Η Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού είναι γεμάτη από ιδιαίτερους και χαρισματικούς ανθρώπους. Οσον αφορά τους ερμηνευτές, ευτυχήσαμε να ακούσουμε μεγάλες πανεθνικές φωνές με ιδιαίτερη ικανότητα στις φωνητικές τους επιδόσεις αλλά και κάποιους που μπορεί να μην ήταν οι τραγουδιστές με την τεράστια έκταση αλλά ήταν τόσο ψυχωμένες και προσωπικές οι ερμηνείες τους, που δεν υπολείπονταν σε αίσθημα και εν τέλει δεν άφησαν πιο αχνό αποτύπωμα αλλά πολύ δυνατές στιγμές.

Η Σωτηρία Λεονάρδου σημάδεψε ό,τι τραγούδησε. Δεν άφησε πλούσια δισκογραφία, είναι μετρημένα τα τραγούδια που είπε σε σχέση με τα χρόνια της στον χώρο, όμως τα μάρκαρε όλα με έναν τρόπο που δεν τον είχε άλλη. Ξεκινούσε από χαμηλά και σταδιακά ανέβαινε μέχρι να πιστέψεις πως λίγο ακόμη θα λύγιζε, θα έσπαγε η φωνή, όμως εκείνη ήξερε πώς να τραγουδάς ένα τραγούδι στην κόψη, στο όριο.

Τραγουδούσε με όλο της το σώμα, όταν την έβλεπες έβλεπες έναν άνθρωπο που συμμετείχε ολόκληρος, δεν άφηνε τίποτα απ’ έξω. Ευλογημένη στιγμή για την ίδια η συμμετοχή της στο soundtrack του «Ρεμπέτικου», του Σταύρου Ξαρχάκου και του Νίκου Γκάτσου με το «Καίγομαι» και την «Μπουρνοβαλιά», όπως επίσης και στο «Εγώ με τις ιδέες μου» ντουέτο με τον Νικόλα Ασιμο.

Κυκλοφόρησε τρεις προσωπικούς δίσκους, το «Δεν έχω χρόνο μάτια μου» το 1995, το «Μis» το 1999 και «Γυναίκες» το 2006.

Συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, σίριαλ και θεατρικές παραστάσεις ως ηθοποιός και τιμήθηκε με το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1984 για το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη – για την ίδια ταινία απέσπασε και το βραβείο σεναρίου – και κρατικό βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ακροπόλ» το 1995.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, έκανε σπουδές σε μουσική, θέατρο και χορό, παρακολούθησε πολλά σεμινάρια στο εξωτερικό, ενσωμάτωνε διαφορετικές κουλτούρες αλλά και τρόπους, τόσο στις θεατρικές και κινηματογραφικές της παρουσίες όσο και στις απόλυτα προσωπικές της καταθέσεις στη δισκογραφία.

Τα τελευταία χρόνια είχε καθηλωθεί στο κρεβάτι λόγω μιας σπάνιας εκφυλιστικής ασθένειας που προκαλεί παράλυση. Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου.

Οσον αφορά το τραγούδι, οι ερμηνείες της αποτελούν σχολείο για αρκετές νεότερες ερμηνεύτριες, και κυρίως εκείνο που άφησε είναι μια σαρκωμένη απόδειξη πως πέρα από τις δυνατότητες και το ένστικτο, ορισμένες ερμηνείες υποστηρίζονται και από έναν τρόπο ζωής καθώς και από συγκεκριμένα βιώματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΗΜΑ