Το 1959, ο 25χρονος τότε φωτογράφος Μπρους Ντέιβιντσον εντάχθηκε σε μια συμμορία νεαρών Νεοϋορκέζων με σκοπό να καταγράψει από κοντά την νεανική, αστική κουλτούρα της μεταπολεμικής εποχής.

Το μεταπολεμικό boom στις Η.Π.Α. περιέβαλλε την δεκαετίας του ’50 με μια αίσθηση ευημερίας. Ήταν η πρώτη δεκαετία που η κουλτούρα των νέων έγινε μόδα ενώ με την έλευση της τηλεόρασης και του rock ‘n’ roll, το Χόλιγουντ εφηύρε γρήγορα ένα νέο αρχέτυπο: τον δυσαρεστημένο «επαναστάτη χωρίς αιτία».

Χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης με τρόπο που το εξυπηρετούσε, το Χόλιγουντ δημιούργησε αντι-ήρωες για τη νέα γενιά.

Αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο θλιβερή από ταινία του Τζέιμς Ντιν. Οι συμμορίες παρείχαν ό, τι δεν μπορούσε να παρέχει η κοινωνία: αίσθηση οικογένειας και ανήκειν για τους νέους που ζουσαν στο περιθώριο. Το 1950, η νεανική παραβατικότητα ήταν αυξημένη, και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στοχοποιούσαν τους νεαρούς περιγράφοντάς τους ως τους νέους εγκληματίες.

Αφού μπήκε στο πρακτορείο Magnum το 1959, ο Μπρους Ντέιβιντσον, 25 ετών τότε, έτυχε να διαβάσει σε μια εφημερίδα ένα κομμάτι σχετικά με τις συμμορίες λευκών και Πουερτοαμερικανών που δρούσαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέμα.

Γνώρισε λοιπόν τους Jokers, μια ομάδα μαθητών καθολικών σχολείων και νεαρών που είχαν εγκαταλείψει εντελώς το σχολείο. Ήταν όλοι τους κοντά στα 15 και κινούνταν στο Park Slope του Μπρούκλιν- τότε φτωχή και κατά βάση ιρλανδική γειτονιά.

Ο φωτογράφος, σε αντίθεση με το Χόλιγουντ και τα μέσα ενημέρωσης προσέγγισε με προσοχή και ευαισθησία το θέμα του.

Κατανοώντας τα συναισθήματα αποτυχίας, απομόνωσης και απελπισίας των νεαρών δεν τους είδε ως πρόβλημα ή ως βάρος αλλά θέλησε να παρουσιάσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής τους.

Ο Ντέιβιντσον πέρασε 11 μήνες μαζί με τους νεαρούς, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους και δημιουργώντας ένα ειλικρινές πορτρέτο της ζωής των συμμοριών, μακριά από τα στερεότυπα.

Οι φωτογραφίες για τον ίδιο δεν είχαν να κάνουν με συμμορίες αλλά με παραμελημένους εφήβους με πολύ περιορισμένες προοπτικές ζωής, νέους που αγωνίζονται να επιβιώσουν μέσα σε έναν κόσμο που δεν ενδιαφερόταν αν ζουν ή αν πεθαίνουν.