Σαν να συναντά λιγότερες αντιδράσεις αυτή τη φορά η παράδοση των κλειδιών μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας σε έναν τεχνοκράτη. Σαν να θεωρείται η ανάληψη της πρωθυπουργίας της Ιταλίας από τον Μάριο Ντράγκι ένα «αναγκαίο κακό», μια φυσική κατάληξη της μόνιμης κρίσης στην οποία είναι βυθισμένη αυτή η χώρα, ανίκανη καθώς είναι να αναπτυχθεί εδώ και είκοσι χρόνια και χρεωμένη μέχρι τον λαιμό.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έβγαλε ανακοινώσεις για την παράκαμψη της λαϊκής ψήφου. Ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν κατήγγειλε τον «τραγικό δεσπότη», όπως αποκαλεί τον Ντράγκι στο βιβλίο του «Ενήλικες στο δωμάτιο». Ισως να φταίει πως ούτε κι ο προηγούμενος πρωθυπουργός, ο Tζουζέπε Κόντε, ήταν εκλεγμένος. Ισως να άλλαξαν οι εποχές. Ισως η κόπωση από την πανδημία να τα σαρώνει όλα.

Και η ίδια η Ιταλία, όμως, μοιάζει να βγάζει έναν στεναγμό ανακούφισης. Με εξαίρεση την Τζόρτζια Μελόνι, αρχηγό των ακροδεξιών «Αδελφών της Ιταλίας», κανείς δεν θέλει αυτή τη στιγμή εκλογές. Και οι πρώτοι που δεν θέλουν είναι οι ίδιοι οι βουλευτές, πολλοί από τους οποίους θα πάνε στο σπίτι τους μετά την επόμενη αναμέτρηση λόγω της μείωσης κατά το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού βουλευτών και γερουσιαστών. Γι’ αυτό άλλωστε έχει δημιουργηθεί ρήξη τόσο στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων όσο και στη Λέγκα του Σαλβίνι σχετικά με το αν πρέπει να στηριχθεί ο Ντράγκι.

Ο τελευταίος είναι ήσυχος. Είναι φανερό ότι του αρέσει ο ρόλος του σωτήρα: πριν από σχεδόν εννιά χρόνια, είχε τρέψει σε φυγή τους κερδοσκόπους κατά του ευρώ με εκείνη την ιστορική φράση «Whatever it takes». Οπως του αρέσει και η σιδηρά πυγμή: από τον Μπερλουσκόνι, τον Αύγουστο του 2011, μέχρι την Ελλάδα και την Ισπανία, στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν δίστασε να ασκήσει αφόρητη πίεση για να εξασφαλίσει αυτό που θεωρούσε σωστό. Θα το κάνει και τώρα. Τον χρειάζονται, και το ξέρει.

Ισως ο πιο απρόβλεπτος αντίπαλός του να αποδειχθεί η νεολαία. Ο άνθρωπος που τον Μάη του ΄68 δεν άφησε τα μαλλιά του πολύ μακριά γιατί δεν είχε κάποιον για να αμφισβητήσει (είχε χάσει τους γονείς του μικρός) καλείται από τους σημερινούς εικοσιπεντάρηδες να μην τσιγκουνευτεί στο ποσό που θα τους διαθέσει από το ταμείο ανάκαμψης. «Θέλουν να μας δώσουν κάτι ανάμεσα στο 1% και το 2%, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην Πορτογαλία είναι 11% και στη Γαλλία 9-10%», λέει στη Repubblica η Κιάρα Πανάτσι, ακτιβίστρια στην εκστρατεία «#UnoNonBasta» (Ενα δεν φτάνει). «Μα ο ίδιος ο Ντράγκι δεν δήλωσε πρόσφατα ότι το να στερήσεις έναν νέο από το μέλλον του αποτελεί μια από τις σοβαρότερες μορφές ανισότητας;».

Εχει δίκιο η Κιάρα. Αλλά μιας και άνοιξε η κουβέντα, το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα ποιο είναι;