Όταν συναντήθηκε με τη μεγάλη Νάντια Μπουλανζέ στην αρχή δεν ήθελε να της πει ότι η μουσική που έγραφε μέχρι τότε ήταν κυρίως τάνγκο, ούτε ότι το βασικό μουσικό του όργανο ήταν το μπαντολεόν. Χρειάστηκε η δική της επιμονή ώστε να της παίξει ένα δικό του τάνγκο και αυτή να αναφωνήσει: «Μην το εγκαταλείψεις ποτέ αυτό. Αυτή είναι η δική σου μουσική. Εδώ είναι ο Πιατσόλα».

Και με έναν τρόπο ήταν ο συνδυασμός ανάμεσα στα μαθήματα που έκανε με τη Μπουλανζέ και ταυτόχρονα ο τρόπος που έβλεπε τα σύνολα της τζαζ που τον βοήθησαν να διαμορφώσει μια εξαιρετικά πρωτότυπη μουσική γλώσσα, που συνδύαζε όλη την παράδοση του τάνγκο, όπως είχε μάθει να το ακούει από παιδί, ακούγοντας τις μεγάλες ορχήστρες της δεκαετίας του 1930, όπως αυτή του Κάρλος Γαρδέλ, τη τζαζ και στοιχεία της λόγιας μουσικής παράδοσης.

Από το τάνγκο στην κλασική μουσική και πίσω στο τάνγκο

Παιδί Ιταλών μεταναστών στην Αργεντινή ο Πιατζόλα γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1921 και θα μάθει πολύ νωρίς να παίζει τάνγκο στο μπαντολέον το όργανο με το οποίο ταυτίστηκε. Όμως, ήθελε πολύ να μελετήσει και να γράψει λόγια μουσική, γοητευμένος από συνθέτες όπως ο Στραβίνσκι και ο Μπάρτοκ.

Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πίστευε ότι είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει το τάνγκο και να σπουδάσει κλασική σύνθεση. Όμως, η συνάντηση με τη Μπουλανζέ θα είναι καταλυτική για να κατανοήσει την ανάγκη να βρει έναν τρόπο να συνδυάζει τις συνθετικές του αναζητήσεις με αυτό που ήταν πάντα μέσα στην καρδιά του: το τάνγκο.

Το νέο τάνγκο

Το αποτέλεσμα θα είναι μια εξαιρετικά πρωτότυπη σύνθεση μουσικών στοιχείων και μια από τις σημαντικές συνεισφορές στη μουσική του 20ου αιώνα. Οπλισμένος με ευρεία μουσική παιδεία θα φέρει μεγάλες καινοτομίες στο τάνγκο,  ανανεώνοντας με το οκτέτο του την ίδια την ορχήστρα τάνγκο, δοκιμάζοντας το τάνγκο σε μεγαλύτερα σύνολα και φόρμες, παίζοντας με τους ρυθμούς και τις αρμονίες (με ιδιαίτερη έμφαση στην αντίστιξη), χωρίς ωστόσο ποτέ να χάνει το βαθύτερο πάθος και τον χορευτικό πυρήνα αυτής της μουσικής.

Με μεγάλη συνθετική παραγωγή και μεγάλο αριθμό ηχογραφήσεων ο Πιατσόλα, που θα δίνει και πλήθος συναυλίες σε όλο τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας όπου θα τον προσκαλέσει ο Μάνος Χατζηδάκις και όπου θα δώσει την τελευταία συναυλία του τον Ιούνιο του 1990), ουσιαστικά θα δείξει μια άλλη όψη του τάνγκο, σε ένα διάλογο με άλλα μουσικά ρεύματα και ευαισθησίες. Αυτό θα εξηγήσει και τη πολύ μεγάλη δημοφιλία του και απήχησή του.

Πέθανε το 1992 στο Μπουένος Άιρες έχοντας περάσει τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του με σοβαρά προβλήματα υγείας.

Ο Πιατσόλα και ο κινηματογράφος

Ανάμεσα στο πλήθος των συνθέσεών του, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα σάουντρακ που συνέθεσε. Ανάμεσά τους ας ξεχωρίζουμε αυτά που έγραψε για δύο ταινίες του Φερνάντο Σολάνας, το«Τάνγκο: η εξορία του Γαρδέλ» του 1985 και τον «Νότο» του 1988, που και οι δύο έχουν στο επίκεντρό τους το τάνγκο.