Αυτονεκρολογία

Μισόν αιώνα πάλευα κι απάνου
για λευτεριά δικιά μου και των άλλων,
κι όλο πιότερο μ’ έπνιγεν ο βρόχος,
κι οι γενναίοι, που με πνίγανε, πιο δούλοι.

Με μπουκώναν μωρό «Μεγάλη Ιδέα»
κρύβοντάς μου τον πιο αιμοβόρο οχτρό μου.
Να ’μαι του ξένου ο πάτος, να μισώ
και να καταφρονώ τ’ ανόσιο πλήθος.

Τα σκολειά μού τα κλείνανε τα μάτια.
Μου τ’ ανοίγαν η ζούγκλα των Ολίγων
και τα «καταραμένα» τα βιβλία.
Κι ολάνοιχτ’ απομείναν ως το τέλος.

Όσο τα χρόνια ασπρίζαν στην κορφή μου,
τόσο βαθιά μου μάτωνεν η ελπίδα.
Μάθαινα πως η αγάπη είναι δειλία
κι η καλοσύνη αγιάτρευτο κακό.

Ήρωας δεν ήμουν, μ’ έκαμνεν ο φόβος
(ή θα σκοτώσεις ή θα σκοτωθείς)
να μεγαλώνω τη γλυκιά πατρίδα
και να μικραίνω το φτωχό λαό.

Να γελιέμαι πως ζω, ξεπόρτιζα έξω.
Κάθε πατημασιά μου και πληγή.
Πιανόμουν από κάγκελα και πόρτες
μην πέσω — το κουφάρι μου κι όχι εγώ!

Μ’ αφήσαν όλοι στα κακά υστερνά μου:
γυναίκες, συγγενάδια, άσπονδοι φίλοι.
Κανείς να με βαστάει, ναν του μιλάω.
Μιλούσα μοναχός δίχως ν’ ακούω.

Με βρήκανε στο τέλος ξυλιασμένον
τρεις μέρες στο ντιβάνι μου απομόναχο,
με τα μάτια ανοιχτά και στυλωμένα
κατά σένα, όπως πάντα, Ανατολή.

Οι πεθαμενατζήδες μεθυσμένοι
βλαστημούσαν, όπως με κατεβάζαν
τυλιγμένον σε μια παλιοκουβέρτα,
όροφοι πέντε και σκαλιά ενενήντα!

Κι η ραχοκοκαλιά να μη λυγάει
για να τους ευκολύνει στη δουλειά τους.
Δεν το ’μαθε κανένας. Τ’ όνομά μου
μήτ’ εγώ δεν το λέω και δεν το γράφω.

Τα μπουκωμένα στόματ’ αλυχτήσαν:
—Καλότυχοι, ένας Βούργαρος λιγότερο!
—Κακότυχοι, που δεν τονε προλάβαμε!
—Κόβουμ’ έναν, φυτρώνουνε σαράντα!

Ευχαριστώ σας, γερατειά και πόνοι,
που εσείς με ξαποστείλατε, όχι ο Νόμος
(δυο φορές «επ’ εσχάτη προδοσία»!).
Κι ούτε με πολτοποίησε στη λάσπη

ένα τρίκυκλο αθώο («τροχαίον ατύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στα βαθιά της θάλασσας.
Τ’ αδούλωτα κορμιά δε βρίσκουν ούτε
μιας πιθαμής Ελλάδα να ησυχάσουν!

Νοέμβρης 1968


Ο σπουδαίος λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (νυν Μπουργκάς της Βουλγαρίας) το Φεβρουάριο του 1884.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε τον Αύγουστο του 1904, στην πολιτικοκοινωνική και φιλολογική εφημερίδα «Ο Νουμάς», ενώ η πρώτη ποιητική συλλογή του («Κηρήθρες») δημοσιεύτηκε το 1905.

Αφού προηγήθηκε, το 1919, η δημοσίευση του ποιήματος «Προσκυνητής», που ήταν αφιερωμένο στον αποκαλούμενο πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαο Γ. Πολίτη, ακολούθησαν δύο σπουδαία δημιουργήματα του Βάρναλη, εξόχως δηλωτικά του λογοτεχνικού διαμετρήματός του: «Το φως που καίει» (1922) και «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927).

Ξεχωριστή θέση στο συνολικό έργο του Βάρναλη κατέχουν το δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925) και τα πεζά «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1932), «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης» (1946).

Τη λογοτεχνική δημιουργία του Βάρναλη διακρίνουν η δεκτικότητα απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων, τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τα αντιπολεμικά και επαναστατικά μηνύματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βάρναλης, κομμουνιστής συνεπής προς τις αρχές του και με ενεργό συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης, εξορίστηκε το 1935 στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο, τιμήθηκε δε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν (1959).

Ο Κώστας Βάρναλης απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1974.

*Η ανωτέρω φωτογραφία προέρχεται από το Αρχείο Κώστα Βάρναλη (Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα/Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).