι αυθεντικότερος και πειστικότερος.

[…]


Έγινε γνωστός ως δημιουργός του κοσμοπολίτικου μυθιστορήματος και διηγήματος. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν αποδέχτηκε αυτόν το χαρακτηρισμό. Αλλά ως προς το ζήτημα αυτό ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα: ήταν ο κοσμοπολιτισμός του επιβεβλημένος από μια συνείδηση αδέσμευτη από εθνικά όρια ή μήπως μια επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων επιλογή; Εκδηλώνεται αυτή η εμμονή στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον ως αντίδραση στο επαρχιώτικο σκηνικό της ελλαδικής πεζογραφίας, ως αναζήτηση πρωτοτυπίας και απόπειρα ανανέωσης; Ορισμένες ενδείξεις, όπως π.χ. η τάση του για την ανίχνευση της ελληνικότητας και η ειρωνεία με την οποία αποδέχτηκε την ετικέτα του κοσμοπολιτισμού, μας οδηγούν στην εικασία ότι αυτόν τον επέβαλε η αναγκαιότητα, αφού το ξένο περιβάλλον συνδεόταν με την εμπειρία του άμεσα και γι’ αυτό μπορούσε με ασφάλεια να το καταγράψει. Εξάλλου, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αναζητεί τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας των προσώπων του — και του προσώπου του.

Σε συνέντευξή του από το Παρίσι λέει χαρακτηριστικά:

«Οι τύποι μου είναι ενσάρκωση των συγκινήσεων που μου δίνει ο ελληνικός εαυτός μου απέναντι στην Ευρώπη. Όπως είναι σε άλλους η σύγκρουση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, σε μένα υπάρχει η σύγκρουση ανάμεσα στην ελληνικότητά μου και την ευρωπαϊκότητά μου».

[…]

*Αποσπάσματα από διάλεξη που είχε δώσει στο Σπίτι της Κύπρου, στις 17 Ιουνίου 1992, ο φιλόλογος, μελετητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Παγανός. Το κείμενό του, που έφερε τον τίτλο «Θράσος Καστανάκης – Ένας πεζογράφος της διασποράς», είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (τεύχος υπ’ αριθμόν 67, χειμώνας 1992-1993).