Τι έχει μεγαλύτερη σημασία σε μια νίκη, η απόλυτη επικράτηση ή η μεγαλοψυχία; Εξι χρόνια πριν, τον Ιούλιο του Μουντιάλ, η εθνική ομάδα της Γερμανίας κέρδισε τη Βραζιλία. Δεν κέρδισε απλά, την ισοπέδωσε. Δεν σταμάτησε να βάζει γκολ ούτε όταν ήταν πια φανερό πως ο αντίπαλός της δεν είναι σε θέση να ανακάμψει: το τελικό σκορ έφτασε εύκολα 7-1, αφήνοντας έναν ολόκληρο πλανήτη έκπληκτο μπροστά στις τηλεοράσεις. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά κανείς δεν τη θυμάται για το παιχνίδι των Γερμανών. Τη θυμούνται όλοι, ακόμα κι αυτοί που δεν παρακολουθούν συστηματικά ποδόσφαιρο, για τα δάκρυα των Βραζιλιάνων, που δυσκολεύτηκαν να χωνέψουν τι ακριβώς είχε συμβεί.

Η επιμονή των Γερμανών σε απόλυτα και καθαρά αποτελέσματα υπέρ τους ήταν, πολύ πριν από το παιχνίδι με τη Βραζιλία, οικογενειακό αστείο για τους Ευρωπαίους – όχι μόνο ποδοσφαιρικό. Η στερεοτυπική απεικόνιση ενός λαού με ηγεμονικές τάσεις και σφιχτά χαλινάρια, που επιβάλλει αυστηρές τιμωρίες όταν κρίνει πως υπάρχει ανάγκη, πότιζε για χρόνια την άποψη που είχαν οι κάτοικοι της ΕΕ για τη Γερμανία. Ειδικά αυτοί που από το 2010 κι έπειτα έζησαν στο πετσί τους την κρίση χρέους ως μια πάλη ανάμεσα στους Βόρειους και στους Νότιους. Αυτοί των οποίων οι κυβερνήσεις τοποθέτησαν άδικα τους Γερμανούς στο στόχαστρο, τρομακτικό σκιάχτρο της λιτότητας και των Μνημονίων.

Οι παίκτες της Μπαρτσελόνα είδαν την Μπάγερν από το κραταιό Μόναχο να βρίσκει δίχτυα οκτώ φορές, αλλά δεν έκλαψαν όταν ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Κι ας ήξεραν ότι μπορεί η επόμενη σεζόν να βρει τους περισσότερους εκτός Βαρκελώνης. Οι Ισπανοί, που παλεύουν άτσαλα με τον κορωνοϊό, δεν θα έχουν φέτος ούτε τη (συχνή) χαρά των ημιτελικών του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλη μια εξωγηπεδική διαμάχη, από τις μεγαλύτερες της ευρωπαϊκής ηπείρου, θα αποτυπωθεί σε ματς ποδοσφαίρου. Η Μπάγερν θα αντιμετωπίσει τη Λυών, η Λειψία την Παρί Σεν Ζερμέν. Ο γερμανογαλλικός άξονας, που ενώθηκε για να «περάσει» στις Βρυξέλλες το Ταμείο Ανάκαμψης και εμφάνισε ρωγμές στην αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας, θα λύσει τις διαφορές του στο γήπεδο. Η μπάλα, στην ουσία της: μια συναρπαστική, αλλά ανώδυνη ευκαιρία για ξεχαρμάνιασμα των δύο πλευρών, που όσα χρόνια ενωμένης Ευρώπης κι αν μετρούν, πάντα διεκδικούν για τον εαυτό τους το πάνω χέρι.

Η γνωστή ατάκα του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο το περιγράφει ως ένα άθλημα με 22 παίκτες που κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί. Οι αιώνιοι νικητές, όμως, συχνά είναι άλλοι. Η ομάδα του Μέσι, χωρίς γερμανική καταγωγή αλλά με «γερμανικό» attitude, κυκλοφορούσε για χρόνια στα ευρωπαϊκά γήπεδα σαν να της ανήκουν. Την αλαζονεία της δεν την πλήρωσε τότε, την πληρώνει όμως φέτος. Η Βραζιλία, πριν από το 2014, είχε πάντα μια παρόμοια υπέρμετρη σιγουριά για την επίδοσή της. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι έμαθαν με τον άσχημο τρόπο πως κανείς δεν κερδίζει πάντα. Η Μπάγερν, που δεν σταμάτησε πριν ντροπιάσει την αντίπαλό της, έπαιξε μεθοδικά και επί τούτου, δεν παρασύρθηκε από τον θρίαμβό της. Αλλο ένα «γερμανικό» μάθημα, από μια χώρα που ιστορικά εκπαιδεύτηκε στις ήττες: πάντα υπάρχει επόμενη μέρα, πολλές φορές καλύτερη από την προηγούμενη. Αρκεί να κουνηθεί λίγο ο Μέσι.