Τέκνο της λεβεντογέννας Κρήτης, ο ηρακλειώτης Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, που εκτελέστηκε από τις κατοχικές Αρχές της μεγαλονήσου στις 3 Σεπτεμβρίου 1942, ανήκει στη χορεία των αφανών ηρώων του έθνους των Ελλήνων.

Γεννημένος το 1889 στην Άνω Βιάννο Ηρακλείου, ο Ραπτόπουλος ήταν ήδη βετεράνος των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και του Μικρασιατικού Μετώπου, όταν ενεπλάκη η χώρα μας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1940.

Μάλιστα, για την ηρωική δράση του κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπου και έχασε το ένα του πόδι από εχθρική οβίδα, ο Ραπτόπουλος τιμήθηκε με Χρυσό Αριστείο Ανδρείας.


Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο οικογενειάρχης Ραπτόπουλος, παρά την αναπηρία του και τις αλλεπάλληλες οδυνηρότατες απώλειες μελών του στενού οικογενειακού κύκλου του, δεν παρέλειψε να αναπτύξει έντονη κοινωνική δραστηριότητα και να προσφέρει στον τόπο του και εν καιρώ ειρήνης.

Ο κτηματίας Ραπτόπουλος όχι μόνο συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος στη δημιουργία του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Βιάννου, αλλά και υπήρξε επί μακρόν ο πρώτος πρόεδρός του.

Πέραν τούτου, ο Ραπτόπουλος διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Βιάννου, καθώς και πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων του Γυμνασίου Βιάννου.

Τον Απρίλιο του 1941, αμέσως μετά την εξουδετέρωση της ελληνικής γραμμής άμυνας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και πριν ακόμα καταληφθεί από τους εισβολείς η μεγαλόνησος, ο Ραπτόπουλος, ταγματάρχης υπαχθείς σε κατάσταση πολεμικής διαθεσιμότητας, έσπευσε να στρατευτεί στον αντιστασιακό αγώνα, μεριμνώντας προπάντων για τη φυγάδευση ανδρών (ελλήνων εθελοντών και βρετανών στρατιωτικών) από τον Τσούτσουρο Ηρακλείου στη Μέση Ανατολή, ώστε να ενισχυθούν οι Συμμαχικές δυνάμεις στο θέατρο επιχειρήσεων του Βορειοαφρικανικού Μετώπου.

Εξ όσων πληροφορούμαστε από σχετικές πηγές, ο Ραπτόπουλος όχι μόνο ηγήθηκε αντιστασιακής οργανώσεως, αλλά και επιφορτίστηκε από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής με την οργάνωση ένοπλης αντίστασης κατά των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων σε ολόκληρη την Κρήτη.

Ο Ραπτόπουλος και οι συνεργάτες του μπόρεσαν πράγματι να φέρουν εις πέρας την επικίνδυνη αποστολή τους, αλλά προδοτικές ενέργειες οδήγησαν στη σύλληψη του βιαννίτη ήρωα από τους Ιταλούς το Φεβρουάριο του 1942.

Στους μήνες που ακολούθησαν ο Ραπτόπουλος παρέμεινε έγκλειστος σε διάφορες φυλακές της Κρήτης.

Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης κράτησής του ο Ραπτόπουλος, ο οποίος είχε αρνηθεί να αποδράσει υπό το φόβο των γερμανικών αντιποίνων εις βάρος των ορφανών παιδιών του και των συντοπιτών του, επικοινωνούσε με τους οικείους του μέσω επιστολών και σημειωμάτων.

Την παραμονή της εκτέλεσής του ο Ραπτόπουλος έγραψε προς τα παιδιά του:

«Σας πληροφορώ με υπερηφάνεια ότι αύριο τελειώνουν τα βάσανά μου. Εκτελώ το υπέρτατο καθήκον μου, προσφέροντας τη ζωή μου στην πατρίδα. Αν μ’ αγαπάτε, δε θέλω να κλάψετε. Θα το ’χει βάρος η καρδιά μου».

Και ανήμερα του θανάτου του, λίγο πριν εκτελεστεί, απηύθυνε τον ύστατο χαιρετισμό στα παιδιά του με απαράμιλλη αξιοπρέπεια και ψυχραιμία:

«Συγχωρήσετε τους εχθρούς μου και εστέ υπερήφανοι».


Ο Ραπτόπουλος εκτελέστηκε διά τουφεκισμού στις φυλακές Αγιάς Χανίων στις 3 Σεπτεμβρίου 1942, μαζί με τον υπαρχηγό του, τον Μανώλη Σταματουλάκη από την Κάτω Βιάννο, καθώς και πέντε ακόμα αγωνιστές.

Προς τιμήν και εις μνήμην του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, το όνομά του φέρει στρατόπεδο («Στρατόπεδο Τχη ΠΖ Ραπτόπουλου Αλέξανδρου») που βρίσκεται στην Αγιά Χανίων.