Αν θυμάμαι κάτι από το Παρίσι είναι τα ποδοβολητά των Παριζιάνων στις υπόγειες σκάλες, να προλάβουν το τελευταίο μετρό, εκεί γύρω στις δώδεκα και κάτι, τα μεσάνυχτα. Από σήμερα θα κοιτάνε τα ρολόγια τους και θα ζητάνε τον λογαριασμό από τις δώδεκα και κάτι το μεσημέρι. Δεν τον φοβάμαι τον Μακρόν. Είναι μανούλα σε κάτι τέτοια, ιδίως όταν συντρέχει λόγος να ιεραρχηθούν οι καταστάσεις, κι ας χαθεί η φυσιογνωμία της πόλης, για λίγο καιρό θέλω να ελπίζω.

Θα σιγήσουν, φαντάζομαι, τα τζαζάδικα της οδού Λομπάρ και από τα ολονύκτια εστιατόρια στις Halles, οι σεφ με τις μουστάκες και τις ποδιές τους δεν θα βγαίνουν πια το χάραμα στο πεζοδρόμιο για τσιγάρο. Οι φοιτητές θα μείνουν με το «Ελευθέρας» στο χέρι έξω από το βραδινό Μπομπούρ και οι εργαζόμενοι, όσοι υπάρχουν τέλος πάντων, θα χάσουν τη μικρή εσπερινή τους απόδραση στα μπαράκια, πριν τους καταπιεί το σπίτι, το οποίον μέσο παριζιάνικο σπίτι είναι κάτι σαν το δικό μας αλλά χωρίς τα δωμάτια και τα μπαλκόνια. Οι πελάτες των μεταμεσονύκτιων βιβλιοπωλείων του Σεν Ζερμέν θα μείνουν ανέστιοι, δεν θα ‘χουν πάγκο να κρύψουν τη σκοτεινιά τους. Αλλά και οι λαμπρές, οι ολόφωτες περσόνες του Μαραί δεν θα βρίσκουν νύχτα να τη φωταγωγήσουν. Η οδός Μουφτάρ, η vintage, θα σκύψει για να βγάλει τις γόβες της. Τη φαντάζομαι με τις παντόφλες μπροστά στην τηλεόραση και με πιάνουν τα γέλια. Οι όχθες θ’ αδειάσουν κι αυτές ενώ οι γέφυρες, μη έχοντας πια τι να συδέσουν, για πρώτη φορά στη μακραίωνη ζωή τους, θα πάθουν υπαρξιακό.

Τέσσερις εβδομάδες δεν φτάνουν για να χάσει μια πόλη τον χαρακτήρα της. Ούτε καν δεκατέσσερις, αν δεν χαθούν πρώτα εμπειρίες και αυτοματισμοί. Αλλά κι αυτά να χαθούν θα υπάρχει πάντα ο Χομφρεϊ Μπόγκαρντ να μας χρυσώνει το χάπι. «Θα έχουμε πάντα το Παρίσι» είπε στην εμβρόντητη Ινγκριντ Μπέργκμαν, επιστρέφοντάς την με το στανιό στον νόμιμο σύζυγο. Κι έγινε εκείνος ήρωας και εκείνη νοικοκυρά. Δεν πιστεύω να είχες κάτι τέτοιο στο νου σου Μανού. Δεν πιστεύω.