Στις 25 Νοεμβρίου 1922 γεννήθηκε στη Μυτιλήνη ο λογοτέχνης και ψυχίατρος Αριστοτέλης Νικολαΐδης, μια αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Το 1952 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του, οι Διαβαθμίσεις.

Μολονότι άριστος ψυχίατρος, με όλα τα προσόντα για μια λαμπρή καριέρα, ο Νικολαΐδης έστρεψε τελικά το ενδιαφέρον του αλλού: στην τέχνη του λόγου, που ήταν ο πόθος του και το πάθος του. Κυρίως στα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του έκανε αυτό που επιθυμούσε, δηλαδή εργάστηκε και συμπεριφέρθηκε ως λογοτέχνης: πεζογραφία, ποίηση, δοκίμια – μελέτες, μεταφράσεις.

Ο Νικολαΐδης έφυγε από τη ζωή στις 8 Οκτωβρίου 1996, σε ηλικία 74 ετών.

Το Μάιο του 1989 ο λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας Θανάσης Ντόκος είχε πάρει μια συνέντευξη από τον Νικολαΐδη. Τη συνέντευξη αυτήν, που είχε δημοσιευτεί σε ένα περιοδικό ποικίλης ύλης τον Ιούλιο του 1989, την είχαν διαβάσει ελάχιστοι.

Οκτώ και πλέον χρόνια αργότερα, και περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο του λογοτέχνη, το Νοέμβριο του 1997, η σχεδόν άγνωστη συνέντευξη που είχε πάρει ο Ντόκος αναδημοσιεύτηκε στη μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου «Διαβάζω» (τεύχος 379). Στο συνοδευτικό της συνέντευξης κείμενο που είχε συντάξει τότε ο Ντόκος, καταγράφοντας την άποψή του για τον εκλιπόντα, έκανε λόγο για έναν αριστοκράτη του πνεύματος, έναν αδογμάτιστο και ανατρεπτικό διανοητή της Αριστεράς, με πλατιά μόρφωση, βαθύτατη καλλιέργεια και φινέτσα στον τρόπο συμπεριφοράς.

Και συμπλήρωνε:

«Ο Νικολαΐδης ανήκει στους ελάχιστους εκείνους λογοτέχνες οι οποίοι πέρασαν μέσα από το καθαρτήριο της ψυχανάλυσης. Ο σεξουαλικά απελευθερωμένος λόγος και το αίτημα της επανάστασης συγχωνεύονται, μ’ έναν τρόπο μοναδικό, στο έξοχο μυθιστόρημά του Ο ιερός μαστός. […] Αλλά και τα άλλα του μυθιστορήματα και διηγήματα αποτελούν υπόδειγμα στο νέο είδος πεζού που εγκαινίασε πρώτος στα ελληνικά γράμματα. Όπως έχω γράψει κι αλλού, ο Νικολαΐδης ανέδειξε τη σοφά αγεωμέτρητη διήγηση. Τη διήγηση χωρίς πυρήνα, που εξακτινώνει το θέμα σε αυθαίρετες κατευθύνσεις, άκρως αιφνιδιαστικές για τον αναγνώστη. Το μεγάλο χάρισμα του συγγραφέα είναι η εκφραστική δεινότητα. Ταυτόχρονα, με την ευρύτατη γνώση των ελληνικών, δανείζεται λέξεις από όλες τις περιόδους του ελληνισμού και καταφέρνει να ενσωματώσει τη λησμονημένη λέξη σ’ ένα νεωτερικό περιεχόμενο. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να κομίσει ένα νέο, προσωπικό, διακριτό ύφος στη μεταπολεμική πεζογραφία».


Αποσπάσματα της ενδιαφέρουσας συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο Νικολαΐδης στον Ντόκο παραθέτουμε κατωτέρω:

Θανάσης Ντόκος: Το πρώτο βιβλίο σας που διάβασα ήταν οι «Συνυπάρχοντες» και έμεινα κατάπληκτος τόσο από τη δομή του όσο και από την ευρυμάθειά σας. Όπως την αναφορά σας στον Πλήθωνα τον Γεμιστό.

Αριστοτέλης Νικολαΐδης: Υπάρχει στους «Συνυπάρχοντες» ειδικό κεφάλαιο όπου ο Φίλιππος –σωστά θυμάστε– επισκέπτεται τον Μυστρά και εκεί αναλογίζεται, κάνει σκέψεις και συζητά για ορισμένα σύγχρονα και παλαιότερα προβλήματα, εμπνευσμένα φυσικά απ’ το τοπίο. Αναφέρεται και στον Γεμιστό. Ο Πλήθων, από πάρα πολλά χρόνια, μου προκαλούσε το ενδιαφέρον, από την εποχή που διάβαζα τη «Γυφτοπούλα» του Παπαδιαμάντη, όπου ο κύριος ήρωας είναι ο Γεμιστός. Είναι μια τραγικά ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία του ελληνισμού, η οποία επηρέασε πάρα πολύ τη σύγχρονη σκέψη, μολονότι δεν είναι τόσο γνωστός, στο εξωτερικό ιδίως, αλλά και στους Έλληνες εδώ, και αυτό επίσης είναι ένα στοιχείο έρευνας της εποχής εκείνης, δεδομένου ότι είχε αφοριστεί και από τον Πατριάρχη και από τον Πάπα. Τον κατηγόρησαν ότι εισήγαγε καινά δαιμόνια.

Ντόκος: Διπλά παράνομος, όπως ο φανταστικός Φίλιππος, κι όπως ο πραγματικός Πλουμπίδης…

Νικολαΐδης: Ακριβώς.

Ντόκος: Και η εποχή του;

Νικολαΐδης: Είναι η αρχή της Αναγέννησης, μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η αρχή της ακμής του Μυστρά, η αρχή της νέας ελληνικής εποχής, ως αναγεννησιακό κέντρο και στη ζωγραφική και στο πνεύμα γενικότερα. Υπάρχει ένα κολοσσιαίο υλικό το οποίο δυστυχώς οι έλληνες μυθιστοριογράφοι δεν το χρησιμοποίησαν όσο μπορούσαν. Το ίδιο και για τη Μικρασιατική Καταστροφή – θα μπορούσαν να γραφτούν εποποιίες ολόκληρες. Εκείνη που περιγράφει, μερικώς, το πνεύμα αυτής της εποχής είναι η Μαρία Ιορδανίδου… Ή για την Αλεξάνδρεια του Καβάφη. Ίσως θα έπρεπε να έρθει ο Λόρενς Ντάρελ με τα «Αλεξανδρινά Κουαρτέτα» για να δώσει την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει ο εκεί ελληνισμός. Κι ο Τσίρκας μόνο εν μέρει το κατορθώνει. Πάντοτε μου άρεσε η Ιστορία. Διαβάζω από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ήμουν επαναστάτης είχα λάβει μέρος στην Αντίσταση κατά των Γερμανών κ.λπ. Και παράνομος. Με είχαν συλλάβει οι Ιταλοί. Και τον περισσότερο καιρό δεν έμενα καν στο σπίτι μου. Έχω κι ένα διήγημα για εμπειρίες που τις αποδίδω στους άλλους βέβαια, όπως στην «Εξαφάνιση». Φυσικά, δεν εννοώ την ταύτιση όπως π.χ. κάνει ο ήρωάς μου στην «Εξαφάνιση», να θάψει το φίλο του. Άλλοι, όπως ο φινλανδός Βαλτάρι, που έχει γράψει πάρα πολλά για την Κωνσταντινούπολη, έχουν προσέξει αυτά που εμείς δεν προσέξαμε.


Ντόκος: Αυτό πιστεύετε ότι οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου, στην έλλειψη γνώσεων, στην ανικανότητα κάποιων σύγχρονων πεζογράφων να εξιστορήσουν και να μυθοποιήσουν δημιουργικά αυτές τις εποχές;

Νικολαΐδης: Παλαιότερα, ο Παπαδιαμάντης στους «Εμπόρους των Εθνών» και ο Ροΐδης στην «Πάπισσα Ιωάννα» έγραψαν, αφθόνως, για τέτοια γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του ελληνισμού που έχει μια συνέχεια. Νομίζω η έλλειψη απόστασης από τα γεγονότα δημιούργησε το πρόβλημα. Μετά λ.χ. από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημιουργήθηκε μια συρρίκνωση του εσωτερικού μας ψυχολογικού χώρου. Δόθηκαν πολλές ερμηνείες για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αλλά για μένα είχε την έννοια ενός λυτρωτισμού από τον ζυγό, όπως τον έζησε ο κόσμος εκεί. Ήταν απελευθερωτική κι όχι κατακτητική επιχείρηση.

Έτσι, από Μεγαλοέλληνες γίναμε Μικροέλληνες. Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν Κωνσταντινουπολίτης και δεν είχε κανένα απολύτως αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στους μεγάλους. Αυτό που έχει ο σημερινός Έλληνας όταν λέει «ο μεγάλος κι εμείς». Έβγαινε από ένα έθνος το οποίο αισθανόταν ότι ήταν ένα ιστορικό έθνος.

Ντόκος: Αλλά και μετά την Κατοχή έχετε γράψει ότι όλες οι παρατάξεις άφησαν τους εαυτούς τους να εξαρτηθούν από τις δύο υπερδυνάμεις. Συμβαίνει και σήμερα κάτι τέτοιο;

Νικολαΐδης: Δεν μπορώ να πω ότι και τότε αυτό συνέβη ολοκληρωτικά. Απ’ τη μια μεριά, είχαμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, που διακήρυσσε ρητά τότε πως ήταν εξαρτημένο σταλινικό κόμμα. Αυτή ήταν η επίσημη γραμμή. Ακολουθούσε το δόγμα αυτό, τη γραμμή αυτή. Αλλά το βλέπαμε και στην πράξη. Απ’ την άλλη μεριά, μιλούσαν για ελεύθερο κόσμο, ελεύθερη σκέψη κ.λπ., αλλά πιο καμουφλαρισμένα. Από αυτά που ζήσαμε, καταλάβαμε πρώτα απ’ όλα ότι είχαμε μια εξάρτηση στρατιωτική και οικονομική. Κανένα κράτος βέβαια δεν είναι ανεξάρτητο. Αλλά εκεί μέσα, βέβαια, δίνονται ορισμένα περιθώρια. Αυτό το 5 ή 10 τοις εκατό που δίνεται στα μικρά κράτη είναι ένα ποσοστό κρίσιμο. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν όταν μπορούσαν κι όπως μπορούσαν τα άλλα κράτη, όταν υφίσταντο αφόρητη πίεση. Η Γιουγκοσλαβία, ας πούμε, με τον Τίτο ή η Γαλλία με τον Ντε Γκωλ. Αυτό ακριβώς είναι η πολιτική: η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον για να υπερασπίσει το μέλλον του.

Ντόκος: Αυτό υπάρχει και σήμερα…

Νικολαΐδης: …και πάντοτε. Κι αυτό είναι το παιχνίδι της πολιτικής. Αλλιώς δεν είναι κανείς πολιτικός, είναι εντεταλμένος.

[…]


Ντόκος: Θυμάμαι ένα ποίημά σας που λέει: «Ω επανάσταση / της καθαρής μου ακμής / ο χρόνος μας η ποίηση».

Νικολαΐδης: Πιστεύω πως η επαναστατική συμμετοχή-πράξη είναι μια ποιητική πράξη. Αν δούμε τις επαναστάσεις ατόφιες, χωρίς τα παραφερνάλια τους, τα ενδιαφέροντα και μη ενδιαφέροντα (και πολλά δεν είναι καθόλου σοβαρά), εκείνο που αξίζει μέσα τους, είναι το γνησίως επαναστατικό, το καινούριο είναι ποιητικό. «Ο χρόνος μας η ποίηση», ο χρόνος μας πραγματικά βρίσκει τον προσωπικό του χρόνο και τη συγχρονία του μέσα στο πέρασμα των εποχών. Φυσικά, η ποίηση, ως πηγή τού είναι, εκφράζει βεβαίως την προσωπική μου έγκλιση.

[…]


Ντόκος: Μερικοί θεωρούν ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι καλός ψυχίατρος και συγγραφέας, όπως δεν μπορεί –κατά κανόνα όπως λένε– ένας φιλόλογος να είναι και καλός ποιητής.

Νικολαΐδης: Αυτό που είπατε δεν το έχω υπόψη μου ως δόγμα. Συγγραφέας και ψυχίατρος όπως εγώ –το αντιλαμβάνομαι– είναι δύο ομόκεντροι κύκλοι. Διαφέρουν κατά μεθοδολογία τα αντικείμενα που τους απασχολούν. Το να γράφεις σήμερα για ψυχολογικές συγκρούσεις χωρίς να έχεις γνώση σύγχρονης ψυχολογίας είναι αδιανόητο. Δεν το κάνει κανένας. Όταν ο Τζέιμς Τζόις περιγράφει τα όνειρα και τις φαντασιώσεις της γυναίκας του Μπλουμ γίνεται φανερό ότι έχει διαβάσει Φρόυντ και σύγχρονη ψυχολογία και τα έχει αφομοιώσει. Το ίδιο και ο Μαρσέλ Προυστ και οι περισσότεροι δεν μπορούν ν’ αποφύγουν σύγχρονες εμπειρίες, ανθρώπινες γενικότερα, οι οποίες εκφράζονται ως σύγχρονη ψυχολογική επιστήμη.

Ντόκος: Και ο Ντοστογιέφσκι, ο Νίτσε;

Νικολαΐδης: Και ο Ντοστογιέφσκι στο «Υπόγειο» λ.χ. χειρίζεται το υλικό της ψυχολογίας όταν ακόμα ανήκε στον κλάδο της φιλοσοφίας. Ο Νίτσε είναι πατήρ της σύγχρονης ψυχολογίας. Αν δεν ήμουν ψυχίατρος, θα έλεγαν ότι πιο πολύ επηρεάστηκα απ’ την ψυχιατρική παρά από ό,τι άλλο. Ο Έκο λέει ότι είναι σημειολόγος, λ.χ., και γλωσσολόγος.

Ντόκος: …και δεν πειράζει κανέναν, για να μην πω ότι θεωρείται ένας λόγος παραπάνω για να τον πουν ευφυή.

Νικολαΐδης: Ακριβώς. Αν ένας Έλληνας διακήρυττε ότι είναι σημειολόγος, γλωσσολόγος κ.τ.λ., θα του έλεγαν ότι γλωσσολογεί τώρα. Μα ο συγγραφέας πρέπει να έχει πολλές και βαθιές εμπειρίες, και όταν γράφει ένα θέμα, να αντλεί από αυτές. Αλλά για τον ψυχίατρο είναι ένα στίγμα από την ανάποδη. Πάει σχεδόν σαν κομπλιμέντο, ενώ είναι στίγμα κατά βάθος. Λένε ότι αυτός είναι μη νορμάλ, αυτός είναι ψυχωτικός, νευρωτικός. Όπως για τον Καβάφη παλιότερα έλεγαν ότι είναι διανοητικός. Επειδή ακριβώς ήταν βαθύς μελετητής της Ιστορίας, τόσο που αν δεν ήταν ποιητής, έλεγε πως θα ’γραφε Ιστορία. Αυτές οι στάμπες –πώς να πω;– είναι καμιά φορά μαφιόζικες.

[…]

Ντόκος: Γενικότερα, τι σκέφτεστε για τη μεταπολεμική πεζογραφία;

Νικολαΐδης: Μου είναι δύσκολο να μιλήσω γιατί έχω πολλές ελλείψεις στα σχετικά μου διαβάσματα. Νομίζω ότι απ’ το 1969 –και αυτό δεν είναι βέβαια άσχετο με τα μέχρι τότε συμβαίνοντα και τη χουντική περίοδο επίσης– εμφανίστηκαν αρκετά ενδιαφέροντα μυθιστορήματα που αλλάζουν και διαμορφώνουν την εμβέλεια της πεζογραφίας μας κι έχουν αντίκτυπο στις νεότερες γενιές. Θα προτιμούσα να αναφερθώ σε κάποια βιβλία που έτυχε να διαβάσω τώρα τελευταία, όπως το μυθιστόρημα της Άννας Ξανθάκου «Αντίο Δέντρο της Γνώσης» και το «Οδοιπορικό» του Γιώργου Αριστηνού.

Ντόκος: Ποια είναι η γνώμη σας επίσης για τους μεταπολεμικούς ποιητές;

Νικολαΐδης: Οι ποιητές του μεταπολέμου κινήθηκαν –εκτός των αναποφεύκτων εξαιρέσεων βέβαια– μέσα στις προδιαγραφές των ποιητών του μεσοπολέμου: υπερρεαλισμός εν μέρει, επαναστατισμός χωρίς αληθινή επαναστατικότητα, γκρίνιες και κλάψες για χαμένα «οράματα» – κι ερωτώ, ποια οράματα; Αυτά που ήδη έχουν εκπέσει διεθνώς; Έτσι βρισκόμαστε σε μια ιστορική βραδυπορία, θα έλεγα. Ξεχωρίζω πάντως αρκετά ποιήματα μέσα στο έργο του Σινόπουλου, του Λειβαδίτη, του Παπαδίτσα, που είναι αξιόλογα. Οι επιζώντες μπορεί ακόμα να επιφυλάσσουν κάποιες εκπλήξεις ή ολοκληρώσεις, γι’ αυτό και συγκρατούμαι να μιλήσω γι’ αυτούς.

*Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του παρόντος άρθρου προέρχονται από το προαναφερθέν αφιέρωμα της μηνιαίας επιθεώρησης του βιβλίου «Διαβάζω» (τεύχος 379, Νοέμβριος 1997).