Ήταν μία από τις συγκρούσεις που αναμένονταν από καιρό. Ούτως ή άλλως η κυβέρνηση είχε εξαρχής δηλώσει ότι επιθυμούσε μεγάλες τομές που  να βάλουν φραγμό στην «ανομία» στα Πανεπιστήμια και η αξιωματική αντιπολίτευση αναζητούσε ένα πεδίο στο οποίο θα προσπαθούσε να εκπροσωπήσει μια υπαρκτή αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής ιδίως σε νεώτερες ηλικίες.

Πώς διαμορφώθηκε η εικόνα περί «ανομίας»

Η εικόνα περί της «ανομίας» στα Πανεπιστήμια έχει αρκετά μεγάλο βάθος. Και λέμε εικόνα, γιατί παραμένει ανοιχτό το εάν και κατά πόσο γενικά τα πανεπιστήμια είναι χώροι γενικευμένης παραβατικότητας.

Σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το πώς ορίζει κανείς την ίδια την καθημερινότητα των πανεπιστημίων και το τι μπορεί να περιλαμβάνει.

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 και κυρίως από τη δεκαετία του 1970 μπορούσε κανείς να διαβάσει απαξιωτικές αναφορές στο πώς οι φοιτητές ασχολούνταν με τις συνελεύσεις και τις διαδηλώσεις σε ένα κλίμα υπερπολιτικοποίησης.

Βέβαια, το μεγάλο κύρος που είχε το φοιτητικό κίνημα μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, σήμαινε ότι τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση δύσκολα μπορούσαν να ευοδωθούν κινήσεις περιορισμού της δράσης του. Ωστόσο, εκείνα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης θα αρθρωθεί και η πολεμική γύρω από τους «αιώνιους φοιτητές». Τότε η επιχειρηματολογία θα είναι ότι την αναταραχή προκαλούν υπερπολιτικοποιημένοι φοιτητές που ασχολούνται με τις κομματικές νεολαίες και το φοιτητικό κίνημα, παραμελώντας τα μαθήματά τους.

Εκείνα τα χρόνια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970 και του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1980 θα ενταθεί και η πολεμική ακόμη και για την εικόνα των σχολών, τις αφίσες, τα συνθήματα κ.λπ.

Για την ιστορία ήδη από τη δεκαετία του 1980 θα υπάρξουν προτάσεις έτσι ώστε να πιεστούν οι φοιτητές να ασχοληθούν περισσότερο με τις σπουδές και λιγότερο με τις συνελεύσεις, είτε μέσα από την «εντατικοποίηση» των σπουδών, είτε και με τις πρώτες προτάσεις για όριο λήψης πτυχίου.

Βέβαια ταυτόχρονα μέτρα όπως η αυξημένη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης και στις πρυτανικές εκλογές, που αναβάθμιζαν και τη θέση των κομματικών παρατάξεων, σήμαιναν ότι δύσκολα μπορούσαν να αποφασιστούν μέτρα ρήξης.

Τα μεγάλα φοιτητικά κινήματα της δεκαετίας του 1990 και του 2000 επανέφεραν κατά καιρούς αυτή τη συζήτηση και συχνά μπορεί κανείς να δει αρθρογραφία ή δηλώσεις πανεπιστημιακών και πολιτικών για το πρόβλημα της «τάξης» στα Πανεπιστήμια, με τη ΝΔ να περιλαμβάνει το ζήτημα της «ευταξίας» και «εύρυθμης λειτουργίας» σε υψηλή θέση στις προγραμματικές τοποθετήσεις της, μαζί φυσικά με ζητήματα όπως τα μη κρατικά ΑΕΙ και η μεγαλύτερη σύνδεση εκπαίδευσης, έρευνας και παραγωγής.

Άλλωστε, σε όλη αυτή την περίοδο η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ θα αποτελέσει την κατεξοχήν παράταξη που θα λειτουργεί ως η «αντι-κατάληψη», ως η δύναμη που εκπροσωπούσε τους φοιτητές που ήθελαν «να μένουν ανοιχτά τα ΑΕΙ».

Η άλλη «ανομία» στα ΑΕΙ

Βέβαια, από αυτή τη συζήτηση συχνά απουσίαζε η διάσταση άλλων παραβατικών πρακτικών που αφορούσαν κυρίως τις εκτεταμένες άτυπες πρακτικές συναλλαγής ανάμεσα σε φοιτητικές παρατάξεις και πανεπιστημιακούς, κυρίως σε σχέση με τις εκλογές οργάνων και στις οποίες κατά κύριο λόγο επιδόθηκα στο παρελθόν κομματικές παρατάξεις των κομμάτων εξουσίας,

Η τομή της περιόδου 2006-2008 και ο νόμος Διαμαντοπούλου

Μια κρίσιμη τομή είναι στην περίοδο 2006-2008. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τότε θα βρεθεί αντιμέτωπη αφενός με έναν μεγάλο κύκλο φοιτητικών κινητοποιήσεων από τον Μάιο του 2006 έως την άνοιξη του 2007 (που εκτός όλων των άλλων θα οδηγήσουν στην υπαναχώρηση του ΠΑΣΟΚ ως προς την υποστήριξη της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος) και αργότερα με τη μεγάλη έκρηξη του 2008.

Τότε θα κυριαρχήσει όχι μόνο στα πολιτικά στελέχη της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς αλλά και σε αρκετούς πανεπιστημιακούς (που θα στηρίξουν την υπουργό Μ. Γιαννάκου, που εκτός όλων των άλλων θα προσπαθήσει να θεσμοθετήσει και όριο χρονικό για τη λήψη πτυχίου) η αντίληψη ότι χρειάζεται μια τομή σε σχέση με τα προβλήματα από τις κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια. Παράλληλα, ιδίως μετά το Δεκέμβριο του 2008 θα ανέβουν και οι τόνοι σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούσαν τη δράση αντιεξουσιαστικών και αναρχικών ομάδων και των στεκιών που διατηρούσαν σε κάποια πανεπιστημιακά ιδρύματα.

Τομή θεσμική θα αποτελέσει ο Νομος 4009/2011, πιο γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου, από την υπουργό που θα τον εισηγηθεί. Θα τύχει ευρείας πλειοψηφικής υποστήριξης και θα είναι ο πρώτος νόμος που καταργούσε και τυπικά το άσυλο και έφερνε μεγάλες ανατροπές στη διοίκηση των πανεπιστημίων.

Η συγκρουσιακή περίοδος των μνημονίων

Η περίοδος των μνημονίων θα είναι περίοδος μεγάλων αντιπαραθέσεων σε σχέση και με τις περικοπές και τις πολιτικές λιτότητας αλλά και σε σχέση με την εφαρμογή του Ν. 4009/2011 που μάλιστα θα τύχει αρκετών τροποποιήσεων λίγο αργότερα κατά την υπουργία Αρβανιτόπουλου. Και τότε θα αναπαραχθούν πολύ έντονα οι διαιρέσεις και οι πολώσεις της προηγούμενης περιόδου και εντός των πανεπιστημιακών.

Θύμα των μνημονιακών πολιτικών ήταν και μια κρίσιμη ειδικότητα στα πανεπιστήμια: αυτή των φυλάκων, που έκτοτε θα δίνονται σε εταιρείες φύλαξης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτό θα είναι πηγή διαφόρων προβλημάτων έκτοτε στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επαναφέρει το Πανεπιστημιακό Άσυλο και εν μέρει θα τροποποιήσει το καθεστώς για τα πανεπιστήμια. Όμως, η πολεμική θα συνεχίζεται κυρίως με αφορμή όχι τόσο μεγάλες κινητοποιήσεις όσο μεμονωμένα περιστατικά σε ορισμένα πανεπιστήμια.

Η πολιτική επένδυση της Νέας Δημοκρατίας στο θέμα της «ανομίας»

Η Νέα Δημοκρατία ως προς το θέμα αυτό υπήρξε συνεπής προς την προεκλογική της ρητορική. Ήδη από όταν ήταν στην αντιπολίτευση έδωσε μεγάλο βάρος στην πολεμική γύρω από την «ανομία» και το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ την υπέθαλπε.

Αυτό αποτυπώθηκε και στην πολεμική γύρω από τα  Εξάρχεια και τη νέα γραμμή «νόμου και τάξης» που αποτυπώθηκε απέναντι στις καταλήψεις αλλά και στη γραμμή για τα Πανεπιστήμια.

Αυτό εξηγεί και τις προβλέψεις για αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «πανεπιστημιακή αστυνομία» αλλά και άλλες ρυθμίσεις όπως είναι το νέο αυστηρό πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές που περιλαμβάνει ρυθμίσεις που ουσιαστικά «ποινικοποιούν» τις καταλήψεις αλλά και το χρονικό όριο στη λήψη του «πτυχίου».

Είναι σαφές ότι το κυβερνητικό επιτελείο εκτιμά ότι ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας ενοχλείται από τέτοιες εικόνες και πρακτικές, ζητά μια εικόνα μεγαλύτερης «ευταξίας», έχει πειστεί για τη σημασία του προβλήματος (ακόμη και εάν δεν έχει π.χ. ποτέ περάσει από τα Εξάρχεια) και άρα επικροτεί τις σχετικές πρωτοβουλίες.

Προφανώς και στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι όλα αυτά τα μέτρα θα προκαλέσουν αντιδράσεις και θα επιτείνουν τη δυσαρέσκεια σε τμήμα της κοινωνίας. Όμως, εκτιμούν ότι αυτό δεν αφορά το κοινό της κεντροδεξιάς και του κέντρου που θέλουν να συσπειρώσουν.

Αντίστοιχα, γνωρίζουν ότι και σημαντικό μέρος των πανεπιστημιακών θεωρούν ότι το μέτρο θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή μεγαλύτερη αναστάτωση, όμως εκτιμούν ότι είναι πιο σημαντικό να κατοχυρωθεί ο θεσμός και στη συνέχεια να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμοστεί.

Και αυτό εξηγεί γιατί επιλέγουν να πάνε μέχρι τέλους αυτή την αντιπαράθεση, χωρίς να θεωρούν ότι θα έχουν πολιτικό κόστος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να κατοχυρωθεί ως δύναμη που υπερασπίζεται κινήματα και ελευθερίες

Από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ επίσης υπάρχει, πέραν της γενικής πολιτικής τοποθέτησης, και μια πολιτική επένδυση σε αυτή τη μάχη.

Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί στις δημοσκοπήσεις να καταγράφεται μια πλειοψηφία υπέρ των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, όμως υπάρχει και ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας που διαφωνία και μάλιστα εάν πάμε σε νεαρές σχετικά ηλικίες θα δούμε ότι υποχωρεί η υποστήριξη και αυξάνει η διαφωνία, ακριβώς δηλαδή σε ένα κοινό που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε και τις καλύτερες εκλογικές επιδόσεις.

Με αυτή την έννοια, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί τις τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ως μέσο για την απομόνωσή του από «κεντρώους» ψηφοφόρους, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα επιμείνει στην αντίθεσή του στα συγκεκριμένα μέτρα, αντίθεση που εκτός όλων των άλλων είναι στοιχείο ενοποιητικό σε αυτή τη φάση.

Αντίστοιχα, ούτως ή άλλως και τα άλλα κόμματα της αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 προφανώς και θα επέλεγαν μια στάση αρνητική συνολικά απέναντι στο νομοσχέδιο.

Πιο ενδιάμεση η τοποθέτηση του ΚΙΝΑΛ που στη ρητορική του κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην φύλαξη και την «αστυνομοκρατία».

Η συζήτηση για την ανώτατη εκπαίδευση που εκκρεμεί

Το υπόλοιπο μέρος του νομοσχεδίου για την ανώτατη εκπαίδευση κυρίως επικεντρώνει στο ζήτημα της βάσης εισαγωγής. Και εδώ η πολεμική είναι σε μεγάλο βαθμό «ιδεολογική» και επικεντρώνεις στην «εικόνα» ότι μπαίνουν φοιτητές με επιδόσεις «κάτω από τη βάση» (παρότι βέβαια αυτό αφορά την επίδοση στις εξετάσεις και όχι τη συνολική τους επίδοση), «εικόνα» που συχνά έχει σχολιαστεί στη δημόσια σφαίρα.

Αυτό που έχει απουσιάσει είναι μια πιο συνολική συζήτηση για την κατάσταση και το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης, σε μια συγκυρία όπου στις ανοιχτές πληγές από τις προηγούμενες περιοριστικές πολιτικές και τις σημαντικές ελλείψεις σε διδακτικό κυρίως προσωπικό, έρχονται να προστεθούν τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον, που δεν αφορούν μόνο την εκπαιδευτική πολιτική αλλά και το ίδιο τελικά το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας.