Δεν αντέχεται αυτό το πράγμα. Είμαστε μήνες κλεισμένοι μέσα και δεν ξέρουμε ακόμα πώς να φορέσουμε μια ρημαδομάσκα. Ή αν πρέπει να τη φορέσουμε καν. Είναι υποχρεωτική; Είναι προαιρετική; Εκεί που ήταν προαιρετική έγινε υποχρεωτική; Το αντίθετο; Στα φαρμακεία τη φοράμε, στα σουπερμάρκετ αν θέλουμε; Να είναι πάνινη; Να είναι μιας χρήσης; Να είναι νοσοκομειακή, να είναι η γαλάζια πλευρά απ’ έξω, να είναι επαναφορτιζόμενη, να είναι μπαντάνα, να έχει σβαρόφσκι κεντημένα, να είναι αντιγηραντική, να είναι αποκριάτικη;

Είναι αδιανόητο δυο μήνες τώρα να ξεκατινιάζονται επιδημιολόγοι, βάλτε, μη βάλετε, βάλτε με προσοχή, μη βάλετε καθόλου κι εσείς που δεν βάζατε βάλτε τώρα, αλλά βγάλτε την πάλι και ξαναβάλτε την.

Ή φορέστε την ή μην τη φοράτε. Ή θα βρέξει ή δεν θα βρέξει.

Το ίδιο και με τα σχολεία. Θα ανοίξουν, θα κλείσουν, θα πάνε τα μικρά παιδιά, δεν θα πάνε τα μεγάλα, πότε θα πάει ποιος και πού; Κι εμείς π.χ., που ανήκουμε σε δήμο με πολλά κρούσματα, θα στείλουμε μαθητές κι εκπαιδευτικούς να τους αποτελειώσουμε; Τελικώς, τα παιδιά αρρωσταίνουν; Τα παιδιά δεν αρρωσταίνουν; Τα παιδιά κολλάνε τον παππού, τα παιδιά δεν κολλάνε τον παππού – που του στερήσαμε τα εγγόνια του άνευ λόγου τόσον καιρό; Και οι δάσκαλοι; Οι καθηγητές, το προσωπικό; Στο πηγάδι κατούρησαν να τους αμολήσουμε ως πρόβατα επί σφαγήν; Οικογένειες δεν έχουν αυτοί, σέσκουλα είναι κι αυτοφύτρωσαν και δεν τους κλαίει κανείς;

Βεβαίως τα επιστημονικά δεδομένα αλλάζουν και τα νερά στη νέα πανδημία είναι αχαρτογράφητα. Ομως παράγινε το κακό. Ο Σωτήρης Τσιόδρας πρέπει να πάρει μια ευθύνη. Να μας πει ξεκάθαρα αυτό γίνεται, αυτό δεν γίνεται. Να πάρει το ρίσκο. Κι αν έχει δίκιο, να το πιστωθεί. Αν έχει άδικο, να το χρεωθεί.

Ομολογουμένως, το γεγονός ότι τα πήγαμε καλά σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον ίδιο. Βέβαια χωρίς τεστ ακριβή εικόνα δεν έχουμε. Εδώ στην Ελλάδα τα τεστ τα αποφύγαμε σαν τον διάβολο. Τα στοιχεία που μας δίνονται λοιπόν, τόσοι ζήσαν, τόσοι πεθάναν, είναι στο φλου. Επιεικώς.

Ζούμε στη χώρα του ύψους και του βάθους. Από την πρώτη στιγμή «ειδωλοποιήσαμε» τον Σωτήρη Τσιόδρα. Είναι άγιος. Μας τον έστειλε ο Θεός, ο Χριστός, το Αγιο Πνεύμα. Να τον κάνουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Να τον κάνουμε ταινία – σιγά μην έλειπε ο Σμαραγδής απ’ τη Σαρακοστή. Κι εννοείται πως όποιος άρθρωνε μια τοσοδούλα ένσταση για τον λοιμωξιολόγο της καρδιάς μας, έπεφταν όλοι πάνω του να τον κανιβαλίσουν.

Δυο φορές το βίωσα αυτό – και αφού πριν είχα γράψει τα καλύτερα για τον άνθρωπο. Την πρώτη τόλμησα να χαρακτηρίσω «επικοινωνιακό φάουλ» το ψάλσιμο στην άδεια εκκλησία. Κι ακόμα το θεωρώ: δεν μπορείς να μαντρώνεις τον πιστό μέσα κι εσύ να ψάλλεις επειδή ο ψάλτης είναι μέρος της λειτουργίας. Δίνεις λάθος μήνυμα. Κάτσε και ψάλε σπίτι σου στην τελική. Σε δυο βάρκες δεν πατάμε, πώς να το κάνουμε;

Τη δεύτερη φορά, προέτρεψα τους συναδέλφους να επιμείνουν στο θέμα της μάσκας. Οι μέρες, οι εβδομάδες περνούσαν κι εμείς ακόμα ήμασταν με τη μάσκα στο χέρι. Τι ήταν να το γράψω, πέσανε να με φάνε. Δεν ντρέπομαι; Δεν αισχύνομαι; Δεν έχω τσίπα πάνω μου, είπαν, είπαν, ξέρασαν την άμμο της θαλάσσης. Και κυρίως τόλμησα να τον αμφισβητήσω; Και ζω ακόμα;

Σας έχουμε νεάκια λοιπόν. Οταν κρέμεται η ζωή μας κι η ζωή αυτών που αγαπάμε από την κάθε λέξη του Τσιόδρα – ή του αντίστοιχου Τσιόδρα -, και θα αμφισβητούμε, και θα ρωτάμε, και θα αξιολογούμε, έστω εκ του αποτελέσματος. Φίλος ο Τσιόδρας, φιλτέρα δ’ αλήθεια. Κι αν ορισμένοι αναζητούν ιερές αγελάδες, κάποιοι άλλοι ζουν μούρλια και χωρίς αυτές.

«It ain’t over till the fat lady sings», αγαπητέ κύριε καθηγητά.

Και δυστυχώς για τον πλανήτη η όπερα δεν τελείωσε ακόμα.