Το κατά πόσον η χρήση της ζώνης ασφαλείας στο αυτοκίνητο και του κράνους στη μοτοσικλέτα αποτελεί ή όχι παραβίαση των ατομικών ελευθεριών έχει λυθεί προ πολλού σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο: από τη στιγμή που τα εξαρτήματα αυτά σώζουν ζωές, και εννοούμε ζωές των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούν, το κράτος παρεμβαίνει και τα καθιστά υποχρεωτικά.

Το ίδιο συμβαίνει με τους εμβολιασμούς των παιδιών έναντι των ασθενειών που κάποτε θέριζαν τον κόσμο, τον ανεπτυγμένο, αλλά κυρίως τον υπανάπτυκτο. Οι γονείς τους δεν δικαιούνται να αποφασίσουν εκείνοι αν θα θέσουν τις ζωές των παιδιών τους σε κίνδυνο και οι σχετικές προσπάθειες κάποιων αντιδραστικών κύκλων στην Ιταλία πριν από λίγα χρόνια απέτυχαν παταγωδώς.

Η λογική αυτή θα έπρεπε να ισχύει στο πολλαπλάσιο και όταν μιλάμε για εμβολιασμούς που σώζουν τις ζωές όχι μόνο των άμεσα εμπλεκομένων, αλλά και όλων εκείνων που έρχονται υποχρεωτικά σε επαφή μαζί τους. Η Covid-19 είναι μια ασθένεια εξόχως μεταδοτική. Αν εγώ λοιπόν χρειαστεί να νοσηλευτώ για έναν άσχετο λόγο, θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα να μην επιβαρυνθώ και με τον κορωνοϊό.

Το ζήτημα ήρθε στην επιφάνεια πριν ακόμη αρχίσουν οι εμβολιασμοί. Περιέργως, οι κυβερνήσεις δίστασαν. Υπάρχουν βέβαια συνταγματικές διατάξεις που δεν επιτρέπουν τον εμβολιασμό κάποιου ενήλικα παρά τη θέλησή του. Δεν υπάρχει καμιά διάταξη όμως που να επιτρέπει, ή να επιβάλλει, την επαφή ενός ανεμβολίαστου εργαζόμενου με κάποιον πολίτη. Εστω και καθυστερημένα, έτσι, ο ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι αποφάσισε στα τέλη του περασμένου Μαρτίου ότι όλοι οι υγειονομικοί πρέπει άμεσα να εμβολιαστούν και σε αντίθετη περίπτωση θα μετατίθενται σε άλλες θέσεις με ενδεχόμενη διακοπή της μισθοδοσίας τους.

Ο έλληνας ομόλογός του δεν έδειξε αντίστοιχη αποφασιστικότητα. Με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να ασκηθεί περαιτέρω πίεση στο σύστημα υγείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετέθεσε την απόφαση σε «ουδέτερο χρόνο», δηλαδή το φθινόπωρο, όταν θα έχει ενδεχομένως ξεσπάσει ένα τέταρτο κύμα. Η επιλογή αυτή ήταν σχετικά ασφαλής: δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί μετάδοση του ιού από αρνητή νοσηλευτή σε ανυποψίαστο ασθενή. Είχε το πλεονέκτημα ότι δεν δημιούργησε επιπλέον εντάσεις. Αλλά επί της αρχής ήταν λανθασμένη.

Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει σε έναν διορισμένο αξιωματούχο, και όχι στον εκλεγμένο πρωθυπουργό, ο κλήρος να είναι ο πρώτος που αναλαμβάνει την ευθύνη για μια τέτοια ουσιαστική, όσο και συμβολική, απόφαση. Ο αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος Στέφανος Κολοκούρης άνοιξε τον δρόμο και η ελπίδα είναι να ακολουθήσουν το ταχύτερο κι άλλοι. Με την έννοια αυτή, δεν έχει νόημα η ενόχληση κάποιων μελών του σώματος για τον «στιγματισμό» τους. Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, είναι μια ευκαιρία γι’ αυτούς που «στάθηκαν πίσω-πίσω» να τελειώνουν.

Οπως είναι και μια ευκαιρία για τον Πρωθυπουργό να ξαναδεί εκείνη την επιλογή του. Ο χρόνος, άλλωστε, δεν είναι ποτέ ουδέτερος.