Η Μάριαμ Αγουάντ είναι 22 ετών και, όπως λέει στον Guardian, δεν μπορεί να θυμηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκε καλά τη νύχτα. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν πριν η αίτησή της για ανανέωση της άδειας παραμονής της ως πρόσφυγα στη Δανία απορρίφθηκε πριν από δυο χρόνια.

Πριν το 2015, η οικογένεια της Αγουάντ ζούσε σε μια μικρή πόλη κοντά στη Δαμασκό, όμως διέφυγαν στη Δανία μετά τη σύλληψη του αδερφού της από το καθεστώς. Έκτοτε, η οικογένεια ζει στο Άαρχους, μια παραθαλάσσια πόλη στη βόρεια Δανία.

Η Αγουάντ και η μικρότερη αδερφή της είναι τα μόνα μέλη της οικογένειας που απειλούνται με απέλαση. Η περίπτωσή τους, όμως, δεν είναι μοναδική. Το 2019, η δανική κυβέρνηση ενημέρωσε περίπου 1.200 πρόσφυγες από την περιοχή της Δαμασκού ότι οι άδειες παραμονής τους δεν θα ανανεώνονταν.

Σε αντίθεση με τον ΟΗΕ και την ΕΕ, η Δανία κρίνει πως η περιοχή είναι πλέον αρκετά ασφαλής ώστε οι πρόσφυγες να επιστρέψουν. Ωστόσο, από τη στιγμή που οι άνδρες θα στρατολογούνταν κατά την επιστροφή τους, ενώ οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες συχνά έχουν παιδιά που πηγαίνουν σχολείο στη Δανία, η νέα πολιτική επηρεάζει κυρίως νεαρές γυναίκες και ηλικιωμένους.

Εχθρική πολιτική

Η Λίζα Μπλίνκενμπεργκ, που εργάζεται στη Διεθνή Αμνηστία στη Δανία, δήλωσε: «Το 2015, μια νομοθετική μεταρρύθμιση όρισε ότι η άδεια παραμονής των προσφύγων μπορεί να αρθεί εξαιτίας αλλαγών στην πατρίδα τους, χωρίς όμως αυτές οι αλλαγές να απαιτείται να είναι θεμελιώδεις. Στη συνέχεια, το 2019, οι δανικές υπηρεσίες ασύλου έκριναν ότι η βία στη Δαμασκό έχει σταματήσει και ότι οι Σύροι μπορούν να επιστρέψουν εκεί».

Η Μπλίνγκενμπεργκ σημειώνει μιλώντας στον Guardian ότι η δανική πολιτική για τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες έχει γίνει σαφώς πιο εχθρική στη διάρκεια των τελευταίων ετών. «Το 2019, ο δανός πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η Δανία δεν ήθελε “κανέναν αιτούντα άσυλο”. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά ισχυρό μήνυμα», εξηγεί.

«Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στη Δανία τα ακροδεξιά κόμματα έχουν πολλούς υποστηρικτές. Το γεγονός αυτό έδωσε στην κυβέρνηση το σήμα να πει ότι η Δανία δεν θα είναι φιλόξενη απέναντι στους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες».

Η Αγουάντ χαμογελά. Στο τηλέφωνο, ο δικηγόρος της την ενημερώνει ότι ορίστηκε ημερομηνία για την έφεσή της στο συμβούλιο προσφύγων. Θα είναι η τελευταία της ευκαιρία να παρατείνει την άδεια παραμονής της.

Περιμένει για αυτή την κλήση από τον Φεβρουάριο. «Είμαι πολύ αγχωμένη», παραδέχεται, «αλλά χαίρομαι που θα συμβεί. Χαίρομαι που είχα υποστήριξη από φίλους που με έφεραν σε επαφή με εθελοντές. Αν δεν ήταν εκείνοι, δεν θα ήξερα τι να κάνω».

Δίκτυα εθελοντών

Μια από τους εθελοντές που βοήθησαν την Αγουάντ είναι και η 21χρονη Ραχίμα Αμπντουλάχ, επίσης προσφύγισσα από τη Συρία και επικεφαλής του Danish Refugee Youth Council. Στη διάρκεια των δυο τελευταίων ετών, η Αμπντουλάχ κατάφερε να δημιουργήσει σχεδόν μόνη της ένα δίκτυο αντίθεσης στις απελάσεις Σύρων.

«Δεν μπορώ να υπολογίσω για πόσες υποθέσεις εργάστηκα», λέει στον Guardian. «Σίγουρα πάνω από 100, ίσως και 200».

Η Αμπντουλάχ, που προέρχεται από μια οικογένεια Κούρδων από το Χαλέπι, πολιτικοποιήθηκε στα 16 της, όταν η οικογένειά της ζήτησε άσυλο στη Δανία. Δημοσιεύει τακτικά άρθρα γνώμης σε δανικές εφημερίδες, ενώ είναι γνωστή ως ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των προσφύγων.

«Η εικόνα που προέβαλλαν τα δανικά ΜΜΕ για τους πρόσφυγες ήταν πολύ αρνητική. Έβλεπα ότι όλοι μιλούσαν για αυτό, όμως3 ένιωθα ότι εγώ δεν είχα φωνή. Για αυτό αποφάσισα να γίνω ακτιβίστρια», εξηγεί.

Το 2019, η Αμπντουλάχ και μια συμμαθήτριά της, η Άγια Νταχέρ, βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα των δανικών ΜΜΕ, όταν η Νταχέρ απειλήθηκε με απέλαση.

«Με πήρε τηλέφωνο η Άγια, τρομαγμένη, κλαίγοντας, επειδή η αίτησή της είχε απορριφθεί. Μέχρι τότε σκεφτόμασταν να τελειώσουμε το σχολείο, τις εξετάσεις και τα πάρτι, όμως ξαφνικά ανησυχούσαμε μόνο για το μέλλον της Άγια και την ασφάλειά της», θυμάται.

«Έγραψα την ιστορία της στο Facebook και την έστειλα σε δυο δημοσιογράφους και έπεσα για ύπνο. Το πρωί είδα ότι την είχαν κοινοποιήσει 4.000 άτομα».

Ο ρόλος των ΜΜΕ

Τοπικά και διεθνή ΜΜΕ δημοσίευσαν την υπόθεση, προκαλώντας κοινωνική κατακραυγή. Μετά την έφεσή της στη δανική υπηρεσία η άδεια παραμονής της Νταχέρ ανανεώθηκε για άλλα δυο χρόνια, καθώς θεωρήθηκε ότι το δημόσιο προφίλ της θα μπορούσε να τη θέτει σε κίνδυνο από το καθεστώς του Άσαντ.

«Μου έδωσαν άδεια παραμονής επειδή εμφανιζόμουν στα ΜΜΕ. Δεν πίστευαν αυτά που τους έλεγα για την κατάστασή μου και τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζα στη Συρία. Αυτό με πλήγωσε πολύ», λέει η ίδια η Νταχέρ. «Ελπίζω να μη χρειαστεί να περάσω ξανά αυτή τη διαδικασία».

«Η Άγια μπορεί τώρα να συνεχίσει τη ζωή της, όμως συνεχίζω να κάνω αυτή τη δουλειά για άλλους ανθρώπους που βρίσκονται στη θέση της», λέει η Αμπντουλάχ. «Η υπόθεσή της έδειξε στους πρόσφυγες ότι αν έχεις την προσοχή των ΜΜΕ και την υποστήριξη της κοινωνίας, μπορείς να ζήσεις στη Δανία».

Όμως υπάρχουν και εκείνοι που επιλέγουν να μη στραφούν στα ΜΜΕ.

Απορρίψεις

«Δούλεψα με μια οικογένεια, ένα ζευγάρι με μικρά παιδιά. Κατάφερα να τους κλείσω μια συνέντευξη Τύπου στη Σουηδία, όμως δεν ήταν αρκετό», λέει η Αμπντουλάχ. «Ο άνδρας βρίσκεται πλέον στη Γερμανία με δυο από τα παιδιά και προσπαθούν να αποκτήσουν άσυλο εκεί. Η σύζυγος έμεινε εδώ με ένα παιδί. Μου έστειλε μήνυμα στο Facebook και μου είπε: “Δεν μας βοήθησες, κατέστρεψες τη ζωή μας”. Δεν μπορώ να θυμώσω. Δεν μπορώ να φανταστώ καν πώς νιώθει».

«Η ιστορία της Άγια ήταν η πρώτη τέτοια υπόθεση εκείνη την εποχή. Επιπλέον, στα δανικά ΜΜΕ αρέσουν οι νέες δυνατές γυναίκες από τη Μέση Ανατολή που έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία και μιλούν δανικά», εξηγεί η Αμπντουλάχ. «Αυτή ήταν μια απλή οικογένεια Σύρων. Η γυναίκα δεν μιλούσε καλά δανικά και τα παιδιά ήταν πολύ μικρά».

«Επίσης, η Άγια δεν φορά χιτζάμπ, που νομίζω την έκανε πιο αρεστή στους ανθρώπους», προσθέτει. «Υπάρχουν άνθρωποι στη Δανία που πιστεύουν ότι αν φοράς χιτζάμπ δεν έχεις ενσωματωθεί στην κοινωνία. Αυτό με στεναχωρεί και με θυμώνει – δεν θα έπρεπε να σκέφτονται έτσι».

«Γύρνα στη χώρα σου, μουσουλμάνα»

Η Νταχέρ από την πλευρά της θυμάται: «Είχα πολλές θετικές αντιδράσεις από τον κόσμο και τους συμμαθητές μου, όμως υπήρξαν και αρνητικά σχόλια. Ένας άνδρας με πλησίασε στο δρόμο και μου είπε: “Γύρνα στη χώρα σου, μουσουλμάνα. Κλέβεις τα λεφτά μας».

«Σέβομαι το γεγονός ότι κάποιοι δεν με θέλουν εδώ. Δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω για αυτό», συνεχίζει. «Δεν έχουν πάει στη Συρία και δεν έχουν ζήσει τον πόλεμο. Δεν μπορώ να τους το εξηγήσω».

Η Αγουάντ ελπίζει να μπορέσει να επιστρέψει στη ζωή που αναγκάστηκε να βάλει σε παύση πριν δυο χρόνια. «Δεν ξέρω πώς να προετοιμαστώ για την έφεση», λέει. «Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να πω την αλήθεια. Αν επιστρέψω στη Συρία, θα με βάλουν στη φυλακή». Ελπίζει ότι αυτό θα είναι αρκετό για να παραμείνει στη χώρα.

«Σκόπευα να σπουδάσω ιατρική στην Κοπεγχάγη πριν απορριφθεί η άδεια παραμονής μου. Ήθελα να γίνω γιατρός από τη μέρα που ήρθα στη Δανία».Η αβεβαιότητα την έκανε να λάβει πιστοποίηση βοηθού επαγγελματιών υγείας, και να πιάσει δουλειά σε οίκο ευγηρίας. «Το μόνο που θέλω, είναι να πάρω πίσω τη ζωή μου».

Πηγή: Guardian